Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

MYΘΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ~ η μία

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Με τα χέρια του να τρέμουν προσπάθησε να αφήσει το χοντρό φάκελο με τις φωτογραφίες πίσω στο ράφι όταν έπεσαν ορισμένες από αυτές που ήταν σκόρπιες. Έγειρε το κεφάλι προς τα κάτω, αντικρύζοντάς τες όταν τελικά τα αδύναμα χέρια του τον πρόδωσαν και ολόκληρος ο φάκελος έπεσε χάμω.

Όπως κάθε απόγευμα, έτσι κι αυτό, είχε ανάψει το τζάκι. Ήταν η μόνη ενδιαφέρουσα παρέα του τα
τελευταία χρόνια κι αφού σταμάτησε τη δουλειά. O ήχος από το κάψιμο των ξύλων, το θρόισμα τους καθώς καίγονται και η λάμψη που φωτίζει το καθιστικό, το μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού που χρησιμοποιούμε πια γι' αυτό και δεν ενδιαφερόταν να έχει θέρμανση κάπου αλλού.

Κάθε μέρα πλέον ήταν μια αναδρομή. Άλλοτε την περνούσε βλέποντας παλιές φωτογραφίες κι άλλοτε διαβάζοντας τις δικές του αναμνήσεις μέσα από παλιά έντυπα και χειρόγραφα. Σήμερα, είχε καταπιαστεί με μερικά μηνύματα που είχε ανταλλάξει με έναν φίλο του από την Ιρλανδία:
"Αγαπητέ Ζώη,
δυστυχώς δεν θα μπορέσω να σε επισκεφτώ ούτε φέτος για τις γιορτές. Η κόρη μου είναι λιγάκι κρυωμένη και νομίζω πως θα ήταν καλύτερο να βρισκόμαστε στην ζεστασιά του σπιτιού μας. Της έχω υποσχεθεί και μία εκδήλωση που θα την κάνω μόνο για εκείνη και καταλαβαίνεις.
Ακόμα ονειρεύομαι τους καταπράσινους και χιονισμένους λόφους του Κορκ όμως είμαι σίγουρος πως θα το κάνουμε κάποια άλλη στιγμή
".
Το κρύο είχε πέσει για τα καλά. Το χαλάζι έδερνε με δύναμη την καμινάδα και το τζάκι "κάπνιζε" σε όλο το σπίτι. Εκείνος αποκοιμήθηκε στον καναπέ, το μόνο του κρεβάτι τα τελευταία χρόνια, κρατώντας αυτό το αντίγραφο της επιστολής που είχε κάποτε στείλει σε έναν φίλο.

Σε μία άλλη μέρα φαινόταν απασχολημένος να προσπαθεί να τηγανίσει μερικά αυγά. Μέχρι να ζεσταθεί το λάδι, επικεντρώθηκε σε ένα άλμπουμ που είχε φέρει μαζί του στην κουζίνα. Ήταν οι φωτογραφίες από την πρώτη φορά που είχε πάει την κόρη του στο γήπεδο. Οι δυο τους. Το πρώτο τους ραντεβού! Δύο καλοσχηματισμένα χαμόγελα με τα ρούχα της αγαπημένης τους ομάδας. Την θυμόταν καλά εκείνη την ημέρα...
- "Μπαμπά, εμείς θα είμαστε με τους μπλε ή με τους κόκκινους" ρωτούσε με αφέλεια το τρίχρονο κοριτσάκι.
- "Με τους μπλε βέβαια. Όποτε βάζουν την μπάλα στο καλάθι θα σηκωνόμαστε και θα φωνάζουμε παίζοντας παλαμάκια" απάντησε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού ο μπαμπάς της.
Οι δυο τους, ξεσήκωναν την κερκίδα από τον ενθουσιασμό τους. Την επόμενη μέρα ήταν στην πρώτη σελίδα της τοπικής αθλητικής φυλλάδας, αγκαλιασμένοι και χαρούμενοι ύστερα από ένα καλάθι της ομάδας τους.
Στον γυρισμό από το γήπεδο, εκείνος την σήκωσε στους ώμους του. Ήταν και οι δυο πολύ κουρασμένοι.
- "Μ' αρέσει που κερδίσαμε μπαμπά" είπε με φωνή κουρασμένη.
- "Για την ακρίβεια χάσαμε, όμως τι σημασία έχει; Δεν περάσαμε υπέροχα"; 
- "Ναιιι!!!" φώναξε με ενθουσιασμό η μικρή.
Εκείνο το βράδυ συνάδελφοι και φίλοι θα γιόρταζαν την προαγωγή του, όμως τι σημασία θα είχε χωρίς την κόρη του. Προτίμησε να περάσει το βράδυ μαζί της.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο θόρυβος από το λάδι που πεταγόταν προς κάθε κατεύθυνση. Είχε κάψει τα αυγά, είχε καταστρέψει το τηγάνι και τα λάδια ήταν παντού ολόγυρα. Σηκώθηκε ατάραχος, έκλεισε την κουζίνα και γύρισε πάλι στο τραπέζι κοιτώντας εκείνη την φωτογραφία.

Μια άλλη νύχτα είχε σύρει κυριολεκτικά τον εαυτό του στην τουαλέτα για να ξυριστεί. Δεν του άρεσε να μένει πολλές μέρες αξύριστος, όμως είχε αρχίσει να βλέπει στην τηλεόραση το video με το πρώτο ποίημα της κόρης του πίσω στο σχολείο. Στην αρχή της προβολής φαινόταν μόνο το σχολείο κι έτσι σκέφτηκε πως ήταν καλή ευκαιρία να περιποιηθεί το πρόσωπό του. Λίγο πριν ολοκληρώσει το ξύρισμα, άκουσε την φωνή της κόρης του. Άρχιζε! Σκούπισε βιαστικά τον αφρό από το μισοξυρισμένο πρόσωπό του και έκατσε να δει την απαγγελία του ποιήματος. Θυμάται πως για να είναι παρόν εκείνη την ημέρα στο σχολείο, είχε χάσει το ραντεβού με κάτι κινέζους επιχειρηματίες, με τους οποίους θα έκλεινε μία μεγάλη συμφωνία. Ποιος νοιάζεται όμως; Η κορούλα του τον έκανε τόσο περήφανο εκείνη την ημέρα!

Σε μία από εκείνες τις ημέρες, χαλάρωνε στον καναπέ πίνοντας το αγαπημένο του βερμούτ. Σηκώθηκε πλησιάζοντας το συρτάρι που είχε κρυμμένα τα πούρα του. Είχε να κάνει πούρο από τότε που γεννήθηκε η μικρή του. Όχι. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε την μοναδική εξαίρεση. Τότε στην αποφοίτηση της κόρης του από το πανεπιστήμιο. Ήταν τόσο χαρούμενος! Τόσο περήφανος! Θυμήθηκε πως την είχε συνοδεύσει στην δεξίωση των αποφοίτων όπου με καμάρι γνωριζόταν με τους συμφοιτητές της. Είχε απολαύσει όσο ποτέ εκείνο το πούρο. Το χαμόγελο του ξαφνικά έσβησε και το βλέμμα του έγινε σκυθρωπό. Ήταν επειδή θυμήθηκε την συνέχεια της βραδιάς...
- "Μπαμπά. Σε ευχαριστώ πολύ που ήσουν δίπλα μου και σε αυτήν την σημαντική στιγμή της ζωής μου. Ξέρω πόσο πολύ ήθελες να κάνεις το ταξίδι στο Λονδίνο για να δεις την ομάδα σου κι όμως εσύ χάρισες τα εισιτήρια! Σου υπόσχομαι ότι θα κάνουμε μαζί ένα ταξίδι με τα πρώτα μου λεφτά όταν βρω δουλειά" του υποσχέθηκε αγκαλιάζοντάς τον.
- "Ξέρεις... μάλλον που θα χάσουμε απόψε, οπότε γιατί να πήγαινα εκεί; Είμαι τόσο ευτυχισμένος σήμερα παιδί μου"!
- "Τέλεια. Τότε ίσως είναι ευκαιρία να σου γνωρίσω κάποιον. Είναι ο καθηγητής του πτυχίου μου. Έλα, έλα μαζί μου" συνέχισε ενθουσιασμένη τραβώντας τον προς το μέρος ενός μεσήλικα κυρίου αρκετά περιποιημένου με πολύ φαλάκρα. "Κύριε Αρσαβίδη, ο πατέρας μου"! 
- "Κύριε. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Η κόρη σας είναι εξαιρετική φοιτήτρια και πολύ καλλιεργημένη νέα. Τα θερμά μου συγχαρητήρια".
Ο πατέρας της συγκράτησε με δυσκολία τα δάκρυά του και απάντησε στην χειραψία του καθηγητή αντιτείνοντας το χέρι του, ώσπου ο καθηγητής συνέχισε: "Θέλω να σας πω πως με δική μου εισήγηση η κόρη σας έχει επιλεγεί να συνεχίσει τις σπουδές της στο Εδιμβούργο με διετή υποτροφία. Πραγματικά το αξίζει"!
- "Εε... ευχαριστώ. Ευχαριστούμε" δήλωσε σαστισμένος.
Ποτέ δεν κατάλαβε αν ήταν χαρούμενος με αυτήν την είδηση. Στο Εδιμβούργο; Τόσο μακριά; Πως θα την έβλεπε κάθε μέρα; Ποτέ δεν θα τολμούσε να της προτείνει να μην πάει ή να πάει και εκείνος εκεί.

Τα αραιά μαλλιά του ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι και το ζαρωμένο δέρμα του έτρεμε σε κάθε του κίνηση. Πολλές φορές καθόταν στον βουλιαγμένο καναπέ του και αναρωτιόταν πως πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Σκέφτηκε πως ήταν δυνατό να χάθηκαν τόσες ευκαιρίες.

Ήταν καλοκαίρι. Θα ερχόταν για διακοπές. Η χαρά του ήταν τεράστια. Είχε φτάσει στο αεροδρόμιο μία ώρα πριν την άφιξη της πτήσης. Όταν την αντίκρισε θαρρείς και έγινε δέκα χρόνια νεότερος! Την έσφιξε στην αγκαλιά του και αφού της μετέφερε όλες τις αποσκευές της, πήγανε στο σπίτι.
- "Ξέρεις μπαμπά. Δεν μπορώ να κάτσω πάνω από μία εβδομάδα. Βρήκα δουλειά στο Εδιμβούργο. Είναι πολύ καλή. Ουσιαστικά κάνω πρακτική στις σπουδές μου" εξήγησε με έναν τόνο τύψεις στη φωνή της.
- "Θέλεις να έρθω εγώ; Να κάνω και μια βόλτα" κατάφερε να ψελλίσει ο πατέρας της με πολύ δυσκολία αφού νίκησε τον κόμπο στο λαιμό του.
- "Μπαμπά καλύτερα όχι. Δηλαδή... θα σου πω εγώ πότε να έρθεις. Εντάξει"; απάντησε σαν να κρύβει κάποιο μυστικό...
Η πρόσκληση δεν ήρθε ποτέ. Όχι για καλοκαιρινή επίσκεψη. Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε μία πρόσκληση, αλλά ήταν γάμου. Είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα εκεί. Στο Εδιμβούργο. Είχε πλέον μια καλή δουλειά και έναν εξαιρετικό αρραβωνιαστικό. Όχι για εκείνον όμως...

Ένα πρωί ανέβηκε στη σκάλα για να αλλάξει μία καμμένη λάμπα. Η παλιά λάμπα έπεσε από τα χέρια του και έσπασε πάνω στο τηλέφωνο. Είχε ξεχάσει αυτήν την συσκευή. Θυμήθηκε πως όταν την είχε πρωτοαγοράσει, είχε χτυπήσει το τηλέφωνο:
- "Τον μισώ! Μπαμπά. Θέλω να έρθεις. Θέλω να με βοηθήσεις να πάρω το διαζύγιο. Δεν υπάρχει πια για μένα" φώναζε ξεσπώντας σε λυγμούς.
- "Έρχομαι" απάντησε κοφτά και ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα και προετοιμασία δέκα λεπτών, έφευγε για το αεροδρόμιο. Έμεινε μαζί της για αρκετές μέρες, γύρισε μαζί της στην Ελλάδα και εκείνη αργότερα έφυγε ξανά.

Την είδε ξανά στην κηδεία της μητέρας της. Το σπίτι θα έμενε για πρώτη φορά άδειο. Εκείνος και οι αναμνήσεις. Αναμνήσεις που έγιναν εξήντα χρονών. Αναμνήσεις που ήταν το οξυγόνο του για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το επόμενο ταξίδι στην Ελλάδα το έκανε όταν παντρεύτηκε η αδερφή της. Στο περιθώριο του γάμου οι δύο αδερφές μίλησαν:
- "Είναι καλά";
- "Αφού λείπεις. Πως να είναι καλά"; 
- "Έλα, αφού ξέρεις".
- "Είναι σπίτι. Δεν βγαίνει πουθενά. Δεν τον βλέπω ποτέ. Δεν θέλει καν να πηγαίνω σπίτι του. Εσύ τον παίρνεις; Μπορείς να έρχεσαι να τον βλέπεις. Δεν αρκεί να γίνεται χαμός για να έρχεσαι εδώ".
Η αδερφή της έμεινε σιωπηλή.

