Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

yannidakis - ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ: ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΜΥΘΟΣ yannidakis 
Μια φορά σε έναν καιρό έφτασε ο καιρός να πραγματοποιήσουμε τη συμφωνία μας. Θα πηγαίναμε για διακοπές στην Κρήτη, το νησί που όλα μπορούν να συμβούν. Ήταν το δώρο μας στους εαυτούς μας. Εγώ, ο Αλέξης και ο Τάσος φεύγαμε επιτέλους για διακοπές! Νέοι, ελεύθεροι και ανοιχτοί σε προκλήσεις. Η τέλεια συνταγή.

Φτάσαμε στο αεροδρόμιο βράδυ και το μόνο που μας έκανε εντύπωση ήταν η ζέστη και πως ο κόσμος μιλούσε δυνατά. Δεν είχαμε κουράγιο για τίποτα πέρα από το ξενοδοχείο. Μέναμε κάπου έξω από το Ηράκλειο, ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να θυμηθώ το όνομα της περιοχής. Την πρώτη μέρα ξυπνήσαμε και πήγαμε αμέσως στην παραλία. Δεν χάσαμε χρόνο φλερτάροντας τις ντόπιες και παίζοντας μαζί τους. Α! κι αυτό θυμάμαι, το πόσο ζόρικες γκόμενες ήταν. Νομίζω πως με τις ξένες θα είχαμε καλύτερα ποσοστά… Όλα ως το βράδυ.

image17 Εκεί μάθαμε τι σημαίνει διασκέδαση. Μετά τα μεσάνυχτα όπου όλα κανονικά θα έπρεπε να ηρεμούν εδώ όλα ζωντάνευαν. Οι γυναίκες κυκλοφορούσαν με λίγα ρούχα, καθόλου εσώρουχα και οι άντρες με μπουκάλια μπύρας που έρρεε ασταμάτητα από μαγαζί σε μαγαζί. Εκείνο το βράδυ τα βλέπαμε όλα διπλά, μα δεν ήμασταν οι μόνοι. Όταν για πλάκα αρχίσαμε να πιάνουμε τις γυναίκες σε όποιο μέρος του σώματος πετυχαίναμε κι εκείνες γελούσαν, καταλάβαμε πως βρισκόμαστε στον παράδεισο. Αυτά τα δύο-τρία βράδια κάναμε έρωτα συνέχεια. Όρθιοι, στις τουαλέτες, στα bars, στους δρόμους, τις πλατείες, ο ένας δίπλα στον άλλο κι άλλοι άγνωστοι δίπλα μας. Δεν υπήρχε όριο. Από τη μια γυναίκα στην άλλη χωρίς όρια, χωρίς περιορισμούς.

Σταματήσαμε μόνο όταν ο Αλέξης παρατήρησε μια διαφήμιση για μια εκδρομή του τρόμου στα Μάταλλα. Κάπου κοντά φανταστήκαμε και περιμέναμε ως το επόμενο μεσημέρι οπότε και το λεωφορείο αναχωρούσε. Δεν ξέρω αν στο μεταξύ πήγα με άλλη γυναίκα. Για να είμαι ειλικρινής ακόμα και με άντρα να είχα πάει δε θα είχα καταλάβει διαφορά. Το ξημέρωμα όμως είχε έρθει και η ‘εκδρομή του τρόμου’ ήταν έτοιμη να αρχίσει. Πόσο πιο τέλεια μπορεί να γίνει;
Την επόμενη μέρα το λεωφορείο δεν έφυγε πρωί. Οι περισσότεροι απ’ όσους θα ταξιδεύαμε κοιμόντουσαν ή ψάχνανε τα ρούχα τους σε κάποια γωνιά. Οπότε το δρομολόγιο καθυστέρησε ενώ σ’ όλη τη διαδρομή έκανε στάσεις για να πάρει άτομα από κοντινές παραλίες. Μας είπαν πως είμαστε νότια του image_thumb15 νησιού και πως η παραλία βρίσκεται στο Λιβυκό Πέλαγος. Απορώ πως θυμάμαι τέτοιες λεπτομέρειες. Ίσως επειδή φτάνοντας μας έδειξαν τις σπηλιές που υπήρχαν στο πλαϊνό βουνό, σκεπάζοντας την παραλία. Εκεί, μας είπαν πως κάποτε κατοικούσαν οι hippies και το τι γινόταν κάθε βράδυ δεν είχε προηγούμενο. Ήταν όμως ήδη αργά και μας οδήγησαν ακριβώς μπροστά στη θάλασσα. Στην παραλία είχαν στήσει μεγάλες σκηνές. Μας είπαν να ξεκουραστούμε γιατί το αύριο θα ήταν ατελείωτο. Οι τρεις μας ξαπλώσαμε. Ακούγαμε από τις διπλανές σκηνές να γελούν, να κάνουν έρωτα και να διασκεδάζουν, όμως εμείς δεν είχαμε κουράγιο.