...έσκυψε να σηκώσει τον φάκελο με τις φωτογραφίες και με λυγιστά γόνατα έκανε να βάλει μέσα τις
φωτογραφίες που είχαν παραπέσει. Πρώτη ήταν η πρώτη φωτογραφία που είχε βγάλει ποτέ από το δωμάτιο της. Γύρισε το βλέμμα δεξιά, όμως πριν μία ακόμα ανάμνηση κατακλείσει την στιγμή, έβαλε δύναμη στα πόδια και ανασηκώθηκε κατευθυνόμενος στο δωμάτιο αυτό. Ήθελε να το δει ξανά.

Μπήκε και άναψε το φως. Όχι, το φως δεν άναβε πια, μα δεν το χρειαζόταν. Σε κάθε γωνιά έβλεπε μια εικόνα της ιστορίας του. Τις στιγμές των δώρων που της προσέφερε. Τις φορές που την μάλωνε. Τα παραμύθια που της διηγήθηκε. Τα ξενύχτια πάνω απ' την κούνια της σε κάθε αρρώστια, κάθε άσχημο όνειρο.

Είχε κουραστεί. Ξάπλωσε στο πορτοκαλί χαλί και έκλεισε τα μάτια του μυρίζοντας ακόμα το άρωμα της. Έκτοτε δεν τα άνοιξε ξανά. Δεν είχε λόγο άλλωστε. Έδωσε τα πάντα και τι πήρε άραγε;

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

MYΘΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ~ ο κάφρος

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος


Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Το πρώτο δώρο που έλαβε ποτέ ο Μάνο, ήταν ένα μαυρόασπρο κασκόλ. Είχε μόλις γεννηθεί και το μόνο που μπορούσε να εκτιμήσει από αυτό ήταν η ζεστασιά που του παρείχε το μάλλινο ύφασμά του. Ο Μάνος μεγάλωνε με μεγάλη αγάπη και φροντίδα από τους γονείς του, όμως ο πρώτος παιδότοπος που επισκέφθηκε ήταν το γήπεδο της Γιουβέντους. Άλλωστε το σπίτι του δεν ήταν μακριά από το γήπεδο. Λίγο πιο πέρα από τις φτωχογειτονιές του Τορίνο εκεί όπου μεγάλωσε ο πατέρας του που θυμόταν καλά το παλιό γήπεδο και τα μεγάλα αστέρια που είχε τότε η ομάδα.


Πλέον ο Μάνο και ο πατέρας του βρισκόντουσαν κάθε εβδομάδα στο γήπεδο. Εντός έδρας στην πιο φανατική κερκίδα και μετά από αιματηρή οικονομία όλη την εβδομάδα, στα εκτός έδρας παιχνίδια, από τη Σικελία έως το Μιλάνο. Για τον Μάνο δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη ζωή. Δεν υπήρχαν παζλ, στρατιωτάκια ή κούκλες εκτός αν αυτές είχαν θέμα τη Γιουβέντους και τους παίκτες της. Δεν υπήρχαν εξωσχολικές δραστηριότητες εκτός κι αν αυτές αφορούσαν το ποδόσφαιρο. Σε λίγα χρόνια ο Μάνο ήταν ένας μικρός μαθητής, μέλος των ακαδημιών της Γιουβέντους και ο πιο φασαριόζος μπόμπιρας της γειτονιάς του στο Τορίνο. Η συνέχεια δεν ήταν η πιο ευχάριστη για εκείνον και την οικογένεια του. Οι γονείς του καλούνταν συνεχώς στο σχολείο για να δίνουν εξηγήσεις στον διευθυντή για την επιθετική του συμπεριφορά. Αρκετά αργότερα και όταν τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο ο διευθυντής διαμαρτυρήθηκε:
- “Τα πρώτα χρόνια λέγαμε πως είναι μικρός και θα του περάσει. Τώρα όμως κοντεύει να τελειώσει το σχολείο και εξακολουθεί να δέρνει παιδιά που υποστηρίζουν άλλες ομάδες. Ως που θα πάει αυτή η ιστορία κύριε και κυρία Αλφόζι”;
- “Έχετε δίκιο κύριε, όμως σας παρακαλώ. Φέτος τελειώνει. Μην του στερήσετε αυτήν την δυνατότητα. Ως φοιτητής θα είναι μακριά από το Τορίνο και θα λάβει νέα ερεθίσματα, θα δει άλλα πράγματα, θα γνωρίσει κορίτσια, θα γίνει πιο υπεύθυνος. Θα δείτε” απάντησε παρακαλώντας η μητέρα του νεαρού.
- “Σας διαβεβαιώνω πως δεν θέλω να δω τίποτα, αρκεί να τελειώσει η χρονιά χωρίς προβλήματα” κατέληξε μετά από σκέψη.

Στην επιστροφή οι γονείς τους μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία την οποία και ανακοίνωσαν στον νεαρό που μέχρι να τους δει είχε σίγουρη την αποβολή από το σχολείο.
- “Μάνο έως το τέλος της σεζόν δε θα ξαναπάς στο γήπεδο. Θα βλέπεις τους αγώνες από την τηλεόραση με τον πατέρα σου” είπε αυστηρά χωρίς να τολμάει να τον κοιτάξει στα μάτια, η μητέρα του.
- “Τι; Τι είπες; Όχι, όχι, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Πατέρα! Σε παρακαλώ” είπε σχεδόν κλαίγοντας. Ο πατέρας του λύγισε το βλέμμα και πήγε στο σαλόνι ανάβοντας ένα τσιγάρο.

Πράγματι ο Μάνο δεν πήγε εκείνη τη χρονιά στο γήπεδο ξανά, τελείωσε το σχολείο του χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες και σύντομα έμαθε πως πέρασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνο! Δεν ήταν κάτι φοβερό, όμως σίγουρα μια επιτυχία για εκείνον. Θα ήταν εξάλλου το πρώτο μέλος της οικογένειας Αλφόζι που θα σπούδαζε!

Το επόμενο φθινόπωρο ο Μάνο βρισκόταν στο Μιλάνο μαζί με πολλά νέα παιδιά που θα ξεκινούσαν ή θα συνέχιζαν τις σπουδές τους, όμως η συνέχεια δε θα ήταν ίδια για εκείνον. Ο Μάνο ζητούσε συνεχώς χρήματα από τον πατέρα του για να κατεβαίνει τις Κυριακές στο Τορίνο για να πηγαίνει στο γήπεδο. Ο πατέρας του δεν είχε τη δυνατότητα να του ικανοποιήσει την επιθυμία κι έτσι ο νεαρός φοιτητής έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Στη σχολή δεν πήγαινε παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητη η παρουσία του για να μη χάσει το εξάμηνο και επειδή κυκλοφορούσε στο Μιλάνο, μόνο με ρούχα της Γιουβέντους, μια μέρα τον συνάντησε ένας νεαρός στον δρόμο. Φορούσε σκουλαρίκια στα αυτιά και τη μύτη και τα μάτια του ήταν πρησμένα αλλά μισόκλειστα. “Φίλε; Είσαι δικός μας. Έλα στην οδό Ντιβόρνο 21 το απόγευμα να δεις κι άλλους Κούρβα Σουντ της Γιούβε”. Ο Μάνο άκουγε μετά από καιρό το προσωνύμιο των φανατικών της ομάδας του και δεν περίμενε τίποτα περισσότερό από το απόγευμα εκείνο. 

Πράγματι, έφτασε στην οδό που του είχε υποδείξει ο άγνωστος και αντίκρισε ζωγραφισμένο στον τοίχο, ένα άλογο παρόμοιο με εκείνο του εμβλήματος της Γιουβέντους. Ο Μάνο ανέβηκε στον πρώτο όροφο όπως παρατήρησε από τα διακριτικά του διαμερίσματος και χτύπησε την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και ένα μεγάλο μαυρόασπρο δωμάτιο φάνηκε καλυμμένο από αφίσες και σημαίες της ομάδας! Μέσα υπήρχε μια παρέα έξι ή εφτά νεαρών που κάπνιζαν. Η μυρωδιά του καπνού δεν ήταν οικεία για τον Μάνο που κατάλαβε πως οι νέοι του φίλοι κάπνιζαν χόρτο. Ακόμα κι έτσι, η υποδοχή ήταν ένθερμη! Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν, τον ρώτησαν για το παρελθόν του και έμειναν τόσο πολύ εντυπωσιασμένοι που…
Ε, Τόνι! Φέρε το καλό πράμα να καλωσορίσουμε το Μάνο” φώναξε δυνατά ένας από αυτούς. Ο Τόνι –ένας μακρυμάλλης νεαρός με μακριά γένια- έφερε μία κασετίνα η οποία περιείχε άσπρη σκόνη. Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να την… δοκιμάζουν σνιφάροντας απ’ την μύτη και όταν την προσέφεραν στον Μάνο εκείνος έδειξε πως δεν κάνει ναρκωτικά.


Παρόμοιο σκηνικό συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, τις επόμενες από αυτήν και κάθε μέρα που ο Μάνο βρισκόταν στο Τορίνο. Η μυρωδιά του τσιγάρου που εισέπνεε έγινε σιγά-σιγά η νέα του συνήθεια και σύντομα από απλός καπνιστής έγινε κανονικός ναρκομανής. Ο Μάνο μεταμορφώθηκε σε ένα πρεζόνι που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Μιλάνου και όταν τα χρήματα τελείωναν, έβρισκε πάντα τρόπους να παίρνει τη δόση του. Σύχναζε σε δημόσιες τουαλέτες όπου και ικανοποιούσε ένα σωρό αρρωστημένες φαντασιώσεις διεστραμμένων ηλικιωμένων που αντάλλαζε με ένα χαρτζιλίκι.

Παρά τη νέα του ζωή, ο Μάνο δεν ξέχασε την μεγάλη του αγάπη, την Γιουβέντους. Σε κάθε αγώνα της στο Μιλάνο με την Ίντερ ή τη Μίλαν ήταν πάντα στην θύρα των φιλοξενούμενων υποστηρίζοντας την ομάδα του, όμως μία μέρα σε ένα σπουδαίο παιχνίδι για το πρωτάθλημα, η Γιουβέντους δέχτηκε τέσσερα γκολ και οι αντίπαλοι οπαδοί άρχισαν να τραγουδούν εν χορό υβριστικά συνθήματα στους οπαδούς και παίκτες της Γιουβέντους. Ο Μάνο μετέτρεψε την πίκρα της ήττας σε οργή και δίψα για εκδίκηση.

Μετά τον αγώνα, η παρέα του επέστρεψε στο στέκι της. Ήταν αμίλητοι, ιδρωμένοι και εξουθενωμένοι. Ο Μάνο ήταν αυτός που σηκώθηκε πρώτος και πήρε έναν μεγάλο σουγιά που έκρυβαν σε παρακείμενο συρτάρι. Κοίταξε επίμονα τους φίλους του στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα, έφυγε. Δύο από αυτούς, έτρεξαν να τον ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν μάλλον φοβισμένοι.

Ο Μάνο και οι ακόλουθοί του, κατευθύνθηκαν σε μία γνωστή λέσχη φίλων της αντίπαλης ομάδας και ανενόχλητοι μπήκαν μέσα και χωρίς να πουν τίποτα άρχισαν να καρφώνουν μαχαίρια και σουγιάδες σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πρέπει να ήταν πάνω από δέκα άτομα εκεί μέσα και πλέον ήταν όλοι αιμόφυρτοι πεσμένοι στο πάτωμα. Οι νεαροί –όλοι τους με διακριτικά της Γιουβέντους- τράπηκαν σε φυγή και ο καθένας κρύφτηκε εκείνο το βράδυ σπίτι του. Η αστυνομία εξαπέλυσε κυνηγητό και στα πλαίσια της έρευνας ήλεγξαν κάμερες ασφαλείας και διάφορες μαρτυρίες από περιοίκους. Διασταυρώνοντας τα αρχεία εγγραφών της λέσχης της Γιουβέντους στο Μιλάνο έφτασαν εύκολα στη σύλληψη δύο νεαρών. Ο Μάνο ήταν πολύ τυχερός. Δεν είχε κάνει ποτέ εγγραφή στη λέσχη. Δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένος και το κυριότερο το πρόσωπό του δεν φαινόταν από καμία λήψη. 

Όταν ο Μάνο διαπίστωσε πως είχε γλυτώσει, τουλάχιστον προσωρινά, φρόντισε να επιστρέψει στο Τορίνο. Οι γονείς του όλο αυτό το διάστημα αρκούνταν στα λεγόμενα του γιου τους, ότι ήταν καλά, ότι όλα πήγαιναν καλά. Τώρα όμως ήταν μπροστά σε μια μακάβρια αλήθεια. Ο γιος τους ήταν πια ένα πρεζόνι με μακριά μαλλιά και ατημέλητα γένια. Η φωνή του ήταν συρτή και αργή και τα λόγια του χωρίς ενθουσιασμό και μετρημένα. Ένας άγνωστος Μάνο ήταν μπροστά τους και εκείνοι προσπαθούσαν να καταλάβουν πως θα έπρεπε να το χειριστούν.
- “Έλα να ξεκουραστείς. Θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό” είπε η μητέρα του και όσο εκείνος κατευθυνόταν στο δωμάτιό του τον ακολούθησε ο πατέρας του.
- “Ότι κι αν έχει γίνει εγώ είμαι δίπλα σου. Είμαστε τιφόζι κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Θέλω απλά να μου πεις για να ξέρω πως θα σε βοηθήσω φίλε, αν έχεις μπλέξει με το σκηνικό στο Μιλάνο” τον ρώτησε ντόμπρα ο πατέρας του.
- “Εντάξει… τώρα… εγώ… Ρε πατέρα, μας βρίζανε τα κωλόπαιδα. Μας βρίζανε πάρα πολύ. Εγώ το ξεκίνησα. Όμως νομίζω πως δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Δεν ξέρω…” ο Μάνο δεν μπορούσε να συνεχίσει και στον πατέρα του αρκούσε η ομολογία του.

Το επόμενο διάστημα πέρασε με τον Μάνο να έχει επιστρέψει στο Τορίνο και να βοηθάει τον θείο του που ήταν υδραυλικός. Εκεί γνώρισε και την Μαρία, την κολλητή της ξαδέρφης του. Ο Μάνο βγήκε μερικές φορές με την ξαδέρφη του και τη Μαρία και σύντομα ήταν ζευγάρι. Η Μαρία ήταν η πρώτη του σχέση και η πρώτη του επαφή. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο έρωτας τον είχε επισκεφτεί ωστόσο ήταν εμφανές πως δεν ήξερε να χειριστεί μία σχέση. Παράλληλα με την Μαρία πάντως πήγαινε και στο γήπεδο μέχρι που το πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε. 

Ο Μάνο πέρασε το πιο παραγωγικό καλοκαίρι της ζωής του. Έκοψε τα βαριά ναρκωτικά και δούλευε ασταμάτητα κάνοντας όνειρα τα βράδια για να παντρευτεί την Μαρία μέσα στο γήπεδο της Γιουβέντους και γαμήλιο ταξίδι στην πόλη που θα φιλοξενούσε τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στον οποίο ήταν σίγουρος πως θα έφτανε η ομάδα του! Η Μαρία ήταν δίπλα του στα όνειρα του και υπέμενε τις οπαδικές του φαντασιώσεις. Στο μεταξύ απλά μάζευαν όσα χρήματα μπορούσαν από την δουλειά τους. 

Την επόμενη χρονιά οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και από τον Μάνο και από την Γιουβέντους. Ο Μάνο θα έκανε πρόταση γάμου και επίσημα στην Μαρία και η Γιουβέντους είχε ομάδα που μπορούσε να διεκδικήσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο! Μάλιστα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο Μάνο είχε αγοράσει το δαχτυλίδι και το πρώτο του κουστούμι. Με αυτά θα ζητούσε σε γάμο τη Μαρία και θα επισκεπτόταν τους γονείς της.
Είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος του πλανήτη. Αυτό θα είναι το πιο ευτυχισμένο σαββατοκύριακο της ζωής μου. Το Σάββατο θα είναι η μεγάλη μας βραδιά. Έχω δοκιμάσει όλα όσα θα πω στους δικούς σου! Και μετά την Κυριακή παίζουμε με την πιο μισητή ομάδα του Μιλάνο και θέλω να έρθεις και εσύ στο γήπεδο, να σε γνωρίσω στα παιδιά”! σχεδίασε ενθουσιασμένος φιλώντας τη μέλλουσα γυναίκα του.

Πράγματι, όλα κύλησαν βάση σχεδίου. Νωρίς το βράδυ του Σαββάτου, ο Μάνο έφτασε στο πατρικό σπίτι της Μαρίας. Εκεί τον υποδέχτηκαν αρκετά χαλαρά οι δικοί της και η βραδιά εξελίχθηκε πετυχημένα για το νεαρό ζευγάρι παρά τη μικρή ζημιά που έκανε ο Μάνο χύνοντας λίγη από τη σούπα του στο τραπεζομάντηλο, δείγμα του υπερβολικού του άγχους. Στο τέλος της βραδιάς ο πατέρας της Μαρίας έδωσε το χέρι του και την ευχή του στον Μάνο, όμως του είπε πως απόψε δεν θα ήθελε να βγουν έξω. Ο νεαρός γαμπρός του, φυσικά και αποδέχτηκε αυτό το μικρό απρόοπτο στα σχέδια του και επέστρεψε σπίτι ενθουσιασμένος αγκαλιάζοντας τους γονείς του καθώς τους ενημέρωνε για τις εξελίξεις!


Την επόμενη μέρα η Μαρία ήταν ντυμένη στα ασπρόμαυρα όπως ο Μάνο της είχε ζητήσει και στην προκαθορισμένη ώρα πέρασε να την πάρει από το σπίτι της με προορισμό το γήπεδο! Στο γήπεδο ο πατέρας του και οι φίλοι του προετοίμασαν μια μεγάλη έκπληξη, αφού στο ημίχρονο του μεγάλου ντέρμπι, μπροστά στο κατάμεστο γήπεδο ακούστηκε από τα μεγάφωνα: “Συγχαρητήρια στον Μάνο και την Μαρία για τον αρραβώνα τους! Περιμένουμε τον επόμενο Ντελ Πιέρο παιδιά”, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα ενώ ο ηλεκτρονικός πίνακας του γηπέδου πρόβαλλε ζωντανά το ζευγάρι από το σημείο όπου καθόντουσαν στο γήπεδο αφού νωρίτερα μια κάμερα τους είχε εντοπίσει καθ’ υπόδειξη. Μπορούσε κανείς να καταλάβει πως ο Μάνο ήταν ένας πανευτυχής νέος και ο πατέρας του ο πιο συγκινημένος άνθρωπος του κόσμου!

Όταν ο αγώνας ολοκληρώθηκε, οι φίλοι και οπαδοί της ομάδας κάλεσαν το ζευγάρι για ένα ποτό στο μπαρ που ήταν το στέκι των οπαδών, λίγο πιο κάτω απ’ το γήπεδο. Το ζευγάρι δεν αρνήθηκε και μαζί άρχισαν να διασκεδάζουν. Στην παρέα ερχόντουσαν κι άλλοι γνωστοί οπαδοί ή και άγνωστοί που απλά έδιναν τα συγχαρητήρια τους, αναγνωρίζοντας το ζευγάρι από τον πίνακα του γηπέδου νωρίτερα. Ένας από τους νεαρούς που πλησίασαν, έδωσε το χέρι του στον Μάνο χαμογελώντας και με μία αστραπιαία κίνηση έβγαλε ένα μαχαίρι το οποίο σφήνωσε δυνατά στο στήθος της Μαρία αφήνοντας την να πέσει αιμόφυρτη κάτω. Από τον πανικό που προκλήθηκε ο νεαρός πρόλαβε να το βάλει στα πόδια, όμως λόγω του αγώνα ήταν ισχυρή η αστυνομική παρουσία στην περιοχή έτσι σε πολύ σύντομο διάστημα συνελήφθη. 

Κατά τις ανακρίσεις της αστυνομίας, προέκυψε η εμπλοκή του Μάνο στο συμβάν του Μιλάνο κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Μάνο συνελήφθη αφού του επετράπη να παραστεί στην κηδεία της Μαρία, όπου επικράτησε θρήνος. Ο Μάνο πλέον βρισκόταν κρατούμενος και κρίθηκε προφυλακιστέος από τον εισαγγελέα μέχρι να οριστεί ημερομηνία για τη δίκη. Ο δικηγόρος του Μάνο τον συμβούλευσε να κάνει υπομονή καθώς στο συμβάν του Μιλάνο παρά τους τραυματισμούς, κανένας δεν είχε υποκύψει αφού τα τραύματα ήταν επιφανειακά, ενώ ακόμα δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να αποδειχθεί η εμπλοκή του συμβάν. Οι ώρες, οι μέρες και τα βράδια που ακολούθησαν όμως με τον Μάνο στην φυλακή, οι σκέψεις του ήταν πολύ διαφορετικές. Ο νεαρός είχε κρίσεις πανικού, έκλαιγε ασταμάτητα και συχνά χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο αναγκάζοντας τους φύλακες να επεμβαίνουν για να τον ηρεμούν. Ο Μάνο δεν θα μπορούσε να ξαναδεί την Μαρία και πιθανότατα ούτε την Γιουβέντους ξανά. Για πρώτη φορά ένοιωσε έντονα την ανάγκη να κάνει χρήση ηρωίνης και κάθε λεπτό ένοιωθε πιο αδύναμος, πιο ευάλωτος, πιο κοντά στον θάνατο. Σε ένα από τα πρωινά που ακολούθησαν ο Μάνο δεν προαυλίστηκε. Οι φύλακες πήγαν για να ελέγξουν το κελί του και τον βρήκαν κρεμασμένο με ένα κασκόλ της Γιουβέντους που του είχανε φέρει φίλοι του για κουράγιο. Κουράγιο;

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

MYΘΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ~ πριν το τελευταίο παραμύθι

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος
…το κρύο έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου διαπερνούσε κάθε προσπάθεια ανθρώπου να ντυθεί ζεστά κι έτσι άπαντες απέφευγαν να κυκλοφορούν στον δρόμο. Ο Θοδωρής έφτασε βιαστικά έξω από το ξενοδοχείο του κρατώντας με το ένα χέρι τον χαρτοφύλακα και με το άλλο μία τσάντα από τουριστικό μαγαζί. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά στην κρύα Ουτρέχτη, όμως η είσοδος στο ξενοδοχείο έφερε φώτα και ζωντάνια στο πρόσωπο του νεαρού άντρα.

Ήταν ψηλός και αδύνατος, φορώντας ένα μακρύ παλτό και δερμάτινα γάντια. Τα μικροσκοπικά του γυαλιά ήταν γεμάτα σταγόνες από το ψιλόβροχο που έριχνε, όμως δεν έδειχνε να τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Κατευθύνθηκε στην υποδοχή του ξενοδοχείου όπου ζήτησε την κάρτα για το δωμάτιό του. Αφού ευχαρίστησε τον υπάλληλο ανέβηκε χρησιμοποιώντας τον ανελκυστήρα, στο δωμάτιο του. Χωρίς να χάσει χρόνο, χωρίς καν να βγάλει το παλτό του, έβγαλε από τον χαρτοφύλακα τον φορητό του υπολογιστή τον οποίο και άνοιξε αμέσως. Σε λίγα δευτερόλεπτα συνδεόταν μέσω του Skype με την άλλη άκρη της Ευρώπης. Κάπου στην Λάρισα τον περίμενε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Από την οθόνη θα έλεγε κανείς πως δεν θα ξεπερνούσε τα τρία του χρόνια.
- “Μπαμπά, μπαμπά, ήρθες!” φώναζε μπροστά στη δική του κάμερα το κοριτσάκι.
- “Αφού στο είπα, μόλις τελειώσω θα έρθω αμέσως για να σε δω!
Μπαμπάς και κόρη μίλησαν για αρκετή ώρα, τραγούδησαν και γέλασαν, φανερώνοντας την υπέροχη σχέση τους, ενώ κάθε τόσο περνούσε από την κάμερα και η Κατερίνα, η μητέρα της μικρής τους και αντάλλαζε κουβέντες με τον σύζυγό της.
Μετά από λίγη ώρα η μικρή ξάπλωσε στο κρεβατάκι της, τα φώτα χαμήλωσαν και ο μπαμπάς της μέσα από την κάμερα άρχισε να της λέει ένα παραμύθι. Η φωνή του ήταν ψιθυριστή όμως η μικρή ένοιωθε σα να ήταν δίπλα της. Σε λίγη ώρα το κοριτσάκι είχε αφεθεί και αποκοιμηθεί, οπότε η Κατερίνα πήρε τον δικό της φορητό και τον έφερε πίσω στο σαλόνι.
- “Πως ήταν η μέρα σου”;
- “Δε με νοιάζει η κούραση. Το θέμα είναι ότι οι ρώσοι είναι πιο μπροστά από εμάς κι αν δεν βρω κάτι έξυπνο να κάνω αύριο που είναι η τελευταία ολόκληρη μέρα, θα υπάρχει πρόβλημα”.
- “Πιστεύεις ότι μπορείς να χάσεις την δουλειά σου”;
- “Όχι! Δεν εννοώ κάτι τέτοιο, αλλά ξέρεις πόσο πολύ ήθελα να πάρω αυτή τη νέα δουλειά για την οποία ανέβηκα εδώ”, εξήγησε.
- “Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά” τον καθησύχασε εκείνη.