Το άλλο πρωί κάναμε μπάνιο στην ονειρεμένη θάλασσα και ακολουθώντας τους υπόλοιπους φτάσαμε κολυμπώντας απέναντι στο βουνό. Από ένα βράχο σκαρφαλώσαμε και φτάσαμε σε έναν χώρο που ήταν πιο πλατύς πάνω στο βράχο απ’ όπου και βουτούσαμε στη θάλασσα. Ήταν γύρω στα πέντε μέτρα βουτιά. Αφού το έκαναν όλοι, μπορούσαμε κι εμείς. Με ένα διάλειμμα για φαγητό περάσαμε την ημέρα κάνοντας βουτιές από κει πάνω. Είχε πλέον πια νυχτώσει και οι βουτιές συνεχίζονταν. Τώρα ο κόσμος είχε ανάψει φωτιές σε κάθε σπηλιά κι όποιος κουραζόταν ξάπλωνε μέσα στη σπηλιά. Άλλοι κοιμόντουσαν κι άλλοι κάνανε έρωτα. Ένας τύπος μας είπε πως απόψε θα κοιμηθούμε όλοι σε αυτές τις σπηλιές. Δεν ακούστηκε άσχημο. Έτσι κι αλλιώς ήταν όλα τόσο διαφορετικά σ’ αυτό το ταξίδι.

Λίγο πριν αποφασίσουμε να βρούμε κι εμείς τη δική μας σπηλιά ή κάποια γυναίκα που θα παίρναμε μαζί μας στη σπηλιά σκεφτήκαμε να βουτήξουμε λίγες φορές ακόμα. Περιμέναμε να ανέβει ο Τάσος για να βουτήξει ο επόμενος. Εκείνος όμως αργούσε και έτσι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τον βράχο ανάποδα μήπως και κάπου γλίστρησε. Εγώ ήμουν σίγουρος πως είχε βρει κοπέλα και αποχώρησε διακριτικά, όμως ο Αλέξης επέμενε κι έτσι ψάχναμε ενώ φωνάζαμε στους γύρω οι οποίοι δεν μας έδιναν καμία σημασία.
Το βράδυ έμοιαζε ατελείωτο. Εγώ κι ο Αλέξης αποφασίσαμε να κατέβουμε ακόμα περισσότερο τα βράχια φτάνοντας στο επίπεδο της θάλασσας μα το μόνο που συναντούσαμε ήταν μεθυσμένους να ανεβαίνουν το βουνό απ’ το νερό. Σ’ εκείνο το σημείο είδαμε από την παραλία απέναντι μια φωτιά να κουνιέται. Να ήταν μήνυμα επιστροφής; Ότι κι αν ήταν δεν είχαμε τρόπο να το μάθουμε. Αφού σταματήσαμε για λίγο, φτιάξαμε με δύο ξύλα από δέντρο, κοντάρια στα οποία βάλαμε φωτιά για να βλέπουμε, άλλωστε δεν είχε νόημα να ζητήσουμε βοήθεια. Κανείς δεν μας άκουγε.

Ξαφνικά σταμάτησε να είναι αστείο και αφού έδωσε ο ένας κουράγιο στον άλλο ψάξαμε εκεί χαμηλά στον βράχο. Ξέραμε ότι είναι εκεί γιατί τον είδαμε να πέφτει βουτώντας. Το φως της φωτιάς μας έδειξε μια μικρή σπηλιά που έδειχνε να έχει βάθος. Πράγματι, ήταν ένα δρομάκι που το ακολουθήσαμε. Την ίδια περιέργεια θα είχε και ο Τάσος, σκεφτήκαμε. Καθώς περπατούσαμε ο Αλέξης είδε φως στο βάθος κι έτσι σκεφτήκαμε να σβήσουμε το δικό μας. Περπατούσαμε πλέον αργά κι αθόρυβα. Πλησιάζοντας ακούστηκαν θόρυβοι. Στο βάθος της σπηλιάς που ανακαλύψαμε αποκαλύφτηκε μια μεγάλη σπηλιά όπου πτώματα ανθρώπων καιγόντουσαν στη φωτιά, ενώ παράξενοι ψαλμοί ακούγονταν.

Είχαμε δει και οι δυο αρκετά όταν κάναμε νόημα να φύγουμε αμέσως. Στο γύρισμα του ποδιού ένα μικρό πετραδάκι κύλησε κι ο θόρυβος έγινε αντιληπτός απ’ το εκεί πλήθος. Πλέον… τρέχαμε. Ένα μαχαίρι που πετάχτηκε από μακριά βρήκε τον Αλέξη στον σβέρκο. Το είδα με την άκρη του ματιού μου. Δεν ήθελα να σταματήσω και συνέχισα το τρέξιμο ώσπου ένα δεύτερο μαχαίρι με βρήκε στη μέση. Έβγαλα μια κραυγή μα συνέχισα, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Φτάνοντας πάλι στους βράχους βούτηξα ελπίζοντας να μην έχει πέτρες εκεί και κατέληξα στο σκοτεινό νερό. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν είχα άλλες δυνάμεις μα ούτε κι επιλογή. Εν τέλει έφτασα στην παραλία όπου με υποδέχτηκε ένας νεαρός που φρόντιζε τις σκηνές. Του ζήτησα σε κατάσταση σοκ να με πάει στο σταθμό των λεωφορείων όπως κι έγινε.

Σε λίγες ώρες ξημέρωσε και το πρώτο λεωφορείο με προορισμό το Ηράκλειο, έφυγε. Από κει πήρα την πρώτη πτήση για το σπίτι μου. Δεν το είπα σε κανέναν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να το ξαναπώ. Τον Αλέξη και τον Τάσο δεν τους ξαναείδα ποτέ. Μα κι εγώ δεν ξαναπήγα ποτέ ξανά διακοπές. Δεν ήθελα να προκαλέσω την τύχη μου ξανά. Ξέφυγα μια φορά απ’ το νησί του τρόμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το