Ύστερα από λίγη ώρα το ζευγάρι αποχαιρετίστηκε και ο Θοδωρής έμεινε στον υπολογιστή κοιτάζοντας αρχεία της δουλειάς. Δεν ήταν πολύ μετά από αυτό, όταν χτύπησε η πόρτα. Ο Θοδωρής άνοιξε γρήγορα αντικρίζοντας έναν από τους συνεργάτες του. “Θοδωρή, πρέπει να κατέβεις κάτω. Έχουν έρθει οι Ρώσοι και τα πίνουν στο μπαρ με τους Ολλανδούς. Είμαι κι εγώ με τον Γιάννη αλλά…”. Ο Θοδωρής έγνεψε καταφατικά και αφού άλλαξε στα γρήγορα τα ρούχα του, κατέβηκε κάτω στο μπαρ του ξενοδοχείου.

Εκεί βρισκόντουσαν αρκετές παρέες όμως αρκετός θόρυβος ακουγόταν από μία συγκεκριμένη. Ήταν τρεις Ρώσοι με imageδύο Ολλανδούς και τον Γιάννη. Οι Ολλανδοί ήταν οι… οικοδεσπότες και αποτελούνταν από έναν μεσήλικο άντρα ιδιαίτερα περιποιημένο και μία γυναίκα κάτω από τα σαράντα της, με πολύ ιδιαίτερα όμορφη εμφάνιση. Ήταν ψηλή με εντυπωσιακό χτένισμα και έντονο μακιγιάζ και γεμάτο εξυπνάδα βλέμμα. Σε λίγα λεπτά η παρέα αποτελούνταν από οχτώ άτομα και ενώ όλοι έδειχναν μία καλή παρέα, τα συμφέροντα και τα υπονοούμενα μπορούσαν να γίνουν διακριτά για κάποιον που ήξερε την δουλειά.

Η ώρα περνούσε άλλοτε βαρετά κι άλλοτε με ενδιαφέρον αφού το μόνο σίγουρο ήταν πως μεταξύ των ποτών και των αστείων όλοι προσπαθούσαν να προωθήσουν τον εαυτό τους στους Ολλανδούς που ήξεραν ακριβώς τι συνέβαινε όμως έδειχναν να το διασκεδάζουν. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ο Θοδωρής ήταν πως άπαντες ήταν ‘γερά ποτήρια’ κι έτσι όταν μετά από αρκετή ώρα ο καθένας οδηγήθηκε στο δωμάτιο του αφού ξεπροβόδισαν τους Ολλανδούς έξω από το ξενοδοχείο, ο Θοδωρής έπεσε κυριολεκτικά με τα ρούχα στο κρεβάτι, ζαλισμένος και εξουθενωμένος.

Η ησυχία του πάντως δεν κράτησε για πολύ. Η πόρτα χτύπησε απαλά και παρά την κούραση, ο Θοδωρής σχετικά ανήσυχος σηκώθηκε για να ανοίξει. Δεν ήταν όμως κάποιος από τους δύο συνεργάτης του αλλά η όμορφη Ολλανδέζα που ως τώρα ο Θοδωρής προσπαθούσε να εντυπωσιάσει για επαγγελματικούς λόγους. Τελικά, ήταν προφανές πως το κατάφερε και με το παραπάνω. Με το άνοιγμα της πόρτα εκείνη του χαμογέλασε και εισήλθε στο δωμάτιο του χωρίς πολλά λόγια ή εισαγωγές. Έχυσε το εντυπωσιακό της κορμί πάνω στην αγκαλιά του φιλώντας τον ενώ παράλληλα άρχισε να τον γδύνει. Εκείνος έκανε βήματα πίσω φτάνοντας ως το κρεβάτι του δείχνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του για να την απωθήσει. Μάταια όμως, εκείνη δεν έδειχνε να δέχεται το ‘όχι’, δεν έδειχνε καν να το καταλαβαίνει, ενώ η ζαλάδα του Θοδωρή δεν του παρείχε αρκετές δυνάμεις για να αντισταθεί. Τελικά κατέληξαν να κάνουν έρωτα μέχρι το πρωί.

Το επόμενο πρωί, ο Θοδωρής ξύπνησε με πονοκέφαλο όντας εντελώς γυμνός κάτω από τα σκεπάσματα. Παρότι δεν ήταν κανείς μαζί του θυμόταν τι είχε συμβεί άσχετα αν οι τύψεις του δεν τον άφηναν να το παραδεχτεί στη συνείδησή του. Η μέρα θα ήταν δύσκολη κι έτσι δεν έχασε χρόνο. Συναντήθηκε με τους συνεργάτες του για να μεταβούν στο κτίριο της εταιρείας του. Ήταν η τελευταία ημέρα και νύχτα διαμονής και προσπάθειας να κερδίσουν τους ρώσους και πράγματι η μέρα πέρασε με συναντήσεις, πηγαδάκια και παρουσιάσεις ως το βράδυ. Λίγο πριν οι εκπρόσωποι ελλήνων και ρώσων αποχωρήσουν, η ξανθιά με την οποία πέρασε το βράδυ του ο Θοδωρής, τον πλησίασε και του είπε σχεδόν ψιθυριστά: “Έχεις τον τρόπο να κερδίσεις την δουλειά”. Παράλληλα είχε τοποθετήσει ένα μικρό χαρτάκι στην εξωτερική τσέπη από το σακάκι του.

Στο δρόμο για το ξενοδοχείο ο Θοδωρής είδε το χαρτάκι. Έγραφε μία διεύθυνση και την ώρα 21:00. Φτάνοντας στο κατώφλι του ξενοδοχείου ο Θοδωρής έμεινε σιωπηλός. Είπε στους συνεργάτες του πως δεν θα τους ακολουθήσει γιατί έπρεπε να πάει για να αγοράσει κάτι. Μπήκε σε ένα ταξί και αναχώρησε για την διεύθυνση αυτή. Ήταν ένα διαμέρισμα σε μία πολυτελής πολυκατοικία δύο ορόφων. Με πολύ δισταγμό αποφάσισε να ανέβει, χτύπησε την πόρτα και είδε την γνωστή κοπέλα να του ανοίγει την πόρτα φορώντας μια λεπτή σατέν ρόμπα που διέγραφε καθαρά το σχήμα του γυμνού της στήθους.

Του ζήτησε να κάτσει και του προσέφερε ποτό. Άρχισε να του λέει διάφορα πράγματα τα οποία ουδέποτε πρόσεξε ο Θοδωρής. Ήξερε για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί όμως το μυαλό του ήταν πολύ μακριά. Πράγματι, εκεί στη Λάρισα, η μικρή του κόρη περίμενε με αγωνία τον μπαμπά της στο Skype, όμως εκείνος παρέμενε εκτός σύνδεσης και μετά από πολύ ώρα η μαμά της αποφάσισε να την βάλει για ύπνο με την μικρή να χύνει μερικά δάκρυα απογοήτευσης.

Την ίδια ώρα η κοπέλα δεν έχασε καθόλου χρόνο. Άρχισε να γδύνει αργά τον Θοδωρή ερεθίζοντάς τον στα πιο απόκρυφα σημεία του, ενώ παράλληλα η ρόμπα άρχισε να γλιστράει από το σώμα της αποκαλύπτοντας πως δεν φορούσε εσώρουχα από μέσα. Ο Θοδωρής με ελάχιστη συμμετοχή καθόταν στον δερμάτινο καναπέ της ενώ αυτή ανέβηκε πάνω του πνίγοντάς τον με το πλούσιο στήθος της. Είναι πολύ πιθανό να είχε αντιληφθεί τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της συμμετοχής του Θοδωρή όμως μάλλον αυτό επιδρούσε αντίθετα πάνω της, αφού κατέληξαν να κάνουν έρωτα ξανά και ξανά σχεδόν ως τα ξημερώματα.

Την επόμενη μέρα ο Θοδωρής αναχώρησε με τους συνεργάτες του για Ελλάδα. Ο Θοδωρής ήταν αντιπρόσωπος Θεσσαλίας και Μακεδονίας, ο Γιάννης νότιας Ελλάδας και ο τρίτος της παρέας ήταν υπεύθυνος για την Αττική. Φτάνοντας στην Αθήνα όλοι έπρεπε να περάσουν από τα κεντρικά γραφεία για να δώσουν τις εκθέσεις τους σχετικά με την έκβαση του ταξιδιού. Η διαδικασία δεν κράτησε πολύ κι έτσι ο Θοδωρής μπήκε στο αυτοκίνητό του για να φύγει για την Λάρισα. Ήταν περασμένες οχτώ όμως του είχε υποσχεθεί η Κατερίνα πως θα κρατήσει την κορούλα τους ξύπνια για να χαιρετήσει τον μπαμπά της και να προλάβει να της πει το καθιερωμένο παραμύθι!

Ο Θοδωρής έτρεχε στο δρόμο, όμως το βασικότερο πρόβλημά του ήταν οι εικόνες που αναπαρήγαγε στο μυαλό του imageαπό το ταξίδι. Η πρώτη στιγμή αδυναμίας του, η δεύτερη απόφαση που πήρε, προδίδοντας γυναίκα και κόρη. Αμέσως αμέτρητες τύψεις τυραννούσαν τον πρωταγωνιστή που ένοιωθε το στομάχι του να πονάει και τον λαιμό του να σφίγγεται. Σε μια προσπάθειά του να να λύσει λίγο την γραβάτα, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και προσέκρουσε με δύναμη πάνω σε έναν στύλο φωτισμού. Το αμάξι μετατράπηκε σε μια άμορφη μάζα, ενώ διερχόμενα αυτοκίνητα κάλεσαν τις πρώτες βοήθειες. Για τον απεγκλωβισμό του Θοδωρή χρειάστηκε η πυροσβεστική ενώ ο άτυχος οδηγός ήταν ζωντανός, χωρίς τις αισθήσεις του.
Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο και σύντομα ειδοποιήθηκε η οικογένειά του που έτρεξε να τον επισκεφτεί. “Είναι πολύ σοβαρά. Χτύπησε το κεφάλι του και βρίσκεται στο χειρουργείο. Οι επόμενες δύο ημέρες θα είναι κρίσιμες” εξήγησε ο γιατρός αντικρίζοντας τη νεαρή γυναίκα και την μικρή του κόρη να κλαίνε γοερά. Μετά από αρκετές ώρες ο Θοδωρής βγήκε από το χειρουργείο όντας σε καταστολή. “Θα παραμείνει σε κώμα μέχρι να γίνει ένα θαύμα. Λυπάμαι, μα κάναμε ότι μπορούσαμε” απολογήθηκε ο γιατρός στην Κατερίνα η οποία ξέσπασε εκ νέου σε λυγμούς.

Τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες, μήνες και χρόνια ο Θοδωρής ήταν ζωντανός, όμως παρέμεινε σε κώμα. Η Κατερίνα συνέχισε την ζωή της, η μικρή του κόρη μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έκανε το ίδιο. Η εταιρεία του ανέλαβε τελικά την δουλειά, με τους δύο συνεργάτες του να τίθενται υπεύθυνοι. Όσο για τον Θοδωρή; Δεν μπόρεσε να ξαναμιλήσει, δεν μπόρεσε να κουνηθεί, δεν μπόρεσε καν να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Οι αναμνήσεις του όμως ήταν εκεί. Ήταν το μόνο που λειτουργούσε στον οργανισμό του. Για το υπόλοιπο της ζωής του θα διηγούνταν το παραμύθι που δεν είπε στην κόρη του το τελευταίο βράδυ που δεν ανέβηκε στο ξενοδοχείο, θα διηγούνταν το παραμύθι που δεν πρόλαβε να πει στην κόρη του κατευθυνόμενος από την Αθήνα στην Λάρισα. Το παραμύθι αυτό θα ήταν η τελευταία και μόνιμη ανάμνηση του μέχρι την ημέρα που η κόρη του αποφάσισε να τον αποσυνδέσει από την τεχνητή υποστήριξη.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

MYΘΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ~ ανομολόγητος έρωτας του πεζοδρομίου

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει απαλά στο σκοτεινό οδόστρωμα. Το πέρασμα του λεωφορείου της γραμμής ακουγόταν εκκωφαντικό από τις ρόδες που κυλούσαν στον βρεγμένο πια, δρόμο. Η επόμενη στάση φάνταζε σαν μαρτύριο για όσους έπρεπε να κατέβουν από το όχημα μέσα στο κρύο και εξιλέωση για εκείνους που θα ανέβαιναν σε αυτό.

Ένας από αυτούς τους επιβάτες ήταν κι εκείνη. Ψηλή, μελαχρινή με μαύρα μακριά μαλλιά, καλοφτιαγμένα νύχια και ζεστό αθλητικό ντύσιμο, ανέβηκε γρήγορα στο λεωφορείο και βρήκε μία κενή θέση στην οποία έκατσε αμίλητη βυθισμένη στις σκέψεις της. Το πρόσωπό της έλαμπε από την ομορφιά της νιότης της, όμως το βλέμμα της ήταν σκυθρωπό, κουρασμένο και ταλαιπωρημένο. Ύστερα από ώρα, το λεωφορείο σταμάτησε σε μία απόμακρη στάση, πάνω σε έναν ανηφορικό δρόμο. Η κοπέλα κατέβηκε από το λεωφορείο το οποίο την προσπέρασε με ένα εκνευριστικό ζόρισμα της μηχανής προκειμένου να ξεκινήσει στην ανηφόρα. Συνέχισε για λεπτά περπατώντας μόνη σε έναν σχεδόν σκοτεινό δρόμο και έχοντάς το νου της για κάθε ενδεχόμενο απρόοπτο. Σε λίγα λεπτά βρισκόταν στο σπίτι της. Αφού κοντοστάθηκε στην είσοδο παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, προχώρησε αφήνοντας την τσάντα της σε μία καρέκλα και άρχισε να γδύνεται καθώς προχωρούσε τον στενό διάδρομο προς το μπάνιο. Άνοιξε την βρύση ευχόμενη να έχει αρκετό ζεστό νερό και σε δευτερόλεπτα έβαλε το ατέλειωτο γυμνό της κορμί στην μπανιέρα που νωχελικά άρχισε να αγγίζει με το σφουγγάρι της. Βγαίνοντας, σκουπίστηκε γρήγορα με μια μεγάλη πετσέτα και αμέσως φόρεσε ένα γαλάζιο μπουρνούζι, λάφυρο από μια παλαιότερη σχέση της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι αρπάζοντας τα απομεινάρια μιας χθεσινής πίτσας και άρχισε να βλέπει τηλεόραση για λίγα λεπτά ώσπου αποκοιμήθηκε.

Το πρωί σηκώθηκε με τη βοήθεια του ξυπνητηριού από το τηλέφωνό της που ήταν χωμένο κάπου στο παχύ μπουφάν. Σηκώθηκε απότομα και άρχισε να ντύνεται γρήγορα. Σε λίγα λεπτά ακολούθησε την αντίθετη διαδρομή παίρνοντας ξανά το λεωφορείο προς τα κάτω. Σύντομα βρισκόταν έξω από μια συνοικιακή καφετέρια στην οποία όμως όχι μόνο δεν βρισκόταν κανείς εκεί, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Η ανακούφιση της κοπέλας που είχε φτάσει στην ώρα της επισκιάστηκε από τον προβληματισμό της όταν διαπίστωσε πως ο ιδιοκτήτης της καφετέριας όπου εργαζόταν δεν είχε έρθει ακόμα για να ανοίξει. Ένα αίσθημα ανασφάλειας γέμισε την κοπέλα που έκανε κίνηση να βγάλει το κινητό της για να τον καλέσει όταν θυμήθηκε πως δεν είχε μονάδες για να πραγματοποιήσει κλήσεις.

Αγχωμένη διέσχισε τον δρόμο φτάνοντας στο απέναντι περίπτερο. Εκεί καθόταν ένας περιποιημένος νέος που μόλις την είδε χαμογέλασε πλατιά και αναφώνησε:
- “Καλώς το πιο όμορφο κορίτσι της γειτονιάς”! Το κορίτσι μετέτρεψε το σοβαρό της ύφος σε ένα γλυκό χαμόγελο που συνόδευσε με μια ναζιάρικη ματιά.
- “Χρειάζομαι τη βοήθειά σου… Πάλι” είπε σα να είχε λίγες τύψεις εκείνη.
- “Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορώ να σου δώσω” απάντησε ο νεαρός με νόημα.
- “Είσαι πολύ καλός” του είπε και του εξήγησε το πρόβλημα της και του ζήτησε να χρησιμοποιήσει για λίγο το τηλέφωνο του για να καλέσει το αφεντικό της. Αυτός με προθυμία της το έδωσε και εκείνη άρχισε να καλεί παίρνοντας και πάλι το σοβαρό προσωπείο.
Κύριε Γιάννη. Η Χριστίνα είμαι. Δεν έχετε έρθει να ανοίξετε και ανησύχησα”. Αφού άκουσε τι είχε να της πει ο συνομιλητής της, κατέληξε: “Μάλιστα. Θα σας περιμένω”.
- “Έρχεται σε λίγο. Αχ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ” εξήγησε.
- “Μείνε εδώ για λίγο μέχρι να έρθει. Έρχεσαι σχεδόν κάθε μέρα κρατώντας χαρτονομίσματα που θέλεις να σου ‘χαλάσω’ για τους πελάτες σου εκεί, αλλά δεν μου έχεις μιλήσει για σένα”.
- “Είμαι από την Χίο. Φοιτήτρια εδώ αν και τελειώνω φέτος. Δουλεύω εδώ αλλά καμιά φορά δεν μ’ αρέσει είναι δύσκολα” εξομολογήθηκε.
- “Κι εγώ θέλω να σου πω πως δεν έχω έρθει απέναντι διότι νομίζω πως θα θέλω την αποκλειστικότητα, γι’ αυτό προτιμώ να περιμένω να σε βλέπω εδώ. Όμως… καμιά φορά θα ήθελα έναν καφέ. Δεν θα μπορούσες να μου τον φέρνεις εδώ”;
- “Αμέ! Γιατί όχι”;
- “Οπότε χρειάζομαι το τηλέφωνο σας εκεί, για να σας το παραγγέλνω”.
- "Ε, το τηλέφωνο του μαγαζιού δεν το θυμάμαι, αλλά μπορείς να έχεις το δικό μου” είπε χαμογελώντας και γράφοντάς το σε ένα πρόχειρο χαρτάκι, όταν… το τηλέφωνο της χτύπησε. Οι φωνές από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακουγόντουσαν χωρίς να χρειάζεται να κρατάει κανείς το ακουστικό και το χαμόγελο της Χριστίνας έγινε ένα σκυθρωπό ύφος. “Πρέπει να φύγω. Θα τα ξαναπούμε” είπε κι έφυγε.

Το επόμενο διάστημα ακολούθησε η ίδια επαφή, η ίδια επικοινωνία, χωρίς κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο. Μια μέρα όμως, η Χριστίνα προσέγγισε το περίπτερο για ψιλά, ενώ ο νεαρός από το περίπτερο μπορούσε να δει πως το περπάτημα της ήταν διαφορετικό. Σα να κούτσαινε ίσως. Όταν η Χριστίνα πλησίασε ο περιπτεράς είδε πως το το πρόσωπο της ήταν χτυπημένο. Στο κάτω χείλος της είχε μια μεγάλη κόκκινη οπή που έφτανε σχεδόν ως το μάγουλο.
- “Τι έπαθες”; ρώτησε εκείνος.
- “Τίποτα, τίποτα. Χτύπησα” απάντησε απόμακρα αυτή.
- “Ξέρεις ότι μπορεί να μην με ξέρεις καλά, αλλά μπορείς να μου πεις οτιδήποτε, έτσι”; επέμεινε αυτός για να γνεύσει με τα μάτια της εκείνη και να φύγει.

Ο νεαρός παρατηρούσε πως η Χριστίνα ερχόταν πάντα με κακή διάθεση από την καφετέρια και μόνο κάποιο πείραγμά του ή αθώο φλερτ της έφτιαχνε προσωρινά την διάθεση. Ο νέος της φίλος ήταν αρκετά προβληματισμένος και αναρωτιόταν που οφειλόταν αυτή η κατάπτωση της Χριστίνας. Η σχέση τους δεν του επέτρεπε να μάθει περισσότερα από εκείνη κι έτσι αποφάσισε να το ανακαλύψει μόνος του. Το βράδυ που έκλεισε το περίπτερο πήγε στην καφετέρια με μια σχετική δειλία.

Μέσα στην καφετέρια ο φωτισμός ήταν χαμηλός, η μουσική το ίδιο και πολλές οθόνες ολόγυρα έδειχναν αθλητικούς αγώνες. Οι θαμώνες ήταν λίγοι και μόνοι. Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον νέο πελάτη. Δεν υπήρχαν παρέες και προπαντός δεν υπήρχαν κοπέλες στις παρέες, εκτός από τις σερβιτόρες. Οι περισσότερες ήταν αλλοδαπές και κάποιες καθόντουσαν δίπλα στους πελάτες τους. Ο νεαρός διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στο μπαρ και έκατσε. Σε ελάχιστο χρόνο μια εντυπωσιακή κοπέλα πήγε για να πάρει την παραγγελία του κι εκείνος παρήγγειλε μια μπύρα. Πολύ γρήγορα η κοπέλα έφερε την μπύρα του, ρωτώντας τον αν χρειάζεται κάτι άλλο. Εκείνος της απάντησε πως απλά έβλεπε τον αγώνα κι έτσι έκατσε για λίγο μόνος του.

Λίγο αργότερα, η κοπέλα επέστρεψε σε αυτόν, αρχίζοντας να του κάνει προσωπικές ερωτήσεις στις οποίες αυτός δεν είχε πρόβλημα να απαντήσει.
- “Μ’ αρέσει το άρωμά σου Νίκο. Να σε ρωτήσω”….
- “Όχι θα ήθελα εγώ να σε ρωτήσω” την διέκοψε απότομα. “Η Χριστίνα δεν δουλεύει απόψε”; Η κοπέλα φανερά απογοητευμένη, απάντησε ψυχρά:
- “Ναι. Κάπου εδώ θα είναι”.
Ο Νίκος αν και δεν έδωσε σημασία, παραξενεύτηκε. Που ‘κάπου εδώ’ θα ήταν; Η καφετέρια δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη και δεν είχε τόσο κόσμο που να μην μπορεί να την διακρίνει.
Μετά από ώρα η Χριστίνα βγήκε από μία πόρτα συνοδευόμενη από έναν άντρα πάνω από σαράντα. Είχε το γνωστό σκυθρωπό ύφος. Ο Νίκος βλέποντάς την πάντως, ενθουσιάστηκε και χωρίς να το σκεφτεί, την πλησίασε και σχεδόν φώναξε αυθόρμητα: “Χριστίνα! Σε ψάχνω τόση ώρα. Τι κάνεις”; Η Χριστίνα κοκκίνισε ακαριαία ενώ το μέτωπο της γυάλισε απ’ τον ιδρώτα. Πλησίασε τον Νίκο. Και έκατσε στο τραπέζι του.
- “Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Όμως ξέρεις… δεν μπορώ να μείνω μαζί σου απόψε. Πρέπει… Πρέπει να… Θα σε δω αύριο πάλι”. Ο Νίκος την κοιτούσε απορημένος και με μια χειρονομία της ζήτησε να του εξηγήσει περισσότερα. Λίγο πριν του απαντήσει όμως εκείνη, ένας άντρας αρκετά μεγάλης ηλικίας τους πλησίασε και κοιτώντας αυστηρά την Χριστίνα στα μάτια, είπε: “Καλησπέρα φίλε. Η κοπέλα εξυπηρετεί άλλο τραπέζι τώρα. Σε εσένα είναι η Ζέτα. Εντάξει”; ολοκλήρωσε με αυστηρότητα.
Αμέσως έφυγε η Χριστίνα τρομοκρατημένη και πλησίασε η Ζέτα. Ήταν η κοπέλα που καθόταν δίπλα του νωρίτερα. Αυτή τη φορά είχε ο Νίκος τις ερωτήσεις:
- “Αν έρθει κάποιος και σε ζητήσει, εσύ δεν μπορείς να πας να του μιλήσεις, επειδή είσαι μαζί μου”;
- “Ε… Κάπως έτσι, ναι” απάντησε διστακτικά εκείνη.
- “Ωραία. Κάθεσαι εσύ μαζί μου εδώ και μιλάμε. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε πίσω από αυτήν την πόρτα Ζέτα”; ρώτησε κάπως επιθετικά.
- “Σου είπα. Τα πάντα. Και εννοώ τα πάντα” απάντησε αποστομωτικά εκείνη.
Μετά από αυτό ο Νίκος έφυγε.

Το επόμενο διάστημα ο Νίκος δεν έβλεπε την Χριστίνα. Συχνά ερχόντουσαν άλλες κοπέλες για ψιλά, όχι όμως εκείνη. Αυτό κράτησε για καιρό μέχρι που μια μέρα άκουσε φωνές και φασαρία από απέναντι. Ενστικτωδώς παράτησε το περίπτερο και χωρίς να το σκεφτεί έτρεξε προς την καφετέρια. Μπαίνοντας μέσα είδε μερικούς πελάτες με τις κοπέλες που τους συνόδευαν ακροβολισμένους περιμετρικά της καφετέριας, τον ιδιοκτήτη σε κατάσταση πανικού, την Χριστίνα ημίγυμνη με σκισμένη την μπλούζα της και έναν μεσήλικα με μαχαίρι να απειλεί. Πριν προλάβει να παρακολουθήσει το τι έλεγε ο άγνωστος ένοπλος άντρας, εκείνος άρχισε να επιτίθεται στον ιδιοκτήτη. Πρόλαβε να τον μαχαιρώσει κάπου στο στήθος, όμως κατά την πράξη αυτή όλοι οι υπόλοιποι βρήκαν τον τρόπο να διαφύγουν. Η Χριστίνα έπεσε στην αγκαλιά του Νίκου ο οποίος την προστάτευσε. Έτρεξαν προς το περίπτερο το οποίο έκλεισε γρήγορα και πριν προλάβουν να φύγουν με το αυτοκίνητο του, είχε ήδη φτάσει η αστυνομία.

Η Χριστίνα όπως και όλες οι άλλες κοπέλες, εργαζόταν αδήλωτη εκεί κι έτσι ποτέ κανείς δεν θα μάθαινε ότι βρισκόταν εκεί. Ωστόσο φυγαδεύτηκε από τον Νίκο. Μαζί αποχώρησαν και πλέον ο ένας θα έδινε στον άλλο ότι χρειαζόταν: Ασφάλεια για ένα γλυκό χαμόγελο.


σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

MYΘΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ~ πάρτι χριστουγέννων

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό η πόρτα μόλις είχε ανοίξει. Ένας ψηλόλιγνος άντρας μπήκε στο σπίτι σέρνοντας τα πόδια του
ΤΟ SOUNDTRACK ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ως τον πλησιέστερο διακόπτη για να ανάψει το φως. Ήταν μόλις πέντε και μισή το απόγευμα όμως το σκοτάδι είχε καλύψει κάθε ακτίνα του ηλίου και τα χιονισμένα σύννεφα σφράγιζαν το μουντό τοπίο της πόλης. Ο άντρας έβγαλε τα παπούτσια του και προχώρησε. Τοποθέτησε προσεκτικά τα κλειδιά του και ένα μικρό τσαντάκι σε ένα παραπλήσιο ντουλάπι στο οποίο και κρέμασε το χοντρό του μπουφάν. Από μέσα φορούσε μία παλιά χοντρή ζακέτα και όταν την έβγαλε αποκαλύφτηκε το χοντρό μάλλινο πουλόβερ με διάφορα σχήματα και χρώματα πάνω, που θύμιζε παλαιότερες εποχές. Ο άντρας έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα του και χώθηκε στη μπανιέρα που άρχισε να τρέχει καυτό νερό. Σε δευτερόλεπτα, ο καθρέφτης είχε θαμπώσει.
Όταν βγήκε από την μπανιέρα, ντύθηκε προσεκτικά, φόρεσε μία μαλακή ρόμπα και τις δερμάτινες παντόφλες του και έκατσε στο σαλόνι. Εκεί είχε πρωτίστως ακουμπήσει μία εφημερίδα που κρατούσε απ’ έξω. Αφού βυθίστηκε στον καναπέ άρχισε να διαβάζει με μανία κάθε γωνιά της μεγάλης φυλλάδας. Μετά από ώρα ο άντρας σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι του. Ξάπλωσε και ακούμπησε το χέρι του στον διακόπτη του φωτιστικού που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Δίπλα ήταν και ένα επιτραπέζιο ρολόι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα αναμονής, ο δείκτης έδειξε δέκα ακριβώς και ο άντρας έκλεισε τον διακόπτη για να υπάρχει το απόλυτο σκοτάδι στον χώρο.

Την επόμενη μέρα ο άντρας βρισκόταν στο λεωφορείο όταν και μετά από αρκετές στάσεις αποβιβάστηκε για να πλησιάσει σε μία τεράστια αποθήκη που βρισκόταν λίγο έξω από τον δρόμο.
- “Καλημέρα Θωμά” ακούστηκε μία ευχάριστη φωνή λίγο πιο πέρα.
- “Καλημέρα Τάκη” απάντησε ο άντρας πολύ πιο σοβαρός.
Ο άντρας μπήκε στην μεγάλη αποθήκη στην οποία βρισκόντουσαν τεράστιοι διάδρομοι με θεόρατα ράφια. Δεν imageμπορούσες να ξεχωρίσεις τι βρισκόταν πάνω στα ράφια αφού μόνο κουτιά με παράξενους κωδικούς υπήρχαν. Ο Θωμάς έκατσε σε ένα πρόχειρο γραφείο γεμάτο από χαρτιά και μεγάλα ντοσιέ και άρχισε να βάζει σε μια σειρά τα έντυπα που είχε μπροστά του. Μετά από λίγο, συνάντησε τον Τάκη που μόλις είχε μπει στη μεγάλη αποθήκη.
- “Είδα ότι είχες πολλά δελτία. Θέλεις βοήθεια”; του είπε σε συναδελφικό πνεύμα.
- “Όχι φίλε σ’ ευχαριστώ. Σου έχω ξαναπεί πως αν κάποια στιγμή γίνει ένα  λάθος στην αποθήκη θέλω να είμαι μόνο εγώ ο υπαίτιος. Η αποθήκη είναι το σπίτι μου και τα δέματα η οικογένεια μου. Ξέρω που βρίσκεται το καθένα από αυτά” απάντησε αυστηρά εκείνος.
- “Εντάξει, εντάξει. Εγώ να βοηθήσω μόνο ήθελα. Το πολύ να σου κάνω λίγο παρέα. Αλήθεια; Που θα κάνεις Πρωτοχρονιά φέτος; Θα πας στο χωριό”; συνέχισε ο Τάκης με διάθεση για συζήτηση.
- “Δεν ξέρω. Ίσως. Εγώ ξέρεις, προτιμώ να κάτσω εδώ…” και λίγο πριν ολοκληρώσει τον διέκοψε ο φίλος του.
- “Ναι, ναι. Σπίτι, μόνος, να κοιτάς τον τοίχο. Ρε συ, Θωμά; Την παραμονή είμαστε καλεσμένοι με την Βούλα στο ρεβεγιόν του Σταμάτη. Τον θυμάσαι τον Σταμάτη. Θα έχει πολύ κόσμο εκεί. Και σίγουρα θα υπάρχουν μερικά ελεύθερα κορίτσια. Ε; Τι λες;” πρότεινε ενθουσιασμένος.
- “Δεν είμαι εγώ για τέτοια φίλε. Μεγάλωσα. Ποια γυναίκα μπορεί να με θέλει εμένα τώρα. Εξάλλου… Ξέχασες τι είχε γίνει την άλλη φορά που είχα έρθει μαζί σας στο πάρτι του Καρόγλου”;
Ο Τάκης ανασκουμπώθηκε. Έδειξε σκεπτικός για λίγο και συνέχισε να επιμένει:
- “Θωμά, έχεις περάσει τα σαράντα και ζεις σαν ρομπότ. Χρειάζεσαι ένα απρόοπτο. Έναν έρωτα, μια οικογένεια, παιδιά. Να έχει νόημα η δουλειά που κάνεις εδώ. Να αποκτήσει νόημα όλη σου η ζωή”.

Κρατώντας ένα έντυπο στα χέρια του, ο Θωμάς τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό του μία από τις άσχημες εμπειρίες στην ζωή του:
Ήταν πριν οχτώ χρόνια, στο πάρτι ενός συνάδελφου του Θωμά και του Τάκη, του Καρόγλου. Αλήθεια είναι πιθανό κανείς τους να μην ήξερε το μικρό του όνομα αφού όλοι τον φώναζαν με το επίθετο! Ο Καρόγλου είχε καλέσει όλους τους συναδέλφους της εταιρείας για να γιορτάσει μία οικογενειακή επέτειο σύμφωνα με κάποιο έθιμο που είχε.
Ο Θωμάς και πάλι δεν ήταν ενθουσιασμένος για να πάει εκεί, όμως δε θα έκανε ποτέ χαλάστρα στον φίλο του τον Τάκη. Ο Τάκης ήξερε πως καλεσμένη ήταν και η Βούλα, η κοπέλα που είχε ερωτευτεί και το πάρτι θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να βρεθούν! Ποιος να το έλεγε ότι τελικά θα παντρευόντουσαν και μαζί θα έκαναν μια υπέροχη οικογένεια με ένα παιδάκι. Ο Θωμάς λοιπόν, είχε αποφασίσει να δώσει την ευκαιρία στον φίλο του να δει την αγαπημένη του.
Τι θα έκανε όμως ο Θωμάς όσο ο φίλος του θα φλέρταρε την Βούλα; Δεν είχε κανένα σχέδιο για αυτό το ζήτημα. Απλά πήγε. Την περισσότερη ώρα βρισκόταν σε κάποια γωνία κρατώντας άτεχνα ένα ποτό χωρίς διάθεση ούτε να το πιει μα ούτε και να το αφήσει αναδεικνύοντας την αμηχανία του. Στο πάρτι υπήρχε κόσμος πολύς. Όλοι όμως ήταν χωρισμένοι σε παρέες. Είτε δύο ατόμων -όπως ο φίλος του- είτε περισσοτέρων. Το μόνο που απέσπασε την άτονη προσοχή του ήταν η προσέγγιση του Καρόγλου στον Τάκη που ως εκείνη τη στιγμή μιλούσε με την Βούλα. Κάτι είπαν για λίγο και ενδιάμεσα ο Θωμάς ένοιωσε να τον κοιτούν μυστικά.
Δεν πέρασε πολύ ώρα πριν μία εντυπωσιακή κοπέλα προσεγγίσει τον παραγκωνισμένο Θωμά. Φορούσε ένα θαλασσί στενό φόρεμα με διαφανείς λεπτομέρειες. Ήταν ξανθιά με μακριά καλοφτιαγμένα μαλλιά και έντονο μακιγιάζ. Τα μάτια της ήταν έντονα και το βλέμμα της μάλλον απλανές.
- “Γεια. Μήπως έχεις φωτιά”; Ο Θωμάς δεν κάπνιζε αλλά κουβαλούσε πάντα έναν αναπτήρα μαζί του. Πολύ συχνά ξεχνούσε τον δικό του ο Τάκης, όμως το όνειρο του ήταν να τον χρειαστεί μια εντυπωσιακή κοπέλα, σαν… αυτή!
- “Ε… δεν καπνίζω. Δηλαδή… ναι, έχω” απάντησε με χαρακτηριστική καθυστέρηση αφού με άγαρμπες χειρονομίες κατάφερε να τον βγάλει απ’ την τσέπη του και να τον ανάψει εντελώς άκομψα.
- “Υχαριστώ” είπε ενώ αμέσως ρούφηξε το τσιγάρο τόσο δυνατά που τα μάγουλά της δημιούργησαν δύο μεγάλες εσοχές στο πρόσωπό της και συνέχισε: “Με λένε Φρέι” δήλωσε ενώ έδωσε το χέρι της για να χαιρετιστεί με τον Θωμά ο οποίος πριν προλάβει να συστηθεί, άκουσε την νέα του γνωριμία να συνεχίζει: “Ελπίζω να περνάς καλά. Εγώ νομίζω πως είμαι ζαλισμένη. Τα ποτά πρέπει να είναι μπόμπα. Βλέπεις”; είπε δείχνοντας προς το πλήθος και γελώντας δυνατά. Ύστερα άρχισε να χορεύει στον ρυθμό της μουσικής τραβώντας ξοπίσω της το χέρι του Θωμά. Εκείνος βέβαια είχε λουστεί από κρύο ιδρώτα, είχε αλλάξει σαράντα χρώματα και με το ζόρι κρατιόταν όρθιος έχοντας δίπλα του μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα.
Η Φρέι τον έσυρε μέχρι τη μέση του σαλονιού όπου αρκετοί ήταν αυτοί που χόρευαν και άρχισε και εκείνη να χορεύει ακριβώς μπροστά του. Εκείνος σε κατάσταση σοκ από την αμηχανία του, κοιτούσε σαν αποχαυνωμένος την Φρέι να χορεύει και μόνο από ντροπή απλά κουνούσε τα πόδια του χωρίς όμως να πείθει κανέναν πως ήξερε να χορεύει. Ο Καρόγλου προσέγγισε ένα σημείο του χώρου όπου ήταν συγκεντρωμένοι διακόπτες και χαμήλωσε ελαφρώς τα φώτα. Ύστερα άλλαξε τη μουσική και από χορευτική έγινε ερωτική. Ο κόσμος αιφνιδιάστηκε και σταμάτησε να χορεύει, όχι imageόμως και η Φρέι που συνέχισε να χορεύει, αυτή τη φορά αισθησιακά. Κάποιοι στο βάθος συνέχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένοι, όμως η Φρέι χόρευε για τα μάτια του Θωμά μόνο και υπό το βλέμμα όλων των υπόλοιπων καλεσμένων. Σε δευτερόλεπτα η Φρέι κατέβαζε το φερμουάρ από το στενόμακρο της φόρεμα και σύντομα είχε μείνει με το μεταξένιο κομπινεζόν και τις ζαρτιέρες της. Ο Θωμάς είχε μείνει ακίνητος σαν στήλη άλατος, ενώ μια φωνή ακούστηκε στο βάθος: “Φέρτε του ανθρώπου μια καρέκλα ρε. Θα πέσει κάτω”! και το κλίμα αποφορτίστηκε όταν άπαντες ξέσπασαν σε γέλια. Όχι όμως και ο ίδιος ο Θωμάς ή η Φρέι που συνέχισε να χορεύει όσο πραγματικά η καρέκλα είχε έρθει πίσω από τον καημένο Θωμά που αναπαύτηκε. Όχι για πολύ πάντως, αφού η Φρέι εκμεταλλεύτηκε την στάση του καθιστού πια, Θωμά. Τον προσέγγισε και έκατσε πάνω στα πόδια του έχοντας γυρισμένη την πλάτη της. Η Φρέι άρχισε να χορεύει πάνω στον καθιστό Θωμά και όσο έτριβε το σώμα της πάνω στο δικό του, το κομπινεζόν κατέβαινε μέχρι που γλίστρησε ολόκληρο στην ποδιά του Θωμά αφήνοντας την Φρέι ολόγυμνη μόνο με τις ζαρτιέρες και τα παπούτσια της. Αυτή τη φορά γύρισε προς το μέρος του και τύλιξε τα πόδια της στην καρέκλα, λούζοντας το πρόσωπο του Θωμά με το στήθος της. Η Φρέι σηκώθηκε -προς έκπληξη όλων- κάπως απότομα από πάνω του έχοντας χάσει τον αισθησιασμό που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Είχε άραγε συμβεί κάτι στον τυχερό Θωμά; Σχεδόν όλοι έτρεξαν μπροστά από την καρέκλα για να δουν τι είχε συμβεί και αυτό που αντίκρισαν ήταν το μπεζ παντελόνι του εντελώς βρεγμένο. Με μιας ξέσπασαν σε γέλια ενώ η Φρέι λυπημένη αυτή τη φορά, μάζεψε τα ρούχα της και έκανε να φύγει. Ο Καρόγλου που αντιλήφθηκε την κίνηση της, της έκανε νόημα να περιμένει και ψιθύρισε από μακριά: “τα λεφτά σου”. Η Φρέι τον κοίταξε ένοχα και έφυγε λυπημένη.
Ο Θωμάς λυπημένος και ήρεμος, γύρισε στον φίλο του και του ξεκαθάρισε: “Όχι Τάκη. Ευχαριστώ. Δε θα πάρω” είπε και χάθηκε μέσα σε έναν από τους διαδρόμους.

Λίγα βράδια αργότερα, ο Θωμάς ήταν καλεσμένος στο σπίτι του Τάκη. Έπαιζε η αγαπημένη τους ομάδα και θα την παρακολουθούσαν παρέα στην τηλεόραση. Η Βούλα είχε φροντίσει να φτιάξει την αγαπημένη τυρόπιτα του Θωμά κι έτσι παρέα απολάμβαναν τον αγώνα. Στο ημίχρονο, ήρθε και η Βούλα στο σαλόνι και έκατσε μαζί τους. Μετά από μια γρήγορη κλεφτή ματιά του ζευγαριού, τον λόγο πήρε η Βούλα:
- “Θωμά σου είπε ο Τάκης για το πάρτι του Σταμάτη”; ρώτησε παριστάνοντας την ανήξερη.
- “Βούλα ναι. Μου το ανέφερε. Όμως ξέρεις κάτι; Δεν θα τα καταφέρω εκείνη τη μέρα. Αν είναι θα ενημερώσω” απάντησε επιπόλαια ο Θωμάς.
- “Θωμά; Δε θα γίνεται χαμός. Οικογένειες θα είναι. Παιδιά θα έχει κι εμείς θα είμαστε μαζί. Σου υπόσχομαι ότι θα περάσουμε ωραία. Ποτέ δεν σου έχω ζητήσει τίποτα” επέμεινε πιάνοντας στοργικά τον μηρό του. Ο ίδιος είχε σκύψει το κεφάλι εκφράζοντας έτσι την πασιφανέστατη αμηχανία του και αφού την άγγιξε κι αυτός στην πλάτη, της είπε χαμηλόφωνα:
- “Θα δούμε Βούλα. Αλήθεια, θα το σκεφτώ”.

Τις επόμενες ημέρες, οι δύο φίλοι συναντιόντουσαν κανονικά χωρίς να αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα, παρά το ότι οι μέρες για την πρωτοχρονιά πλησίαζαν. Μάλιστα τα Χριστούγεννα –όπως κάθε χρόνο- τα πέρασαν μαζί, στο μοναδικό σπίτι που ο Θωμάς ένιωθε άνετα, στην μοναδική ‘οικογένεια’ που είχε.

Την παραμονή, εργαζόντουσαν κανονικά. Σε μία από τις συναντήσεις που είχαν για θέματα της δουλειάς μέσα στην ημέρα, ο Τάκης έφερε το θέμα και πάλι στο προσκήνιο:
- “Φίλε, θα ‘ρθεις, έτσι”;
- “Θα ‘ρθω” είπε κοφτά και ο φίλος του χαμογέλασε χωρίς να του πει κάτι άλλο.

Το βράδυ έφτασε. Λίγο μετά τις εννέα, οι καλεσμένοι άρχισαν να προσέρχονται. Πριν τις δέκα έφτασε και ο Θωμάς με λίγα λεπτά διαφορά από τον Τάκη και την Βούλα. Οι παρευρισκόμενοι δεν πρέπει να ήταν περισσότεροι από δεκαπέντε, όμως το κλίμα ήταν γιορτινό. Κουστούμια, εντυπωσιακά φορέματα, λαμπερός φωτισμός, χαρούμενη μουσική, χαμόγελα, παιδικές φωνές και τραπέζια γεμάτα από πλούσια εδέσματα, ξηρούς καρπούς και ποτά όλων των ειδών. Όλοι έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι και περισσότερο απ’ όλους ο Σταμάτης με την γυναίκα του που για μία ακόμα φορά διοργάνωναν ένα τόσο εντυπωσιακό ρεβεγιόν.

Στα πηγαδάκια που είχαν δημιουργηθεί ο Θωμάς συμμετείχε στις συζητήσεις που είχε ο Τάκης, μόνο σε μία περίπτωση αποσπάστηκε, όταν τον βρήκε ο Σταμάτης και του έκανε νόημα να τον συστήσει σε έναν παλιό του συμμαθητή που είχαν χαθεί από χρόνια. Η κουβεντούλα που ακολούθησε ήταν εντελώς άνευ ουσίας και αφορούσε αναμνήσεις για τις οποίες ο συνομιλητής του ήταν ενθουσιασμένος, ο Θωμάς όμως είχε πεισθεί πως τις είχε διαγράψει!

Σε λίγο, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να μετρήσουν αντίστροφα για την αλλαγή του έτους. “Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα…” και δυνατά τραγούδια συνόδευαν τα χαμόγελα και τις ευχές που ακολούθησαν. Ο Σταμάτης άρχισε να ανοίγει σαμπάνιες και όταν όλοι σερβιρίστηκαν, έφερε μία μεγάλη ξύλινη κασετίνα από την οποία κέρασε τους άντρες της παρέας, μεγάλα πούρα. Δεν πήραν όλοι και σίγουρα όχι ο Θωμάς. Άλλωστε οι περισσότεροι περίμεναν τη στιγμή της κοπής της πίτας.

Πράγματι, η γυναίκα του Σταμάτη σε λίγη ώρα έφερε ένα τεράστιο ταψί που τοποθέτησε με τη βοήθεια των καλεσμένων στο κέντρο του μεγάλου τραπεζιού. Ύστερα έφερε στοιβαγμένα πιατάκια και μαχαιροπήρουνα κι έπειτα έδωσε ένα μεγάλο μαχαίρι στον Σταμάτη για να ξεκινήσει την διαδικασία. “Του Χριστού. Της Παναγίας” [] “ε… ελάτε εδώ να σας βλέπω. Α! Του Θωμά, της Εύης…” ο Θωμάς δεν πήρε πρώτος το κομμάτι του. Άφησε να πλησιάσει πρώτη η Εύη.

Ήταν μία αδύνατη κοπέλα με σχετικά κοντά μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα ασημί φόρεμα που έφτανε κάτω απ’ το γόνατο. Είχε όμως μια γλυκύτητα και ηρεμία στο πρόσωπο της. Όταν πήρε το κομμάτι της, περίμενε να πάρει και ο Θωμάς το δικό του για να ανταποδώσει την ευγενική πράξη.
- “Σίγουρα δεν πήρες το δικό μου”; τον πείραξε χαμογελαστή.
- “Ε… Νομίζω πως όχι. Αλλά αν θέλεις, μπορώ να το φάω μπροστά σου. Αν έχω το φλουρί θα είναι σίγουρα δικό σου. Αποκλείεται να πέσει σε μένα” απάντησε σοβαρά αλλά το ίδιο έξυπνα εκείνος.
- “Από το κόψιμο του κομματιού, άκουσα πως σε λένε Θωμά. Εγώ είμαι η Εύη” του είπε ήρεμα.
- “Ναι κι εγώ άκουσα πως σε λένε. Οπότε ίσως θες να μου πεις κάτι άλλο για σένα” συνέχισε το ρεσιτάλ έξυπνης ατάκας ο Θωμάς που είχε ήδη εντυπωσιάσει τον εαυτό του!
- “Έχω σπουδάσει ανθρωπολόγος, όμως εδώ και δεκαπέντε χρόνια εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός. Μ’ αρέσουν τα Χριστούγεννα γιατί αυτήν την περίοδο εξασκώ καλύτερα το επάγγελμα μου”.
- “Δηλαδή”;
- “Τα Χριστούγεννα Θωμά, όλοι παριστάνουν τους χαρούμενους. Ποιοι όμως πραγματικά είναι; Η πρόκληση είναι να βρίσκω τις σκέψεις και τα συναισθήματα του καθένα πίσω απ’ το ψεύτικο χαμόγελο”.
- “Και; Τα καταφέρνεις”;
- “Αμέ! Ένα από τα ‘θύματά’ μου είσαι κι εσύ. Σε έχω παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή. Είσαι μόνος, ανασφαλής, οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά συναισθηματικά, όχι. Πιθανότατα έχεις υποστεί κάποια δυσάρεστη ερωτική εμπειρία που σε σημάδεψε”.
- “Ω! Εντυπωσιακή, απλά θα σε διορθώσω. Δεν πιστεύω στον έρωτα Εύη. Μ’ αρέσει να βλέπω ευτυχισμένα ζευγάρια και εννοείται ότι ποτέ δεν ζηλεύω, όμως επειδή υπήρξα πάντοτε στην αντικειμενική θέση του παρατηρητή, έμαθα πως καμία τέτοιου είδους ευτυχία δεν κρατάει πολύ. Μάλιστα, καμία απολύτως ευτυχία δεν κρατάει πολύ”.
- “Είμαι κι εγώ ελεύθερη. Οπότε δεν μπορώ να σε διαψεύσω. Θα σου πω όμως ότι κάνεις μεγάλο λάθος. Ο έρωτας είναι εκπληκτικός. Στην δουλειά μου βοηθάω ανθρώπους να φτάνουν σε συναισθήματα που δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν” εξήγησε με ενθουσιασμό.
- “Και… χρεώνεις πολύ την ώρα”; ρώτησε αστειευόμενος ο Θωμάς.
- “Ναι, πολύ. Αλλά λόγω της ημέρας, θα κάνω μια εξαίρεση” του είπε και σηκώθηκε κάνοντάς του νόημα να τον ακολουθήσει.

Η Εύη ανέβηκε τις εσωτερικές σκάλες με τον Θωμά και μπήκε σε ένα δωμάτιο που άνοιξε χωρίς η ίδια να γνωρίζει τι ήταν μέσα. Ήταν ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι που μάλλον λειτουργούσε και σαν ξενώνας ή αποθηκάκι. Όταν μπήκαν μέσα, έκλεισαν την πόρτα και η Εύη άρχισε να τον φιλά παθιασμένα. Σήκωσε το φόρεμα της και άρχισε να του βγάζει τα ρούχα του. Ο Θωμάς όχι απλά αιφνιδιάστηκε. Δεν ήξερε καν πως να το διαχειριστεί. Δεν είχε ξαναζήσει την εμπειρία, όμως έκανε ότι μπορούσε για να μην φανεί. Οι δυο τους έκαναν για λίγη ώρα παθιασμένο έρωτα, με την Εύη να τον απολαμβάνει όχι τόσο σωματικά όσο συναισθηματικά και τον Θωμά να ζει μια πρωτόγνωρη εμπειρία που είχε διαγράψει από τις επιδιώξεις του.

Όταν οι δυο τους επέστρεψαν πίσω στους καλεσμένους, ο Θωμάς αναζήτησε στον κολλητό του. Έτρεξε να του συστήσει τη νέα του φίλη. Ο Τάκης έδειξε χαρούμενος από αυτό που αντιλαμβανόταν ότι συνέβαινε και άρχισε να συνομιλεί με την Εύη και την Βούλα. Ο Θωμάς έφυγε για να φέρει ποτά, όμως πρώτα στάθηκε λίγο έξω στην βεράντα. ‘Υπάρχει Άγιος Βασίλης τελικά’ σκέφτηκε και ένα δάκρυ πάγωσε λίγο πριν κυλήσει στο μάγουλό του.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

MYΘΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ~ δρομολόγιο του τρόμου

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό η Βούλα βρισκόταν στο υπεραστικό λεωφορείο κάνοντας την συνηθισμένη διαδρομή από την Ασπροβάλτα της Θεσσαλονίκης ως την Πέραμο, μια κωμόπολη πριν την Καβάλα. Κατάκοπη από την διπλοβράδια imageπου είχε προηγηθεί στο ξενοδοχείο που εργαζόταν εκμεταλλευόταν το σκοτάδι που επικρατούσε για να κλείσει λίγο τα μάτια της, παρά την φασαρία στα πίσω καθίσματα από μερικούς νεαρούς τουρίστες.
Στα απέναντι καθίσματα η Βούλα διέκρινε το επίμονο βλέμμα ενός άντρα που καθόταν μόνος. Φαινόταν ξένος και  η επίμονη σοβαρή ματιά του φόβιζε την Βούλα που γύρισε προς το τζάμι για να μην δώσει δικαίωμα. Άλλωστε δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι άκουσε στην δουλειά σήμερα, για κάποιον που σκότωσε ένα ζευγάρι τουριστών λίγο έξω από την Ασπροβάλτα σε έναν παράμερο δρόμο.  Ωστόσο η ίδια βρισκόταν περίπου ένα τέταρτο πριν τον προορισμό της κι έτσι ήξερε πως σύντομα θα βρισκόταν σπίτι της.

Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν τον εαυτό της να ξυπνάει σχεδόν μεσημέρι φορώντας ακόμα τα ρούχα της. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα, κοντά στην κεντρική πλατεία. Το σπίτι της ήταν αρκετά ακατάστατο για τα δεδομένα μιας γυναίκας, όμως ήταν φανερό πως ο ελεύθερος χρόνος της την τουριστική περίοδο ήταν απειροελάχιστος. Η Βούλα κοίταξε πριν απ’ όλα το ρολόι από το κινητό της και στο θέαμα της ώρας γούρλωσε τα μάτια και σηκώθηκε απότομα τρέχοντας προς το μπάνιο. Αφού πέταξε λίγο νερό στο πρόσωπό της έκανε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε, μύρισε τις μασχάλες της και αποφάσισε να αλλάξει την μπλούζα της αφού πρώτα φορέσει αποσμητικό. Έπειτα πήρε τα κλειδιά της και έφυγε γρήγορα για την στάση του λεωφορείου το οποίο τελικά πρόλαβε για λίγο.

Σε περίπου τρία τέταρτα βρισκόταν έξω από την ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία δούλευε σαν καμαριέρα. Φόρεσε γρήγορα τη στολή της στα αποδυτήρια όπου ήδη αποτελούσε θέμα συζήτησης το νέο κρούσμα δολοφονίας στην περιοχή.
- “Ήταν πιο μετά από το προηγούμενο. Ήταν πάλι δύο” έλεγε με ύφος κουτσομπολιού μία κοπέλα σε μια άλλη.
- “Τι λέτε κορίτσια; Έγινε πάλι κάτι” ρώτησε με περιέργεια η Βούλα.
- “Ναι, πάλι δολοφονήθηκαν δύο τουρίστες. Τον έναν τον μαχαίρωσαν πισώπλατα και στον άλλον έκοψαν τον λαιμό. Άσε”! Απάντησε πρόθυμα η κοπέλα.
- “Βούλα, εσύ δεν παίρνεις το λεωφορείο προς τα εκεί”; ρώτησε με πολύ σοβαρότητα η τρίτη της παρέας και συνέχισε: “Να προσέχεις κορίτσι μου”.
- “Ευτυχώς κυνηγάνε μόνο τους τουρίστες” συμπλήρωσε γελώντας η κοπέλα που είχε ξεκινήσει την κουβέντα.

Η Βούλα έδειξε φοβισμένη και έφυγε.
Στο τέλος της βάρδιας της –νύχτα και πάλι- η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και αναχώρησε. Αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να έχει τα μάτια της ανοιχτά και να προσέχει κάθε περίεργη ενέργεια επιβατών κατά την διαδρομή. Μετά από μερικά λεπτά το λεωφορείο σταμάτησε στην στάση της πρώτης δολοφονίας και αρκετοί ψίθυροι ξεκίνησαν από τα γύρω καθίσματα. Δύο στάσεις αργότερα ήταν το σημείο της δεύτερης δολοφονίας και παραπλήσια βρισκόταν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας με τους αστυνομικούς έξω από αυτό να ελέγχουν τους επιβάτες που κατέβαιναν. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα στάσεις για να φτάσει το λεωφορείο στην Πέραμο, όμως και αυτή η στιγμή έφτασε κάποια στιγμή.

Η Βούλα –όπως και την προηγούμενη ημέρα- ξύπνησε κατάκοπη φορώντας και πάλι τα ρούχα της. Αυτή τη φορά είχε λίγο χρόνο πριν πιάσει δουλειά κι έτσι άνοιξε την τηλεόραση, χαζεύοντας το δελτίο ειδήσεων του τοπικού καναλιού: ‘Σάλος επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Ασπροβάλτας, ανατολικά της Θεσσαλονίκης ύστερα από το χθεσινοβράδινο τρίτο κρούσμα κοντά στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας. Το θύμα, σαραντάχρονος αλλοδαπός τουρίστας, βρέθηκε μαχαιρωμένο στον λαιμό χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη για τα κίνητρα του δράστη που έως τώρα έχει επιτεθεί και σκοτώσει πέντε τουρίστες που σύμφωνα με πληροφορίες αποβιβάζονται από το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής’. Η Βούλα φοβήθηκε πάρα πολύ. Σκέφτηκε να μην πάει σήμερα στην δουλειά. Σκέφτηκε ακόμα και να πάει με ταξί, όμως ήξερε πως τα έξοδα θα ήταν πολλά κι έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει την καθιερωμένη της ρουτίνα, όπως συνήθως.

Το βράδυ η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο έχοντας στο μυαλό της την ασφάλειά της. Αυτό που γρήγορα άλλαξε την σκέψη της ήταν η εικόνα ενός εντελώς άδειου λεωφορείου. Η Βούλα έκατσε σε μία από τις μπροστινές θέσεις κοιτώντας το ρολόι της κι έπειτα μίλησε στον οδηγό:
- “Συγγνώμη. Αυτό δεν πάει Καβάλα”;
- “Ναι κοπελιά. Απλά έκατσα λίγα λεπτά, μήπως έρθει και κανένας άλλος” απάντησε φιλικά ο οδηγός.
Ήταν προφανές πως τα περιστατικά θορύβησαν πολλούς, διαδόθηκαν ανάμεσα στους τουρίστες με αποτέλεσμα τα λεωφορεία εκείνο το βράδυ να ταξιδεύουν άδεια ή με ελάχιστο κόσμο.
Η διαδρομή κύλησε λίγο πιο άνετα για την Βούλα αυτή τη φορά η οποία έγειρε στο παράθυρο και έκλεισε τα μάτια της…
…αυτό όμως που θυμάται αμέσως μετά, ήταν έναν χωρικό να την συναντάει στον δρόμο ενώ μόλις είχε ξημερώσει.
- “Ε, κοπελιά! Τι κάνεις εδώ μόνη; Η στάση για το λεωφορείο απέχει πολύ από δω”.
- “Ποια στάση; Είμαι τόσο μακριά από την Πέραμο”; ρώτησε εκείνη σαν υπνωτισμένη.
- “Όχι μακριά αλλά αν πας στην Πέραμο χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Είναι πάνω από ώρα δρόμος” απάντησε εκείνος.
Εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά, τον προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει. Περπάτησε για πολύ μέχρι να φτάσει στην Πέραμο, εκεί όπου την συνάντησε ένας γνωστός της.
- “Βούλα είσαι καλά”;
- “Ναι, γιατί τι έχω”;
- “Φαίνεσαι κατάκοπη και χθες το βράδυ είχαμε κι άλλη δολοφονία τουριστών στον δρόμο που περνάς εσύ”.
- “Ευτυχώς στο λεωφορείο που ταξίδευα εγώ, δεν υπήρχε κανένας. Ευτυχώς όλα καλά”! απάντησε με δυσκολία από την εμφανέστατη κόπωσή της.
Το απόγευμα η Βούλα είχε και πάλι βάρδια στο ξενοδοχείο, όμως αυτή τη φορά έξω από τα αποδυτήρια την περίμεναν δύο κύριοι με πολιτικά.
- “Η κυρία Ευτοπούλου”;
- ”Μάλιστα” απάντησε εκείνη φοβισμένα.
- “Είμαστε από την ασφάλεια. Γνωρίζουμε πως μένετε στην Πέραμο και πως κάθε βράδυ πηγαίνετε σπίτι σας με το λεωφορείο της γραμμής. Θα έχετε ακούσει για τα περιστατικά δολοφονιών φαντάζομαι και αναρωτιέμαι αν μπορείτε να δείτε μερικές φωτογραφίες των θυμάτων και των υπόπτων για να δούμε μήπως συνταξιδεύατε με κάποιον από αυτούς”.
- ¨Ξέρετε, πρέπει να πάει στην δουλειά μου γιατί λείπω απ’ το πόστο μου” απάντησε αυτή απότομα.
- “Μην ανησυχείτε. Έχουμε πάρει άδεια από τον επιστάτη σας. Είναι ζήτημα της αστυνομίας αυτό” της εξήγησε για να αντιληφθεί την σοβαρότητα της υπόθεσης.
Έπειτα η Βούλα είδε εναλλάξ μια σειρά από φωτογραφίες από τις οποίες όμως δεν αναγνώρισε κανέναν, οπότε οι αστυνομικοί την ευχαρίστησαν και αποχώρησαν.

Το ίδιο βράδυ, η Βούλα σχόλασε και αναχώρησε από το ξενοδοχείο με το λεωφορείο. Αυτή τη φορά υπήρχαν επιβάτες, ωστόσο ήταν όλοι φοβισμένοι. Μπορούσες να το δεις στα μάτια τους. Μετά από περίπου μισή ώρα διαδρομής, η Βούλα κατέβηκε από την στάση μαζί με τρεις ακόμα επιβάτες και άρχισε να περπατάει κατά μήκος της εθνικής οδού. Μετά από περίπου μιας ώρας περπάτημα βρισκόταν στην επόμενη στάση την οποία προσπέρασε μερικά μέτρα, σταματώντας για να ξαποστάσει. Λίγο αργότερα το επόμενο λεωφορείο της γραμμής στάθμευσε εκεί και περίπου τρία άτομα κατέβηκαν βιαστικά. Κρατούσαν όλοι από μία αποσκευή και άρχισαν να περπατούν προς το πλησιέστερο ξενοδοχείο που δεν απείχε πάνω από πενήντα μέτρα από το σημείο. Πίσω τους βρέθηκε ξαφνικά η Βούλα που φάνηκε να έχει τον ίδιο προορισμό. Καθώς πλησίαζε τους συνοδοιπόρους της έβγαλε από την τσάντα της ένα μαχαίρι το οποίο και αποπειράθηκε να καρφώσει στην πλάτη του ενός, όταν με μία απότομη κίνηση γύρισε ένας από αυτούς αποκρούοντας την επίθεση της με την τσάντα που κρατούσε. “Ακίνητη. Αστυνομία”! αναφώνησε ο δεύτερος από τους τρεις άντρες και ο τρίτος της πέρασε χωρίς δεύτερη σκέψη, χειροπέδες.

Αν οι τρεις αυτοί άντρες ήταν απλοί τουρίστες, θα βρισκόντουσαν το πρωί από κάποιον περαστικό, μαχαιρωμένοι και η Βούλα; Η Βούλα θα γυρνούσε με τα πόδια σπίτι της, κατάκοπη και χωρίς καμία ανάμνηση από το περιστατικό. Γιατί…

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »