Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

MYΘΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ~ δρομολόγιο του τρόμου

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό η Βούλα βρισκόταν στο υπεραστικό λεωφορείο κάνοντας την συνηθισμένη διαδρομή από την Ασπροβάλτα της Θεσσαλονίκης ως την Πέραμο, μια κωμόπολη πριν την Καβάλα. Κατάκοπη από την διπλοβράδια imageπου είχε προηγηθεί στο ξενοδοχείο που εργαζόταν εκμεταλλευόταν το σκοτάδι που επικρατούσε για να κλείσει λίγο τα μάτια της, παρά την φασαρία στα πίσω καθίσματα από μερικούς νεαρούς τουρίστες.
Στα απέναντι καθίσματα η Βούλα διέκρινε το επίμονο βλέμμα ενός άντρα που καθόταν μόνος. Φαινόταν ξένος και  η επίμονη σοβαρή ματιά του φόβιζε την Βούλα που γύρισε προς το τζάμι για να μην δώσει δικαίωμα. Άλλωστε δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι άκουσε στην δουλειά σήμερα, για κάποιον που σκότωσε ένα ζευγάρι τουριστών λίγο έξω από την Ασπροβάλτα σε έναν παράμερο δρόμο.  Ωστόσο η ίδια βρισκόταν περίπου ένα τέταρτο πριν τον προορισμό της κι έτσι ήξερε πως σύντομα θα βρισκόταν σπίτι της.

Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν τον εαυτό της να ξυπνάει σχεδόν μεσημέρι φορώντας ακόμα τα ρούχα της. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα, κοντά στην κεντρική πλατεία. Το σπίτι της ήταν αρκετά ακατάστατο για τα δεδομένα μιας γυναίκας, όμως ήταν φανερό πως ο ελεύθερος χρόνος της την τουριστική περίοδο ήταν απειροελάχιστος. Η Βούλα κοίταξε πριν απ’ όλα το ρολόι από το κινητό της και στο θέαμα της ώρας γούρλωσε τα μάτια και σηκώθηκε απότομα τρέχοντας προς το μπάνιο. Αφού πέταξε λίγο νερό στο πρόσωπό της έκανε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε, μύρισε τις μασχάλες της και αποφάσισε να αλλάξει την μπλούζα της αφού πρώτα φορέσει αποσμητικό. Έπειτα πήρε τα κλειδιά της και έφυγε γρήγορα για την στάση του λεωφορείου το οποίο τελικά πρόλαβε για λίγο.

Σε περίπου τρία τέταρτα βρισκόταν έξω από την ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία δούλευε σαν καμαριέρα. Φόρεσε γρήγορα τη στολή της στα αποδυτήρια όπου ήδη αποτελούσε θέμα συζήτησης το νέο κρούσμα δολοφονίας στην περιοχή.
- “Ήταν πιο μετά από το προηγούμενο. Ήταν πάλι δύο” έλεγε με ύφος κουτσομπολιού μία κοπέλα σε μια άλλη.
- “Τι λέτε κορίτσια; Έγινε πάλι κάτι” ρώτησε με περιέργεια η Βούλα.
- “Ναι, πάλι δολοφονήθηκαν δύο τουρίστες. Τον έναν τον μαχαίρωσαν πισώπλατα και στον άλλον έκοψαν τον λαιμό. Άσε”! Απάντησε πρόθυμα η κοπέλα.
- “Βούλα, εσύ δεν παίρνεις το λεωφορείο προς τα εκεί”; ρώτησε με πολύ σοβαρότητα η τρίτη της παρέας και συνέχισε: “Να προσέχεις κορίτσι μου”.
- “Ευτυχώς κυνηγάνε μόνο τους τουρίστες” συμπλήρωσε γελώντας η κοπέλα που είχε ξεκινήσει την κουβέντα.

Η Βούλα έδειξε φοβισμένη και έφυγε.
Στο τέλος της βάρδιας της –νύχτα και πάλι- η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και αναχώρησε. Αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να έχει τα μάτια της ανοιχτά και να προσέχει κάθε περίεργη ενέργεια επιβατών κατά την διαδρομή. Μετά από μερικά λεπτά το λεωφορείο σταμάτησε στην στάση της πρώτης δολοφονίας και αρκετοί ψίθυροι ξεκίνησαν από τα γύρω καθίσματα. Δύο στάσεις αργότερα ήταν το σημείο της δεύτερης δολοφονίας και παραπλήσια βρισκόταν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας με τους αστυνομικούς έξω από αυτό να ελέγχουν τους επιβάτες που κατέβαιναν. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα στάσεις για να φτάσει το λεωφορείο στην Πέραμο, όμως και αυτή η στιγμή έφτασε κάποια στιγμή.

Η Βούλα –όπως και την προηγούμενη ημέρα- ξύπνησε κατάκοπη φορώντας και πάλι τα ρούχα της. Αυτή τη φορά είχε λίγο χρόνο πριν πιάσει δουλειά κι έτσι άνοιξε την τηλεόραση, χαζεύοντας το δελτίο ειδήσεων του τοπικού καναλιού: ‘Σάλος επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Ασπροβάλτας, ανατολικά της Θεσσαλονίκης ύστερα από το χθεσινοβράδινο τρίτο κρούσμα κοντά στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας. Το θύμα, σαραντάχρονος αλλοδαπός τουρίστας, βρέθηκε μαχαιρωμένο στον λαιμό χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη για τα κίνητρα του δράστη που έως τώρα έχει επιτεθεί και σκοτώσει πέντε τουρίστες που σύμφωνα με πληροφορίες αποβιβάζονται από το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής’. Η Βούλα φοβήθηκε πάρα πολύ. Σκέφτηκε να μην πάει σήμερα στην δουλειά. Σκέφτηκε ακόμα και να πάει με ταξί, όμως ήξερε πως τα έξοδα θα ήταν πολλά κι έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει την καθιερωμένη της ρουτίνα, όπως συνήθως.

Το βράδυ η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο έχοντας στο μυαλό της την ασφάλειά της. Αυτό που γρήγορα άλλαξε την σκέψη της ήταν η εικόνα ενός εντελώς άδειου λεωφορείου. Η Βούλα έκατσε σε μία από τις μπροστινές θέσεις κοιτώντας το ρολόι της κι έπειτα μίλησε στον οδηγό:
- “Συγγνώμη. Αυτό δεν πάει Καβάλα”;
- “Ναι κοπελιά. Απλά έκατσα λίγα λεπτά, μήπως έρθει και κανένας άλλος” απάντησε φιλικά ο οδηγός.
Ήταν προφανές πως τα περιστατικά θορύβησαν πολλούς, διαδόθηκαν ανάμεσα στους τουρίστες με αποτέλεσμα τα λεωφορεία εκείνο το βράδυ να ταξιδεύουν άδεια ή με ελάχιστο κόσμο.
Η διαδρομή κύλησε λίγο πιο άνετα για την Βούλα αυτή τη φορά η οποία έγειρε στο παράθυρο και έκλεισε τα μάτια της…
…αυτό όμως που θυμάται αμέσως μετά, ήταν έναν χωρικό να την συναντάει στον δρόμο ενώ μόλις είχε ξημερώσει.
- “Ε, κοπελιά! Τι κάνεις εδώ μόνη; Η στάση για το λεωφορείο απέχει πολύ από δω”.
- “Ποια στάση; Είμαι τόσο μακριά από την Πέραμο”; ρώτησε εκείνη σαν υπνωτισμένη.
- “Όχι μακριά αλλά αν πας στην Πέραμο χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Είναι πάνω από ώρα δρόμος” απάντησε εκείνος.
Εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά, τον προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει. Περπάτησε για πολύ μέχρι να φτάσει στην Πέραμο, εκεί όπου την συνάντησε ένας γνωστός της.
- “Βούλα είσαι καλά”;
- “Ναι, γιατί τι έχω”;
- “Φαίνεσαι κατάκοπη και χθες το βράδυ είχαμε κι άλλη δολοφονία τουριστών στον δρόμο που περνάς εσύ”.
- “Ευτυχώς στο λεωφορείο που ταξίδευα εγώ, δεν υπήρχε κανένας. Ευτυχώς όλα καλά”! απάντησε με δυσκολία από την εμφανέστατη κόπωσή της.
Το απόγευμα η Βούλα είχε και πάλι βάρδια στο ξενοδοχείο, όμως αυτή τη φορά έξω από τα αποδυτήρια την περίμεναν δύο κύριοι με πολιτικά.
- “Η κυρία Ευτοπούλου”;
- ”Μάλιστα” απάντησε εκείνη φοβισμένα.
- “Είμαστε από την ασφάλεια. Γνωρίζουμε πως μένετε στην Πέραμο και πως κάθε βράδυ πηγαίνετε σπίτι σας με το λεωφορείο της γραμμής. Θα έχετε ακούσει για τα περιστατικά δολοφονιών φαντάζομαι και αναρωτιέμαι αν μπορείτε να δείτε μερικές φωτογραφίες των θυμάτων και των υπόπτων για να δούμε μήπως συνταξιδεύατε με κάποιον από αυτούς”.
- ¨Ξέρετε, πρέπει να πάει στην δουλειά μου γιατί λείπω απ’ το πόστο μου” απάντησε αυτή απότομα.
- “Μην ανησυχείτε. Έχουμε πάρει άδεια από τον επιστάτη σας. Είναι ζήτημα της αστυνομίας αυτό” της εξήγησε για να αντιληφθεί την σοβαρότητα της υπόθεσης.
Έπειτα η Βούλα είδε εναλλάξ μια σειρά από φωτογραφίες από τις οποίες όμως δεν αναγνώρισε κανέναν, οπότε οι αστυνομικοί την ευχαρίστησαν και αποχώρησαν.

Το ίδιο βράδυ, η Βούλα σχόλασε και αναχώρησε από το ξενοδοχείο με το λεωφορείο. Αυτή τη φορά υπήρχαν επιβάτες, ωστόσο ήταν όλοι φοβισμένοι. Μπορούσες να το δεις στα μάτια τους. Μετά από περίπου μισή ώρα διαδρομής, η Βούλα κατέβηκε από την στάση μαζί με τρεις ακόμα επιβάτες και άρχισε να περπατάει κατά μήκος της εθνικής οδού. Μετά από περίπου μιας ώρας περπάτημα βρισκόταν στην επόμενη στάση την οποία προσπέρασε μερικά μέτρα, σταματώντας για να ξαποστάσει. Λίγο αργότερα το επόμενο λεωφορείο της γραμμής στάθμευσε εκεί και περίπου τρία άτομα κατέβηκαν βιαστικά. Κρατούσαν όλοι από μία αποσκευή και άρχισαν να περπατούν προς το πλησιέστερο ξενοδοχείο που δεν απείχε πάνω από πενήντα μέτρα από το σημείο. Πίσω τους βρέθηκε ξαφνικά η Βούλα που φάνηκε να έχει τον ίδιο προορισμό. Καθώς πλησίαζε τους συνοδοιπόρους της έβγαλε από την τσάντα της ένα μαχαίρι το οποίο και αποπειράθηκε να καρφώσει στην πλάτη του ενός, όταν με μία απότομη κίνηση γύρισε ένας από αυτούς αποκρούοντας την επίθεση της με την τσάντα που κρατούσε. “Ακίνητη. Αστυνομία”! αναφώνησε ο δεύτερος από τους τρεις άντρες και ο τρίτος της πέρασε χωρίς δεύτερη σκέψη, χειροπέδες.

Αν οι τρεις αυτοί άντρες ήταν απλοί τουρίστες, θα βρισκόντουσαν το πρωί από κάποιον περαστικό, μαχαιρωμένοι και η Βούλα; Η Βούλα θα γυρνούσε με τα πόδια σπίτι της, κατάκοπη και χωρίς καμία ανάμνηση από το περιστατικό. Γιατί…

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

MYΘΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ~ αντίστροφη μέτρηση μιας ζωής

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό  ένας άντρας πλησίασε σε μία παλιά και βρώμικη πολυκατοικία. Έξω από την κεντρική της είσοδο υπήρχε μία ακόμα πόρτα που οδηγούσε στο ισόγειο διαμέρισμα της. Η πόρτα ήταν από τζάμι που δεν φαινόταν πάντως το εσωτερικό. Ο άντρας χτύπησε με ορμή την πόρτα για πολλές φορές. “Κάλλια! Είμαι ο Βασίλης. Άνοιξε μου σε παρακαλώ” φώναζε πολύ δυνατά.

Αμέσως η πόρτα άνοιξε από μια σχετικά νεαρή γυναίκα με ξανθά ξεβαμμένα μαλλιά. Μόλις η γυναίκα είδε τον imageΒασίλη, έκανε να κλείσει αμέσως ξανά την πόρτα όμως εκείνος έβαλε αρχικά το πόδι του ενδιάμεσα και ύστερα την νίκησε σπρώχνοντας πιο δυνατά και βρίσκοντας ευκαιρία να εισέλθει με το ζόρι μέσα.

Ήταν ένα κακοδιατηρημένο διαμέρισμα ιδιαίτερα ακατάστατο. Τα πιάτα ήταν άπλυτα και η τηλεόραση ήταν σαν να ήταν ανοιχτή εδώ και ώρες, ξεχασμένη. Στο πάτωμα υπήρχαν παιδικά παιχνίδια παρατημένα και στους τοίχους η υγρασία είχε καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος τους. Ο Βασίλης μπήκε λαχανιασμένος και τα νερά που έτρεχαν από πάνω του έκαναν λάσπη το βρώμικο και φτηνό πάτωμα.
- “Άκουσε με! Δε θέλω τίποτα από εσένα. Πες ότι δεν είμαι εδώ. Ήρθα να πάρω κάτι που πριν πολλά χρόνια είχα κρύψει εδώ. Το παίρνω και φεύγω” είπε εκείνος καθησυχαστικά.
- “Μη φωνάζεις ρε αλήτη! Το παιδί κοιμάται μέσα και αν ξυπνήσει σου υπόσχομαι πως θα σε σκοτώσω. Τι θες από το σπίτι μου. Τι είναι αυτό που ψάχνεις ρε"; ρώτησε γεμάτη μίσος εκείνη.

Ο Βασίλης μπήκε στο υπνοδωμάτιο που κάποτε κοιμόταν με την Κάλλια και άρχισε να πατά δυνατά τις άκρες μίας-μίας από τις τάβλες του πατώματος, χωρίς ωστόσο να δίνει σημασία στο τι του έλεγε η Κάλλια που τον είχε ακολουθήσει συνεχίζοντας να βγάζει μένος εναντίον του. Αυτό γινόταν για τα επόμενα πέντε λεπτά ώσπου η Κάλλια που δεν είχε ικανοποιήσει καμία ερώτηση της, άρχισε να τον σπρώχνει και να τον κλωτσάει εμποδίζοντας τον να ψάξει περισσότερο. “Παράτα με μωρή” της είπε ψιθυριστά ενώ την έσπρωξε μακριά του με αποτέλεσμα εκείνη να πέσει απότομα στο πάτωμα και να χτυπήσει απαλά στο κεφάλι.

Λίγα δευτερόλεπτα αφότου συνήλθε έφυγε από το σωμάτιο αφήνοντας τον Βασίλη να ψάχνει διεξοδικά τις τάβλες. Σε κάποια στιγμή, έχοντας μετακινήσει το κρεβάτι, διαπίστωσε πως μία από τις τάβλες ανταποκρίθηκε στην πίεση που άσκησε το πόδι του. Τότε έσκυψε και με τα νύχια του προσπαθούσε να την αφαιρέσει. Δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα η προσπάθεια του όποτε κατευθύνθηκε προς την κουζίνα με σκοπό να πάρει ένα μαχαίρι που θα τον βοηθούσε, όμως αυτό που αντίκρισε ήταν η Κάλλια να βγαίνει από την κουζίνα με ένα μεγάλο μαχαίρι που έφερνε από την κουζίνα έχοντας το στραμμένο προς εκείνον και έχοντας πάρει φόρα κατά πάνω του. Εκείνος προσπάθησε να προφυλαχτεί κι έτσι η επίθεση της Κάλλιας είχε σαν αποτέλεσμα να δεχτεί το μαχαίρι στο μπράτσο αποτέλεσμα της προσπάθειας του να το αποφύγει. Η Κάλλια που είχε πάρει φόρα έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω σε έναν καναπέ ενώ το μαχαίρι έπεσε ανάμεσα τους.

Ο Βασίλης έσκυψε και το σήκωσε παίρνοντας το μέσα στο δωμάτιο. Πλέον αιμορραγούσε από δύο σημεία και το πάτωμα ήταν γεμάτο από λάσπες, νερά και αίμα, όμως ο σκοπός έδειχνε να είναι πιο εφικτός από ποτέ. Το μαχαίρι βοήθησε τον Βασίλη να αφαιρέσει την τάβλα και στα κλεφτά σήκωσε από κάτω της ένα USB. Ο Βασίλης το έβαλε στην τσέπη του και έβαλε την τάβλα πίσω στη θέση της.

Αμέσως έκανε να τρέξει για να φύγει, όταν η Κάλλια τον εμπόδισε και πάλι λέγοντάς του:
- “Δεν είναι αυτό που ψάχνεις. Δώσε μου το εμένα”.
- “Τι είναι αυτά που λες; Δεν ξέρεις καν τι είναι αυτό” απάντησε υποτιμητικά.
- “Αυτό είναι κενό. Το έχω εγώ το κανονικό” επέμεινε.
- “Φύγε σκρόφα! Δεν σε αφήνω να με καταστρέψεις και πάλι. Τρεις φορές σε μία νύχτα κόντεψα να χάσω τη ζωή μου” είπε σπρώχνοντας την πάνω στον καναπέ από τον οποίο είχε νωρίτερα σηκωθεί και έφυγε και πάλι μέσα στη βροχή.

Λίγο νωρίτερα

Ο άντρας περπατούσε μέσα στη βροχή με βήμα που θύμιζε βάδην στον στίβο. Έχοντας το κεφάλι σκυμμένο imageπερπατούσε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με μοναδικό φως κάτι φανάρια που πέρασε πριν λίγο. Ύστερα από μερικά τετράγωνα διαπίστωσε πως δεν υπήρχε πια φως πουθενά. Ούτε φανάρια, ούτε δημόσιος φωτισμός, ούτε καν φώτα από τα γύρω μπαλκόνια. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Έπρεπε να βιαστεί γιατί ο χρόνος κυλούσε εναντίον του.

Εκείνη την ώρα δεν περίμενε κανείς κίνηση στους δρόμους, όμως ποτέ δεν παρατήρησε πως τόση ώρα δεν είχε περάσει ούτε ένα αυτοκίνητο! Πέρασε από το μυαλό του, όταν είδε έναν τύπο να κάθεται οκλαδόν στην άκρη του πεζοδρομίου. Ήταν σκυφτός με βρώμικα ρούχα και η μόνη του προφύλαξη από την βροχή ήταν ένας χοντρός μάλλινος σκούφος:
Σε παρακαλώ. Δώσε μου μερικά ψιλά. Δεν έχει περάσει κανείς για ώρες και…”.
Ο ήρωας της ιστορίας φρόντισε να προσπεράσει τον ζητιάνο χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, πριν όμως απομακρυνθεί ένοιωσε την σκιά του πίσω του και γύρισε στιγμιαία. Ο τύπος ερχόταν πίσω του φωνάζοντας: “στο είπα και ευγενικά” και αμέσως έβγαλε ένα μαχαίρι κινούμενος προς το μέρος του. Εκείνος άρχισε να επιταχύνει ώσπου το γοργό βήμα έγινε τρέξιμο, όμως ο ζητιάνος τον ακολουθούσε συνεχώς. ‘Ίσως δεν θα ήταν κακή ιδέα να πεθάνω εδώ’ σκέφτηκε έχοντας ήδη χάσει τα λογικά του και γύρισε στον διώκτη του. Εκείνος προέταξε το μαχαίρι πάνω στο μάγουλο του, όμως στην προσπάθεια του άντρα να αμυνθεί είχε σηκώσει το πόδι του με τόση δύναμη που βρήκε τον αντίπαλο του στο σαγόνι με τέτοια ορμή που τον άφησε αναίσθητο να κείτεται. Δεν ήταν ώρα για χάσιμο. Συνέχισε να τρέχει.

Λίγο νωρίτερα

Ο άντρας με δερμάτινο μπουφάν κρεμόταν κυριολεκτικά από την ταράτσα της οροφής. Σφιχτά από τα μανίκια, τον κρατούσαν δύο άντρες με κοντομάνικες στενές μπλούζες που διέγραφαν τα τεράστια μπράτσα τους. Ήταν και οι δύο με ξυρισμένο κεφάλι και ο ένας είχε ένα έντονο σχέδιο τατουάζ στο μπράτσο. Τα άγρια πρόσωπα τους είχαν βραχεί από την ασταμάτητη βροχή που έλουζε κάθε γωνιά του μυώδες κορμιού τους. Και στα χέρια τους ένας άντρας, γύρω στα σαράντα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και πολλά ατημέλητα μαλλιά που πλέον είχαν κολλήσει στο κεφάλι από τη βροχή.
- “Χωρίς αυτό, του είσαι άχρηστος. Αν δεν το έχεις, μας είπε να σε αφήσουμε να πέσεις” ακούστηκε ο ένας από αυτούς με αγριεμένη φωνή.
- “Σου είπα ότι το έχω! Άσε με να στο φέρω. Αλλά πρέπει να πάω μόνος μου. Αν δεν είμαι εδώ ως την αυγή, σκότωσε με” απάντησε με τρεμάμενη φωνή ο αιωρούμενος άντρας.
Η παράκληση του είχε αποτέλεσμα. Οι δύο άντρες τον σήκωσαν και αφού τον επανέφεραν στο επίπεδο της ταράτσας, τον έσπρωξαν σωριάζοντάς τον δυο-τρία μέτρα μακριά. Αυτός σηκώθηκε με λυγισμένα γόνατα και έφυγε κοιτώντας τους τρομαγμένος.

Και τελικά

Ο Βασίλης άρχισε να τρέχει με μανία πίσω στο μέρος που είχε δώσει το ραντεβού. Μετά από αρκετή ώρα έφτασε κατάκοπος και έχοντας χάσει αρκετό αίμα. Ανέβηκε στην ταράτσα όπου τον περίμεναν τρεις άντρες. Ήταν οι δύο τιμωροί που τον είχαν αφήσει ελεύθερο νωρίτερα και ένας καλοντυμένος τύπος που πάντως δεν νοιαζόταν αν η βροχή έλουζε το ακριβό του κουστούμι. Ο τύπος έβγαλε μια μικρή φορητή συσκευή και μόνο τότε έμεινε κάτω από το στέγαστρο.

Ο Βασίλης τον πλησίασε με τη συνοδεία των άλλων αντρών και του παρέδωσε το USB. Εκείνος το έβαλε μέσα γουρλώνοντας σε δευτερόλεπτα τα μάτια του. Χωρίς να πει τίποτα, το αφαίρεσε και το σύνδεσε ξανά. Η απογοήτευση του ήταν προφανής στα μάτια του και σύντομα μετατράπηκε σε οργή που έκανε τα μάτια του έτοιμα να εκραγούν. Αμέσως σήκωσε τα μάτια, κάνοντας νόημα στους μπράβους του να τον κρεμάσουν και πάλι από την οροφή όπως και έκαναν.

Την ίδια στιγμή, ένας άντρας εισήλθε στην ταράτσα. Ήταν σκυφτός με ατημέλητος με βρώμικα μαλλιά. Μισό λεπτό… Ήταν ο ζητιάνος που κυνηγούσε τον Βασίλη! “Έχω αυτό που ψάχνετε” είπε με νόημα στους παρευρισκόμενους. Οι μπράβοι επανέφεραν τον Βασίλη στο δάπεδο και ο ένας από αυτούς πλησίασε τον ζητιάνο για να πάρει ότι είχε να του δώσει. Ο ζητιάνος όμως σήκωσε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην καρδιά του μπράβου που λύγισε, γονάτισε και σωριάστηκε αιμόφυρτος χάμω. Την ίδια στιγμή ο άλλος μπράβος επιτέθηκε στον ζητιάνο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Βασίλη και αφού τον αφόπλισε πολύ εύκολα, τον πέταξε με δύναμη κάτω από την οροφή.

Λίγο πριν το ενδιαφέρον επιστρέψει στον Βασίλη, η Κάλλια έκανε την εμφάνιση της στην ταράτσα. Ο Βασίλης δεν πίστευε στα μάτια του! Η Κάλλια έβγαλε από την τσέπη της ένα USB και είπε: “Άφησε τον και θα στο δώσω”. Ο τύπος με την φορητή συσκευή σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε: “Φέρε το και αν είναι ότι ψάχνω, θα φύγετε και οι δύο”. Ύστερα έκανε νόημα στον άλλο μπράβο του για να παραλάβει το USB. Ο Βασίλης πλησίασε τον τύπο με το φορητό έχοντας μεγάλη περιέργεια να δει αν ήταν όντως ότι εξ αρχής έψαχνε. Η προσοχή και των δύο αποσπάστηκε όταν η Κάλλια έβγαλε το μαχαίρι που είχε στην κουζίνα και το κάρφωσε στην πλάτη του μπράβου. Εκείνος χωρίς να προλάβει να αντιδράσει έπεσε κάτω σε μια λίμνη αίματος.

Ο άντρας με τη φορητή συσκευή που ένοιωθε πλέον την απειλή, έβγαλε από την τσέπη του ένα όπλο και αιφνιδιάζοντας το ζευγάρι, πυροβόλησε πολλές φορές εναντίον της Κάλλιας που έπεσε ακαριαία νεκρή από τα πυρά. Ο Βασίλης όμως, που είχε πάρει θέση σχεδόν δίπλα στον άγνωστο τύπο, τον έσπρωξε με δύναμη ρίχνοντας κάτω και το όπλο και την φορητή συσκευή. Ύστερα έσκυψε από πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο πρόσωπο μέχρι που δεν αντιδρούσε καθόλου στα χτυπήματα και που το πρόσωπο του είχε καλυφτεί με αίματα.

Ο Βασίλης πήρε το USB από κάτω, το ήλεγξε στην φορητή συσκευή και αφού επιβεβαίωσε πως ήταν αυτό που έψαχνε εξ αρχής, κατέβηκε κάτω. Στον δρόμο επισκέφτηκε ένα περίπτερο και παρέδωσε το εξάρτημα στον περιπτερά. Εκείνος το ήλεγξε γρήγορα και παρέδωσε στον Βασίλη μια μεγάλη τσάντα γεμάτη με λεφτά. Ο Βασίλης την πήρε και επέστρεψε σε αυτό που κάποτε ήταν το σπίτι του.

Μπήκε μέσα και πλησίασε το υπνοδωμάτιο που κοιμόταν ένα παιδάκι περίπου τεσσάρων χρονών. Έμοιαζε σαν άγγελος! Ο Βασίλης υποσχέθηκε να κερδίζει πίσω τον χρόνο που είχε χάσει με τον γιο του. Αρχίζοντας από την ημέρα που σε λίγα λεπτά θα έλουζε με τις ακτίνες της την πόλη.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

MYΘΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ~ μία νύχτα σε αυτοκινητόδρομους


Μια φορά σε έναν καιρό ο Θέμης ήταν οδηγός ενός ταξί στην πόλη. Διατηρεί την άδεια εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, όταν μάλιστα την απέκτησε δεν πρέπει να ήταν πάνω από εικοσιπέντε. Αυτό τον κάνει έναν τύπο γύρω στα πενήντα με μεγάλο στομαχάκι προϊόν της καθιστικής ζωής, αραιά μαύρα μαλλιά και ένα πυκνό μουστάκι. Ο Θέμης φοράει κοντομάνικο καρό πουκάμισο με ανοιχτά τα πρώτα δυο-τρία κουμπιά. Έχει πάντα ένα πολύ χαλαρό ύφος με τους πελάτες του και εδώ και μερικά χρόνια έχει αντικαταστήσει το τσιγάρο με μία οδοντογλυφίδα. Έτσι, αισθάνεται και πιο καθαρός ο ίδιος αλλά και το αυτοκίνητο του μυρίζει πάντα ευχάριστα ακόμα και με τα τζάμια κλειστά. Ο Θέμης εργαζόταν πάντα από το πρωί ως νωρίς το βράδυ οπότε και παρέδιδε την σκυτάλη στον υπάλληλο του, όμως η αυξημένη φορολογία και η πρόσφατη απόλυση της γυναίκας του από την δική της εργασία, τον ανάγκασε να διώξει τον οδηγό του και να εργάζεται και εκείνος μέσα στη νύχτα ακόμα και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

Σε αυτά τα χρόνια πίσω απ’ το τιμόνι έχει δει πολλά, όμως το αποψινό…

Όλα ξεκίνησαν αφού είχε πρωτοβραδιάσει. Είναι Σάββατο και τα Σάββατα έχει πάντα κόσμο και μάλιστα πολύ ιδιαίτερο και διαφορετικό κόσμο. Στην αρχή ήταν μία παρέα νεαρών που μπήκαν μέσα γελώντας και φωνάζοντας δυνατά. Εύκολα καταλάβαινε κανείς πως ήταν ανήλικοι και συνηθισμένοι πελάτες ταξί, αφού αφού διέκοψαν για δευτερόλεπτα τα γέλια τους, παρήγγειλαν τον προορισμό κι αμέσως συνέχισαν.

Λίγο πριν φτάσουν, ο Θέμης σταμάτησε στο νόημα μιας κοπέλας με μία μεγάλη και παράξενη βαλίτσα. Βρισκόταν έξω από το ωδείο της περιοχής οπότε η βαλίτσα θα ήταν σίγουρα κάποιο μεγάλο μουσικό όργανο. Η κοπέλα αναγκάστηκε να κάτσει στην θέση του συνοδηγού αν και ήταν φανερό πως έκατσε εκεί επειδή δεν είχε άλλη επιλογή και αφού νωρίτερα είχε βάλει την βαλίτσα της στο πορτ-μπαγκάζ. Οι νεαροί έφυγαν και η κοπέλα έμεινε μόνη και αρκετά ντροπαλή να περιμένει αμίλητη τον προορισμό της που ήταν προφανώς το σπίτι της.

Αφού ο Θέμης την άφησε, συνέχισε για την κοντινότερη πιάτσα, όμως ένας οδηγός ταξί δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις ιδιοτροπίες των πελατών του αλλά και τις ανοησίες των υπολοίπων οδηγών. Έτσι, λίγα τετράγωνα πιο κάτω είδε ένα αυτοκίνητο διερχόμενο κάθετα σε αυτόν, να παραβιάζει τη σήμανση του stop και να κατευθύνεται ακριβώς στο πλάι του αυτοκινήτου του Θέμη. Εκείνος με έναν κοφτό ελιγμό κατάφερε να αποφύγει το αυτοκίνητο, χάνοντας μάλλον μερικά χρόνια απ’ τη ζωή του! Ο παραβάτης κατέβασε το τζάμι του και άρχισε να βρίζει τον Θέμη με διάφορους χαρακτηρισμούς. Εκείνος δεν αντέδρασε, όμως όταν ηρέμησε, στάθμευσε το όχημα του και κατευθύνθηκε σε μία παραπλήσια τοπική καφετέρια που ήξερε πως ετοιμάζει καφέδες για τον δρόμο. Και πως χρειαζόταν έναν τώρα!

Φεύγοντας τον ακολούθησαν δύο κοπέλες. Δεν ήταν πάνω από είκοσι, όμως εύκολα θα μπορούσες να τις περάσεις για μεγαλύτερες αφού ήταν πολύ βαμμένες και ντυμένες έντονα και προκλητικά φορώντας γόβες με ψηλά τακούνια.
- “Ε! Κύριε! Πάτε στο ταξί”; ρώτησε η μία τον Θέμη.
- “Μάλιστα” απάντησε αυτός κοφτά κρατώντας το πλαστικό ποτήρι του φραπέ στο χέρι.
Εκείνες τον ακολούθησαν ως το αυτοκίνητο και του εξήγησαν ότι ήθελαν να τις πάει προς το κέντρο. Ήταν άλλωστε φανερό πως τα κορίτσια έβγαιναν για την σαββατιάτικη διασκέδασή τους. Σύντομα επιβιβάστηκαν όλοι και ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Τα κορίτσια είχαν κάτσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κολλητά η μία με την άλλη και στο μέσο κάθισμα και μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους καθώς κουνιόντουσαν συνεχώς όσο η μία έσκυβε στο πρόσωπο της άλλης. Σε λίγο τα φορέματά τους είχαν σηκωθεί αρκετά ώστε να μην καλύπτουν τίποτα πια και η θέση που είχαν πάρει στο κάθισμα, δεν εμπόδιζε τίποτα πια. Ο Θέμης έριξε μια κλεφτή ματιά από τον καθρέφτη του, χωρίς καμία διάθεση πάντως να πονηρευτεί παρά μάλλον να σχολιάσει την κατάντια της σημερινής νεολαίας. Οι κοπέλες όμως είχαν διαφορετική αντίδραση όταν αντιλήφθηκαν την κλεφτή ματιά του Θέμη. Σήκωσαν επίτηδες ακόμα περισσότερο το φόρεμα τους μέχρι πια να είναι στο ύψος της μέσης και μία από αυτές είπε με πολύ νάζι είπε: “αχ, σας είδα πριν που παραλίγο να σας τρακάρει αυτός ο άσχετός! Πρέπει να είστε πάρα πολύ καλός οδηγός. Πρέπει να είστε πάρα πολύ καλός σε πολλά πράγματα…”. Η πρόκληση ήταν φανερή και ο Θέμης δεν είχε όρεξη να αντιδράσει. Δεν απάντησε τίποτα και τα κορίτσια άρχισαν να χαζογελούν γνωρίζοντας ασφαλώς την πρόκληση τους. Μάλιστα μία από αυτές άρχισε να πειράζει την φίλη της, χαϊδεύοντας την σε διάφορα σημεία του σώματος της. Η παράσταση ολοκληρώθηκε όταν τελικά έφτασαν στον προορισμό τους. Οι κοπέλες έφυγαν συνεχίζοντας να γελούν πονηρά, όμως η νύχτα δεν είχε τελειώσει.

Ο Θέμης έμεινε στην πιάτσα που βρίσκεται κοντά στο κέντρο και έπειτα από λίγο μία κοπέλα μπήκε στο αυτοκίνητο. Το δρομολόγιο που ζήτησε ήταν περίπου είκοσι λεπτά από το κέντρο, προς μία από τις ακριβότερες περιοχές της πόλης. Η κοπέλα μετά την πρώτη διασταύρωση, έβγαλε μία μικρή κασετίνα που ήταν εμφανές –όσο κι αν προσπαθούσε με την παλάμη της να το κρύψει- πως είχε ναρκωτικά σε σκόνη. Σαν σε πανικό, σνίφαρε με μανία την σκόνη της και έπειτα ρίχτηκε πίσω στο κάθισμα εμφανώς χαλαρή. Ήταν τόσο χαλαρή που τελικά ο Θέμης χρειάστηκε να την ξυπνήσει όταν έφτασαν έξω από ένα πανάκριβο σπίτι από το οποίο τελικά αποβιβάστηκε. Ο Θέμης σκέφτηκε να ειδοποιήσει κάποιον, όμως δεν ήθελε να το παίξει ήρωας και να μπλέξει χωρίς να θέλει. Όχι απόψε. Όχι τώρα τουλάχιστον.

Ήταν όμως τυχερός(;) αφού λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα ζευγάρι μπήκε μέσα στο ταξί. Ήταν και οι δύο περίπου στα σαράντα ή λιγότερο. Ο άντρας καλοντυμένος με ακριβό πουκάμισο και γυαλιστερά παπούτσια. Η γυναίκα με ένα εντυπωσιακό φόρεμα και πολύ προσεγμένο χτένισμα. Και οι δύο κάθισαν πίσω χωρίς να μιλούν στην αρχή. Μετά από πολύ ώρα και έχοντας να διανύσουν ακόμα μεγάλη απόσταση από τον προορισμό που είχαν ενημερώσει τον Θέμη, η γυναίκα φάνηκε να πληκτρολογεί κάτι στο κινητό της και κατόπιν να το δείχνει στον φίλο της. Εκείνος το διάβασε ανέκφραστος και για λίγο έμεινε αμίλητος και χωρίς αντίδραση. Μετά από λίγο έσκυψε προς το μέρος της κοπέλας. Δεν φάνηκε αν κάτι της ψιθύρισε ή την φίλησε αφού το αυτοκίνητο πλέον είχε περάσει εκτός πόλης, σε απομονωμένους δρόμους των προαστίων. Η κοπέλα γύρισε εκ νέου προς το μέρος του και κάτι του απάντησε. Τότε, δίχως να χάσει χρόνο, ο άντρας τράβηξε με το ένα του χέρι τα μαλλιά της κοπέλας και με το άλλο την χαστούκισε δυνατά. Εκείνη δεν φώναξε, ούτε καν αντέδρασε αν και ήταν φανερό πως πόνεσε από τον ήχο του χαστουκιού. Σήκωσε το κεφάλι της για να δει με ντροπή αν ο Θέμης κοιτούσε από τον καθρέφτη προς το μέρος τους, όμως ο συνοδός της αντιλήφθηκε διαφορετικά, κάτι που τον εξόργισε. Σήκωσε ξανά το χέρι του και αυτή τη φορά την χτύπησε πολλές συνεχόμενες φορές αναγκάζοντάς την να σηκώσει τα χέρια της για να αμυνθεί. Η κοπέλα έκλαιγε φανερά πια, όμως ότι κι αν έκανε εξόργισε όλο και περισσότερο τον άντρα της που αυτή τη φορά είχε σχεδόν σηκώσει το σώμα του για να μπορεί να την χτυπάει με άνεση. Ήταν το σημείο μηδέν για τον Θέμη που φώναξε πυροσβεστικά:
- “Ε, φίλε! Σταμάτα. Σταμάτα γιατί θα παρκάρω και θα πάρω την αστυνομία”.
- “Σκάσε ρε και κάνε τη δουλειά σου” απάντησε αναιδέστατα ο άντρας κάτι που αυτή τη φορά εξόργισε τον Θέμη.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο και άρχισε να φωνάζει στον άντρα να αφήσει την γυναίκα και μάλιστα κάνοντας ο ίδιος κίνηση να τους χωρίσει. Ωστόσο η γυναίκα είχε ήδη ματώσει στα χείλη με το εντυπωσιακό της φόρεμα να έχει σκιστεί στην πάνω μεριά και υποχωρήσει αποκαλύπτοντας το στήθος της που κι αυτό είχε κακοποιηθεί από το μένος του άντρα, ο οποίος νοιώθοντας την αντίσταση από πίσω του, γύρισε και επιτέθηκε εναντίον του Θέμη, ο οποίος βγήκε έξω για να πάρει αποστάσεις.

Αμέσως βγήκε και ο άγνωστος άντρας.
- “Τι πρόβλημα έχεις ρε, τι κάνω με τη γυναίκα μου”; φώναξε λαχανιασμένος.
- “Ρε φίλε. Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά μη γίνει κανένα ατύχημα. Χαλάρωσε κι εσύ λίγο” απάντησε λίγο φοβισμένος.
- “Τι σε ενδιαφέρει ρε φίλε τι κάνω εγώ. Εσύ πρέπει απλά να οδηγήσεις” είπε εκνευρισμένος και βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο από την τσέπη του και το έστρεψε προς τον Θέμη.
- “Φίλε όλα καλά. Ας μπούμε στο αυτοκίνητο, να πάμε όπου θέλεις και ας το ξεχάσουμε όλο αυτό. Έχω παιδιά. Σε παρακαλώ” του απάντησε σε κατάσταση σοκ.
Ο άγνωστος πλησίασε το αυτοκίνητο τραβώντας την γυναίκα από ότι είχε μείνει απ’ το σκισμένο φόρεμα. Και άρχισε να την σημαδεύει, ενώ αφού την έπιασε δυνατά, έκανε νόημα με το πιστόλι του να μπει ο Θέμης στο αμάξι. Εκείνος υπάκουσε όμως πριν μπει άκουσε το περίστροφο να οπλίζει και με μία κίνηση γύρισε πάλι πίσω σκεφτόμενος πως ίσως ήθελε να πυροβολήσει την κοπέλα πριν μπει στο ταξί. Πράγματι, ο άγνωστος άντρας σημάδευε την κοπέλα όταν για μία ακόμα φορά επέμβει ο Θέμης που συγκράτησε πρόχειρα τα χέρια του αντιπάλου του και δίνοντας χρόνο στην κοπέλα να φύγει από το πεδίο βολής του διώχτη της. Ο Θέμης μάλιστα της φώναξε: “Φύγε. Πάρε το αμάξι και φύγε”. Η κοπέλα έτρεξε στην θέση του οδηγού, όσο ο Θέμης πάλευε με τον νεότερό του άντρα. Η μάχη ήταν άνιση αφού ο Θέμης δεν είχε την ικανότητα ή την αντοχή να τα βάλει με έναν καλοφτιαγμένο και μάλλον καλογυμνασμένο νεότερό του. Πράγματι, ο άγνωστος τον χτύπησε δυνατά ακινητοποιώντας τον αρχικά και κερδίζοντας τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να ανακτήσει το όπλο που είχε μόλις απολέσει μετά τον αιφνιδιασμό του από την επίθεση του Θέμη. Όταν ο Θέμης ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του, βρέθηκε να κοιτά ένα όπλο που τον σημάδευε. Ο άγνωστος που έβλεπε το ταξί να απομακρύνεται με οδηγό τη γυναίκα, εκνευρίστηκε τόσο ώστε χωρίς να το πολυσκεφτεί πάτησε την σκανδάλη σχεδόν εξ επαφής στο κεφάλι του Θέμη.

Έτσι, ο συμπαθής και τίμιος οδηγός ταξί, ο σύζυγος, ο πατέρας, ο φίλος, ο ενορίτης, ο θείος, ο ξάδερφος, ο Θέμης… έπεσε σε μια μάχη που δεν ήταν δική του, θύμα μιας κακοποίησης που ηρωικά εμπόδισε. Ο δολοφόνος ποτέ δεν βρέθηκε και η τύχη της κοπέλας… ποτέ δεν μαθεύτηκε.

…σε αυτά τα χρόνια πίσω απ’ το τιμόνι είχε δει πολλά, όμως το αποψινό θα ήταν και το τελευταίο.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

MYΘΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ~ παράνομος έρωτας με χρονοκαθυστέρηση


Μια φορά σε έναν καιρό ο Μάκης ήταν ένας νέος της εποχής μας. Έπαιζε ποδόσφαιρο, έκανε κοπάνα τις πρώτες ώρες από το σχολείο για να βολτάρει με φίλους, βοηθούσε τα σαββατοκύριακα στην δουλειά του πατέρα του και έκανε όνειρα στην παραλία μαζί με τους φίλους του. Ήταν ένας ψηλόλιγνος νεαρός με προσεγμένα μαλλιά και γκρίζα μάτια.

Εκείνο το καλοκαίρι οι οικονομίες του και το δώρο του πατέρα του για τα γενέθλια του, του απέφεραν την πρώτη του ταμπλέτα. Ως τότε δεν είχε κάτι παρόμοιο και η επαφή του με το διαδίκτυο, γινόταν συνήθως για λίγο μέσω των συσκευών των φίλων του. Ο Μάκης ενθουσιασμένος δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι εκείνο το σαββατοκύριακο. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε στο νέο του παιχνίδι, ήταν να φτιάξει ένα λογαριασμό στο facebook. Μάλιστα επέλεξε ένα πολύ έξυπνο παρατσούκλι το οποίο χρησιμοποιούσε στο μέσο δικτύωσης. ‘Maki-dos’ ήταν το διαδικτυακό του όνομα με το οποίο άρχισε να προσκαλεί φίλους και να δέχεται αιτήματα φιλίας αδιακρίτως.

Την Δευτέρα πολλοί από τους φίλους του τον πείραζαν για την μανιώδη ενασχόληση εκείνου του σαββατοκύριακου, ενώ ο Νίκος, ένα από τα πιο σοβαρά άτομα στην παρέα τον ρώτησε προβληματισμένος:
- “Γιατί Maki-dos”:
- “Είναι το Μάκης. Είναι το do που θα δείχνει ότι είμαι μέσα σ’ όλα, αλλά ακούγεται και dos που είναι το πιο παλιό λειτουργικό σύστημα και μετά όλο μαζί ακούγεται σαν Macintosh που σημαίνει πως είμαι ανοιχτός και σε εναλλακτικές προτάσεις. Ε; Τι λέτε”; εξήγησε ενθουσιασμένος.

Μπορεί ο χρόνος με τους φίλους του να περνούσε καλά, όμως πλέον δεν έβλεπε την ώρα να γυρνάει στο σπίτι για να ασχολείται με την ταμπλέτα του. Ειδικά εκείνο το βράδυ imageάρχισε να συνομιλεί με μία από τις επαφές που τυχαία είχε προσθέσει στους φίλους του. Ήταν η Maria, που από τα στοιχεία της διέκρινε κανείς πως ήταν στην ηλικία του, από την Ορεστιάδα και σύμφωνα με τις φωτογραφίες της έδειχνε μία χαριτωμένη φυσιολογική κοπέλα. Και ήταν. Οι δύο νέοι άρχισαν να συνομιλούν και να γνωρίζονται μεταξύ τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ έμειναν μπροστά από τις οθόνες τους μέχρι το ξημέρωμα. Η Μαρία είχε εξηγήσει από νωρίς στον Μάκη πως ήταν σε σχέση με έναν συμμαθητή της, οπότε η κουβέντα αποφορτίστηκε από νωρίς, αφού ο Μάκης που ήταν ελεύθερος εκείνη την περίοδο δεν θα προσπαθούσε να επιδιώξει κάτι περισσότερο από την φιλία της. Κάτι το οποίο έδειχνε να του αρέσει, αφού οι δύο νέοι εντυπωσιάστηκαν από το πόσα κοινά ενδιαφέροντα είχαν.
- ‘Πρέπει να κλείσω. Κλείνουν τα μάτια μου και με παίρνει τηλέφωνο το αγόρι μου’ έγραψε.
- Έχεις δίκιο. Και μένα σε λίγες ώρες θα με κυνηγούν οι φίλοι μου’.

Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες κύλησαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ο Μάκης και η Μαρία μίλησαν για τα πάντα και πίσω από την ασφάλεια της απόστασης και του διαδικτύου δεν δίστασαν να αποκαλύψει ο ένας στον άλλο τα πιο απόκρυφα μυστικά του. Πράγματα που δεν ήξεραν οι γονείς τους ή οι κατά καιρούς σύντροφοι τους.

Οι δύο νέοι ολοκλήρωσαν το σχολείο και βρέθηκαν φοιτητές σε άλλες πόλεις. Η Μαρία χώρισε από το αγόρι της. Και εκείνη την περίοδο οι δύο νέοι σκέφτηκαν όσο ποτέ μία πιθανή τους συνάντηση από κοντά.
- ‘Νομίζω πως αν βρεθούμε, κάτι θα χαλάσει ανάμεσα μας. Και φοβάμαι’ του έγραψε μία μέρα ενώ συζητούσαν το ενδεχόμενο συνάντησής τους.
- ‘Εσείς οι γυναίκες πάντα φοβάστε να ρισκάρετε, όμως θα σεβαστώ την επιθυμία σου’ της απάντησε ο Μάκης.
Πράγματι μετά από λίγο καιρό ο Μάκης είχε βρει τον έρωτα στο πρόσωπο μίας κοπέλας. Και για ένα διάστημα, οι συνομιλίες τους διακόπηκαν ή στην καλύτερη περίπτωση ελαχιστοποιήθηκαν. Η Μαρία ένοιωσε άσχημα για αυτό. Αισθάνθηκε κάπως προδομένη, είχε όμως την ωριμότητα να αντιληφθεί πως τίποτα εικονικό δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα.

Οι συνομιλίες εξακολούθησαν να είναι αραιές και σπάνιες, ώσπου μια μέρα, μετά από λίγα χρόνια και ενώ και οι δύο είχαν αποφοιτήσει και γυρίσει πίσω στις πόλεις τους, ο Μάκης αναζήτησε την Μαρία γράφοντάς της:
- ‘Δεν θα το πιστέψεις. Η Ναυσικά κι εγώ παντρευόμαστε! Ήμαστε αρκετό καιρό για να είμαστε σίγουροι για την επιλογή μας’!
- ‘Συγχαρητήρια! Πρέπει να είστε πολύ ευτυχισμένοι’ απάντησε τυπικά η Μαρία.
- ‘Ευχαριστώ. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σου ζητήσω να έρθεις. Εγώ το θέλω δηλαδή, αλλά δεν ξέρω αν αυτό παραβαίνει τους κανονισμούς μας’ εξήγησε.
- ‘Ναι. Νομίζω πως τους παραβαίνει. Θα σας συγχαρώ από εδώ’ κατέληξε.

Ο γάμος έγινε. Ο Μάκης ήταν ευτυχισμένος και όταν ένα παιδί ήρθε στην νέα του οικογένεια η ευτυχία του συμπληρώθηκε. Ζούσε πλέον μία υπέροχη ζωή που συμπληρώθηκε ξανά και ξανά με την γέννηση του δεύτερου και τρίτου του παιδιού και συνομιλώντας πλέον σπάνια με την Μαρία που δεν ήταν παρά ένας ηλεκτρονικός κομπάρσος στην ζωή του.

Χρόνια αργότερα πάντως η ζωή του Μάκη δεν αποτέλεσε εξαίρεση από των περισσότερων παντρεμένων. Τα παιδιά έφεραν ευθύνες και η οικονομική κρίση, γκρίνιες χωρίς τέλος. Ο Μάκης και η Ναυσικά ήταν σαν δύο συνεργάτες μίας επιχείρησης που δεν είχε ωράριο λειτουργίας και ήταν το νοικοκυριό τους. Ο έρωτας και η ευτυχία έγιναν γκρίνια και μιζέρια, ώσπου μία μέρα ο Μάκης γύρισε νωρίτερα στο σπίτι ενθουσιασμένος θέλοντας να ανακοινώσει στη Ναυσικά μία προαγωγή στην δουλειά που θα σήμαινε και μία μικρή αύξηση. Ο Μάκης μπήκε στο σπίτι όμως πριν προλάβει να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό του, άκουσε αναστεναγμούς που προερχόντουσαν από την κρεβατοκάμαρα. Βρισκόταν λίγα βήματα μακριά από ένα σοκαριστικό θέαμα όπως αυτό της γυναίκας κάποιου με έναν ξένο στο κρεβάτι. Τα βήματα του Μάκη έγιναν βαριά, αρκετά ώστε να ακουστούν, όμως η φωνή του σταμάτησε μη μπορώντας να αντιδράσει. Η γυναίκα του τον κοίταξε βαθιά στα μάτια κατακλυσμένη από τύψεις και με γρήγορα νοήματα έδιωξε τον εραστή της από το σπίτι.
Ότι κι αν πεις, ότι κι αν κάνεις, έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν άντεχα αυτή τη ζωή και την σχέση μας όπως είχε προκύψει και ξέσπασα με λάθος τρόπο. Μπορείς να μου κάνεις ότι θέλεις, όμως να ξέρεις δεν θα επαναληφθεί αυτό” του εξήγησε ξεσπώντας σε λυγμούς.

Ο Μάκης δεν αντέδρασε. Ούτε εκείνη τη στιγμή, ούτε αργότερα. Το μόνο που αισθάνθηκε ξαφνικά ήταν μοναξιά. Και τότε αναζήτησε και πάλι την Μαρία στην οποία εξήγησε κάθε εξέλιξη της ζωής του. Οι συνομιλίες τους άρχισαν και πάλι να γίνονται εντατικές, με την Μαρία να έχει την ικανότητα να του απαλύνει την διάθεση σε κάθε ευκαιρία. Σε ένα από αυτά τα βράδια όπου συνομιλούσαν, ο Μάκης ξέσπασε εκφράζοντας τον θυμό και την αγανάκτηση του για την γυναίκα του. Τελικά η συζήτηση έληξε κάπως έτσι:
- ‘Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά τα χρόνια, θυσιάστηκα για την δουλειά και την οικογένεια μου και πλέον δεν έχω κανέναν φίλο για να με στηρίξει’.
- ‘Έχεις εμένα’ του απάντησε εκείνη.
- ‘Ναι, αλλά εσύ είσαι χιλιόμετρα μακριά και δεν μπορείς παρά να μου γράφεις μέσα από ένα πληκτρολόγιο’.
- ‘Ξέρεις νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε τους κανονισμούς. Ήρθε η ώρα να συναντηθούμε. Τώρα που έχεις ανάγκη κάποιον κοντά σου’ του έγραψε αιφνιδιάζοντάς τον.

Ο Μάκης αναπτέρωσε το ηθικό του. Ήταν ενθουσιασμένος που θα γνώριζε τη Μαρία από κοντά! Και πράγματι, σε λίγες μέρες ταξίδεψε ως την Ορεστιάδα έχοντας πάρει τριήμερη άδεια από την εργασία του και εξηγώντας στην γυναίκα του πως έφευγε σε επαγγελματικό ταξίδι. Ο Μάκης έτυχε θερμής υποδοχής από την Μαρία που τον περίμενε στο σταθμό του τρένου και μετά από μία λίγο αμήχανη στιγμή της πρώτης τους φυσικής συνάντησης ακολούθησε μία βόλτα που κατέληξε στο διαμέρισμα της Μαρίας η οποία είχε προσφερθεί να τον φιλοξενήσει.

Στο σπίτι της έκατσαν για ώρες μιλώντας ατέλειωτα για πράγματα που ίσως είχαν ξαναπεί και ήξεραν μεταξύ τους, όμως στον κατά πρόσωπο διάλογο έβρισκαν μία διαφορετική οπτική για να παρουσιάσουν στην συζήτηση τους. Λίγο πριν το ξημέρωμα, η Μαρία οδήγησε τον Μάκη στον καναπέ που μόλις είχε στρώσει για εκείνον και αφού αντάλλαξαν μία κάπως αμήχανη αγκαλιά, εκείνη αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιο της φορώντας μία ανάλαφρη ρόμπα.

Την επόμενη ημέρα, η εμπειρία ήταν διαφορετική. Οι δύο φίλοι είχαν εξαντλήσει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσαν να πουν μεταξύ τους κι έτσι από το πρωί η μέρα ξεκίνησε πολύ φορτισμένη για τους δύο. Ο Μάκης κοιτούσε την Μαρία παράξενα και η Μαρία έδειχνε να ανταποκρίνεται σε αυτό το μυστηριώδες εκρηκτικό κοίταγμα. Ήταν μήπως όλα στο μυαλό του; Η απάντηση ήρθε αργά το απόγευμα αφού γύρισαν από την βόλτα που έκαναν στην πόλη. Ο Μάκης συνομιλούσε με την Μαρία για κάτι τόσο ασήμαντο, που κανείς τους δεν θα θυμόταν μετά από λίγο. Σε μια στιγμή ησυχίας, ο Μάκης πλησίασε το πρόσωπο του σε αυτό της Μαρίας και την φίλησε διστακτικά. Εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του και σε μια στιγμή απόλυτης ησυχίας, υπό το ελάχιστο φως μιας λάμπας από το μέσα δωμάτιο, ο ένας έβγαζε τα ρούχα του άλλου χωρίς να μιλούν, σχεδόν χωρίς να ανασαίνουν. Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα ξανά και ξανά σα να το χρωστούσε ο ένας στον άλλο για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Όσο η ερωτική τους πράξη διαρκούσε ένοιωθαν το λάθος τους που έκαναν όλα αυτά τα χρόνια που κρατούσε ο ένας τον άλλο μακριά, παραμερίζοντας την τέλεια εφαρμογή που ο ένας είχε στον άλλο.

Η επόμενη, τρίτη και τελευταία ημέρα κύλησε όπως ολοκληρώθηκε το βράδυ. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ζούσε έναν παράνομο αλλά βαθύ έρωτα με χρονοκαθυστέρηση. Και όπως όλα τα καλά, το ταξίδι του Μάκη έφτανε στο τέλος του, αφού έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά και το σπίτι του. Η Μαρία οδήγησε τον Μάκη στον σταθμό του τρένου και αφού αντάλλαξαν ένα βαθύ φιλί ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη διαδικτυακή συνομιλία τους ως την στιγμή που θα αντάμωναν ξανά. Ο Μάκης μπήκε στο τρένο χαιρετώντας την Μαρία από το τζάμι μέχρι που ο συρμός ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του την Μαρία που έμενε εκεί μέχρι να χαθεί το πρόσωπο του αγαπημένου της.

Η επιστροφή του Μάκη ήταν μαρτυρική. Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις οικογενειακές και επαγγελματικές του υποχρεώσεις έδινε μάχη με τα συναισθήματα του για την Μαρία, την μία και μοναδική του αγάπη.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ιδανικά γι’ αυτόν. Η Μαρία άρχισε να αραιώνει την παρουσία της στο διαδίκτυο. Ήταν συχνά εκτός σύνδεσης και μετά από ένα διάστημα πλήρους απουσίας από το διαδίκτυο, συνδέθηκε γράφοντας στον Μάκη.
- ‘Ξέρω πως θα σου φανεί παράξενο και ίσως απότομο, όμως το τελευταίο διάστημα βγαίνω με κάποιο άτομο. Είναι γλυκός, μου φέρεται καλά, με κάνει και γελάω… Δεν είσαι εσύ, όμως εκείνος είναι… εδώ’ του εξήγησε.
Ο Μάκης της απάντησε με μερικές τυπικές προτάσεις που ούτε ο ίδιος θυμόταν και έφυγε για να πάρει λίγο αέρα.

Όταν γύρισε ήταν ένας αλλαγμένος Μάκης. Ένας άνθρωπος που δεν θα χαμογελούσε ποτέ ξανά. Κάποιος που δεν θα ήλπιζε ποτέ πια. Ένας δυσάρεστος άνθρωπος για την οικογένεια του και σιχαμένος για τον ίδιο του τον εαυτό.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

MYΘΟΣ ΙΟΥΛΙΟΥ ~ το κορίτσι που βιάστηκε σαν γυναίκα

Μια φορά σε έναν καιρό το καλοκαίρι γέμιζε με δυσφορία την Ουρανία. Καθόταν στο στενό μπαλκόνι του σπιτιού της και ίδρωνε χωρίς λόγο, χωρίς να κινείται, χωρίς να κουράζεται. Δεν ήταν η ζέστη. Δεν ήταν ο νοτιάς που σήμερα φυσάει μεταφέροντας ένα πέπλο καύσωνα στην πόλη. Είναι το τίποτα. Αυτό το βασανιστικό τίποτα από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.

Η Ουρανία εδώ και δύο χρόνια έχει τελειώσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της πόλης της, όμως έκτοτε κάθεται στο σπίτι χωρίς φίλους, χωρίς δουλειά, χωρίς ενδιαφέροντα. Οι πρώην συμφοιτητές της έφυγαν για τον τόπο τους και η ανεργία δεν έκανε καμία εξαίρεση για εκείνη. Και η Ουρανία βέβαια δεν είναι ο πιο ανοιχτός άνθρωπος. Οι αιτήσεις για δουλειά είναι λίγες γιατί ντρέπεται να στέλνει οπουδήποτε βιογραφικά ή να περνά από συνεντεύξεις. Φίλους στο σχολείο δεν έκανε ποτέ ενώ ακόμα και στο Πανεπιστήμιο οι εμπειρίες της περιοριζόντουσαν εκεί αφού όταν οι συμφοιτητές της έβγαιναν, εκείνη γυρνούσε σπίτι της.

Εδώ και πολύ περισσότερο από έναν χρόνο η καθημερινότητά της ήταν ακριβώς όπως σήμερα. Καθόταν στο μπαλκόνι και την τηλεόραση εναλλάξ χωρίς να κάνει οτιδήποτε. Καμιά φορά στο μπαλκόνι σκεφτόταν διάφορα, αλλά οι σκέψεις της κατέληγαν κάπως έτσι:
- “Ουρανία έρχεται ο πατέρας σου. Έλα να τον υποδεχτείς όσο ετοιμάζω το τραπέζι” ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από μέσα.
- “Ναι μαμά” απάντησε εκείνη και σηκώθηκε πηγαίνοντας στην πόρτα. Σε λίγα δευτερόλεπτα έφτανε ένας κύριος λίγο μετά τα πενήντα με μεγάλη φαλάκρα και εξίσου μεγάλο στομάχι. Κρατούσε μία τσάντα με ζαρζαβατικά και μονολογούσε: “Όλη μέρα σπίτι, δεν μπορεί να πάει μέχρι το μανάβη. Πρέπει να πάω εγώ που γυρνάω από την δουλειά”. Η Ουρανία φίλησε τον πατέρα της και εκείνος κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα.

Στο μεταξύ εκείνη είχε λάβει θέση στο τραπέζι που η μητέρα της είχε ετοιμάσει λίγο νωρίτερα. Όταν ο πατέρας της επέστρεψε, έκατσαν όλοι μαζί και αφού είπαν μία προσευχή άρχισαν να τρώνε. Ο πατέρας της Ουρανίας έτρωγε με πολύ όρεξη ενώ η μητέρα της κοιτούσε κλεφτά τον άντρα της, έτοιμη να δεχτεί κάποιο σχόλιο για το φαγητό ή το νοικοκυριό. Η ίδια πάντως είχε μία πολύ πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη να προσθέσει στο σκηνικό:
- “Ε… μπαμπά; Βασικά… Δηλαδή, θυμάσαι την Μαρία που σπουδάζαμε μαζί; Τα καλοκαίρια μένουνε στην Σίφνο γιατί οι γονείς της έχουν μία τουριστική επιχείρηση εκεί. Ε, να μου είπε αν θέλω να πάω λίγο να της κάνω παρέα. Είναι όλη μέρα στο σπίτι τους εκεί και δεν έχει τίποτα να κάνει. Οπότε να… σκεφτόμουν να πήγαινα για λίγο”. Ολοκληρώνοντας η Ουρανία την ιδέα της το δέρμα της ήταν κόκκινο σαν το αίμα και από το πρόσωπο και τα χέρια της κυλούσε κρύος ιδρώτας.
Η μητέρα της είχε σταματήσει να τρώει και είχε γουρλώσει τα μάτια δείχνοντας φανερά φοβισμένη.
Ο δε πατέρας της έτρωγε ατάραχος χωρίς να σταματήσει καθόλου. Μόνο όταν σήκωσε το κεφάλι για να ζητήσει περισσότερο ψωμί από την γυναίκα του, είπε πριν καν καταπιεί την μπουκιά του:
- “Ε, γιατί δεν της λες να έρθει εκείνη εδώ”;
Η Ουρανία πάγωσε. Ήταν έτοιμη για ένα απόλυτο όχι ή ένα απίθανο ναι, αλλά όχι για μία ερώτηση στην ερώτηση.
- “Ε, να… Έλεγα, μήπως να έκανα μια βόλτα κι εγώ…” ήταν έτοιμη να συνεχίσει την επιχειρηματολογία της, όμως δείλιασε και το άφησε εκεί.
- “Να πεις στην φίλη σου να έρθει και θα σας πάω βόλτα εγώ” φώναξε αυστηρά και σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι πετώντας την χαρτοπετσέτα του και έφυγε για να ξαπλώσει.
Η Ουρανία βούρκωσε όμως κοίταξε τη μάνα της που έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στο στόμα κάνοντας της νόημα να ησυχάσει. Η Ουρανία δεν είπε τίποτα. Απλά πήγε στο δωμάτιο της και έκατσε εκεί για το υπόλοιπο της ημέρας κλαίγοντας.

Το βράδυ που οι γονείς της ξάπλωσαν στην κρεβατοκάμαρα, ο πατέρας της είχε όρεξη για… συζυγικές υποχρεώσεις. Κάπως έτσι ήταν η συνουσία για την γυναίκα του, αφού όποτε εκείνος είχε όρεξη την άρπαζε, της έβγαζε το εσώρουχο και έμπαινε μέσα της για όσο εκείνος ήθελε και μέχρι αυτός να θέλει. Εκείνη συνήθως ήταν εντελώς ανέκφραστη μέχρι που ολοκληρωνόταν η πράξη οπότε και έκλειναν το φως, γύριζαν πλευρό και κοιμόντουσαν. Αυτή τη φορά όμως η μητέρα της Ουρανίας ήξερε καλύτερα. Ενώ ο σύζυγος της έπραττε την ερωτική πράξη, εκείνη δίπλωσε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της και είπε σαν τίποτα να μην συνέβαινε εκεί κάτω:
- “Αντώνη. Να αφήσεις την Ουρανία να πάει. Την ξέρω τη φίλη της και είναι απόλυτα καλό κορίτσι και από άριστη οικογένεια. Τι διαφορά έχει να κάθεται όλη μέρα εδώ, τι εκεί. Ε; Τι λες”;
- “Μμμμ…” ακούστηκε από τον αναστεναγμό της πράξης. Και όσο ο ρυθμός επιτάχυνε εκείνη ήξερε ότι πλησιάζει το τέλος, όπου κάθε άντρας είναι πιο ευάλωτος από ποτέ κι έτσι συνέχισε:
- “Ε, πες μου, ντε”.
- “Ε, καλά. Θα το σκεφτώ” απάντησε εκείνος λαχανιασμένος.
- “Τώρα. Τώρα πες μου. Να τη στείλουμε”; επέμεινε ακριβώς την στιγμή που ήξερε ότι δεν υπάρχει πιο αδύναμη στιγμή για τον άντρα.
- “Ναι. Εντάξει μωρέ…” είπε και μούγγρισε καθώς γευόταν την απόλυτη στιγμή της ολοκλήρωσης.
Σε λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε η συνήθης διαδικασία. Τα φώτα έκλεισαν, οι πλάτες πήραν αντίθετες κατευθύνσεις.

Το άλλο πρωί η μητέρα της Ουρανίας πήγε για ψώνια κι όταν γύρισε κρατούσε μαζί της ένα ακτοπλοϊκό εισιτήριο για την Σίφνο. Βλέποντας το η Ουρανία χοροπηδούσε από την χαρά της αγκαλιάζοντας τη μαμά της,χωρίς φυσικά να ξέρει με ποιο τρόπο κέρδισε το δικαίωμα του ταξιδιού αυτού.
Να πας και να περάσεις καλά με τη φίλη σου. Να προσέχεις όμως γιατί αν γίνει τίποτα κακό θα μας σκοτώσει και τις δυο ο πατέρας σου” της είπε με αυστηρό ύφος και της έδειξε πιο προσεκτικά το εισιτήριο: “Φεύγεις σε τρεις ώρες. Πριν γυρίσει ο πατέρας σου. Καλύτερα έτσι για να μην αλλάξει γνώμη. Φύγε γρήγορα” της είπε και της έδωσε μερικά χαρτονομίσματα τυλιγμένα σαν κουβάρι.
Η Ουρανία έχωσε πρόχειρα μερικά πράγματα σε ένα μικρό βαλιτσάκι και έφυγε καλώντας ένα ταξί με προορισμό το λιμάνι.

Από την στιγμή που μπήκε στο πλοίο όλα ήταν πρωτόγνωρα. Έκανε βόλτες στο κατάστρωμα, χάζευε τους τουρίστες, ένοιωθε ντροπή για το παλιομοδίτικο τζιν παντελόνι της την ώρα που οι τουρίστριες και οι ντόπιες φορούσαν καυτά σορτσάκια ή ακόμα και μόνο το μπικίνι τους. Δεν σταμάτησε να καταγράφει καθετί καινούριο που έβλεπε. Και ήταν όλα καινούρια για εκείνη.

Σε λίγες ώρες το πλοίο είχε φτάσει στην Σίφνο. Η Ουρανία κατέβηκε και ακολούθησε το πλήθος και όταν βγήκε από το λιμάνι είδε μπροστά της το μικρό χωριό της Σίφνου που ήταν όλο δικό της! Για πρώτη φορά στην ζωή της! Η Ουρανία συνέχισε μέχρι που βρήκε ένα κτίριο με ταμπέλα ‘HOTEL’ όπου και μπήκε μέσα.
- “Γεια σας. Ένα δωμάτιο θα ήθελα παρακαλώ” είπε κάπως φοβισμένη.
- “Για πόσα άτομα”; ρώτησε αδιάφορα ένας μεσήλικας κύριος στην υποδοχή.
- “Ε… για ένα” απάντησε διστακτικά.
Η απάντηση της προκάλεσε το ενδιαφέρον του ανθρώπου στην υποδοχή που από αδιάφορος, έγινε ξαφνικά πολύ εξυπηρετικός.
- “Α! Πολύ ωραία. Έχω ένα πολύ ωραίο μονόκλινο με ωραίο μεγάλο κρεβάτι. Έλα, έλα να στο δείξω” της είπε με περισσή ευγένεια και μαζί ανέβηκαν από την σκάλα έναν όροφο. Περπατώντας στον διάδρομο του πρώτου ορόφου βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα ντυμένη υπερβολικά προκλητικά και πολύ μακιγιαρισμένη, τουλάχιστον για την Ουρανία η οποία κοιτούσε με δέος.

Εδώ είμαστε”! Της είπε ο κύριος δίνοντας της το κλειδί. “Ότι χρειάζεσαι να με φωνάξεις. Είμαι ο κύριος Τάσος”. Η Ουρανία δεν μπορούσε να το πιστέψει! Ήταν εντελώς μόνη της σε ένα ξένο μέρος. Έμεινε στο δωμάτιο της για το υπόλοιπο της ημέρας χωρίς να κάνει τίποτα, απλά χαμογελούσε μέχρι που το βράδυ έφτασε και αποκοιμήθηκε.

Το άλλο πρωί η Ουρανία κατέβηκε στην υποδοχή όπου βρισκόταν ο κύριος Τάσος.
- “Βρε, καλώς το κορίτσι μας! Τι μπορώ να κάνω για σένα”; ρώτησε γεμάτος ενθουσιασμό που ικανοποίησε την Ουρανία.
- “Καλημέρα σας. Να… Σκεφτόμουν τι μπορώ να κάνω για να περάσει η μέρα. Τι κάνει ο κόσμος εδώ”; Ρώτησε διστακτικά.
- “Τώρα την ημέρα θα θέλεις να κάνεις μπάνιο στην θάλασσα. Πήγαινε στην παραλία εδώ πιο κάτω και ζήτα τον Θύμιο. Πες του ότι σε στέλνω εγώ και θα σου φέρει κάτι να φας και να πιεις όσο θα κάνεις το μπάνιο σου στη θάλασσα. Μετά όταν έρθεις θα σου πω τι θα κάνεις το βράδυ”.
- “Ξέρετε κύριε Τάσο. Εγώ δεν έχω μαγιό. Ξέρετε που θα βρω ένα”;
- “Μην ανησυχείς κορίτσι μου. Ο Θύμιος θα σου πει” απάντησε με σιγουριά.

Πράγματι η Ουρανία έκανε όλα όσα της είπε ο κύριος Τάσος. Ο Θύμιος ήταν ένας ψηλός τριαντάρης με τέλειο σώμα και γραμμώσεις, ξυρισμένο κεφάλι και φορούσε ένα μαγιό χωρίς μπλούζα ή παπούτσια. Κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι με φραπέ και αφού ζήτησε από την Ουρανία να του επαναλάβει ότι την έστελνε ο Τάσος, της ζήτησε να τον ακολουθήσει σε έναν κλειστό χώρο που ήταν ο χώρος που ετοίμαζαν μικρογεύματα και ποτά για τους λουόμενος. Εκείνος έφυγε και μέχρι να επιστρέψει μία καλοφτιαγμένη κοπέλα της σέρβιρε ένα πλούσιο γεύμα το οποίο τίμησε δεόντως η Ουρανία. Ωστόσο ο Θύμιος επέστρεψε λέγοντας: “Μέσα σε αυτό το δωματιάκι σου έχω ένα μαγιό. Κάνε το μπάνιο σου και αν θέλεις το βράδυ έλα εδώ μπροστά που πίνουμε έναν χυμό και περνάμε την μέρα μας”.
- “Σας ευχαριστώ πολύ. Τι σας χρωστάω”; ρώτησε αφελέστατα εκείνη.
- “Ω! Σε παρακαλώ. Αφού σου έστειλε ο Τάσος δεν μου χρωστάς τίποτα. Καλό μπάνιο”! ευχήθηκε και απομακρύνθηκε.

Η Ουρανία πήγε να βάλει το μαγιό, όμως ήταν πολύ μικρό. Ένα μέρος του στήθους της έβγαινε έξω ενώ σχεδόν όλος ο γλουτός ήταν ακάλυπτος. Ντρεπόταν πολύ να βγει έξω. ‘Ουρανία είπες ψέματα στους γονείς σου. Επινόησες μία Μαρία που δεν υπάρχει και έκανες το όνειρο σου πραγματικότητα. Βγες έξω τώρα!’ σκέφτηκε και πήρε την μεγάλη απόφαση. Βγαίνοντας έξω έκανε μικρά βήματα ώστε να μην κινείται πολύ και κατευθύνθηκε γρήγορα στην θάλασσα όπου θα έκρυβε το σώμα της. Στον διάβα της είδε πολλές κοπέλες με προκλητικά μαγιό ή ακόμα και χωρίς αυτά οπότε καθησύχασε τον εαυτό της. ‘Ποιοι θα κοιτάξουν εμένα, άλλωστε’; έπεισε τον εαυτό της και ένοιωσε καλύτερα.

Γυρνώντας από την παραλία, πήγε στο ξενοδοχείο όπου συνάντησε στην υποδοχή τον κύριο Τάσο.
- “Λοιπόν; Πως πέρασες;” την ρώτησε με θέρμη.
- “Πολύ ωραία, ευχαριστώ”.
- “Λοιπόν να σου πω τι να κάνεις το βράδυ”; ρώτησε αόριστα εκείνος.
- “Ε, ξέρετε μου είπε ο κύριος Θύμιος να πάω για έναν χυμό εκεί, αν δεν σας πειράζει” απάντησε ευγενικά.
- “Α! εξαιρετικά! Καλά να περάσεις”. Κατέληξε.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες συνάντησε δύο κοπέλες που ήταν εντελώς γυμνές και ενώ έσκυψε το κεφάλι με διακριτικότητα, εκείνες την σταμάτησαν.
- “Ε; Που πας; Είσαι καινούρια”; ρώτησαν ενώ την κοιτούσαν από την κορυφή ως τα νύχια!
- “Ε… ναι”.
- “Εγώ είμαι η Τάνια και από δω η Ναστάζια”.
- “Εμένα με λένε Ουρανία”.
- “Άκου αν είναι το πρώτο σου καλοκαίρι εδώ, να ξέρεις θα είναι λίγο δύσκολο στην αρχή αλλά μετά αν αφεθείς θα σου αρέσει. Να, κάθε φορά που θα βλέπεις άντρα πίνε ένα τέτοιο” της είπε η Τάνια και της έδωσε ένα μπουκαλάκι με κάτι χαπάκια.
Η Ουρανία ευχαρίστησε τις νέες της φίλες και πήγε στο δωμάτιο της.

Νωρίς το βράδυ η Ουρανία βγήκε από το δωμάτιο της για να πάει στην παραλία όταν την συνάντησε η Ναστάζια.
- “Που πας”; την ρώτησε.
- “Ό κύριος Θύμιος μου είπε ότι μπορώ να πάω στην παραλία για χυμό” απάντησε εκείνη.
- “Χαχαχα! Έτσι ντυμένη”; ξέσπασε σε γέλια η Ναστάζια. Η Ουρανία φορούσε ένα φαρδύ τζιν και μία ριχτή και πλατιά σκούρα γκρι μπλούζα, ενώ η Ναστάζια ένα κοντό και στενό φόρεμα. “Έλα, έλα μαζί μου. Σήμερα δεν δουλεύω και θα πάω κι εγώ στου Θύμιου. Έλα να σου δώσω κάτι να φορέσεις” της είπε στοργικά και μπήκανε στο δωμάτιο της όπου της δάνεισε ένα μωβ φόρεμα το οποίο δέχτηκε τελικά να φορέσει η Ουρανία αφού στην αρχή δεν δεχόταν βρίσκοντάς το υπερβολικά προκλητικό.

Οι δύο φίλες προσεγγίσανε το μπαρ του Θύμιου και η Ναστάζια παρορμητική ως ήταν έφτασε πρώτη χαιρετώντας τους γνωστούς της. Η Ουρανία βλέποντας τον κόσμο σάστισε και αμέσως θυμήθηκε: ‘Άντρες-χάπια’ και με μία κίνηση κατάπιε ένα χαπάκι.

Όταν η Ουρανία πλησίασε την υποδέχτηκαν με μεγάλη θέρμη ενώ θα ορκιζόταν πως κάποιοι άλλοι από την μεγάλη παρέα γελούσαν συνωμοτικά σα να την κορόιδευαν. Ο Θύμιος πάντως την πλησίασε δίνοντας της ένα μεγάλο ποτήρι: “Ο χυμός σου. Στην υγειά σου”. Η Ουρανία δοκίμασε πίνοντας μία μεγάλη γουλιά και αμέσως έβηξε αφήνοντας ένα μέρος της γουλιάς της να της φύγει απ’ το στόμα.
- “Δεν είναι πορτοκαλάδα αυτό κύριε Θύμιο” είπε σε κατάσταση σχεδόν σοκ.
- “Είναι και πορτοκαλάδα Ουρανία μου. Έχει και λίγη βότκα. Όλοι πίνουμε βότκα. Είναι ωραία η βότκα” κατέληξε να φωνάζει σα να τραγουδάει!
Η Ουρανία συμβιβάστηκε και βλέποντας απ’ τη μια τους άλλους θαμώνες να πίνουν μονορούφι τα δικά τους ποτήρια και απ’ την άλλη υπολογίζοντας πως αν πιει απότομα το ποτό της θα βασανιστεί λιγότερο από το τσούξιμο της βότκας, ήπιε ολόκληρο το ποτήρι μονομιάς. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να συνέλθει ενώ όλο το μπαρ είχε γυρίσει προς το μέρος της και την επευφημούσε.

Η παρέα ήπιε κι άλλο κι άλλο κι άλλο ποτό ώσπου η ώρα είχε περάσει για τα καλά και η Ουρανία απλά χαζογελούσε σε ότι άκουγε και καταλάβαινε ή δεν καταλάβαινε. Το μπαρ είχε αδειάσει από θαμώνες ενώ παρέμενε εκεί η παρέα του Θύμιου.
Αρκετά ιδρώσαμε με αλκοόλ και ζέστη. Πάμε για μπάνιο” φώναξε αυτός και όλη η υπόλοιπη παρέα ζητωκραυγάζοντας είπε με μια φωνή: “Ναι!!!”.
imageΑμέσως άρχισαν να τρέχουν προς την θάλασσα βγάζοντας τα μαγιό, τα ρούχα, τα εσώρουχα ή ότι άλλο φορούσαν και βούτηξαν στην σκοτεινή θάλασσα. Η Ουρανία βρισκόταν λίγο πιο πίσω ακολουθώντας διστακτικά τους υπόλοιπους, ώσπου ένα χέρι –που δεν κατάλαβε από που προερχόταν- την ώθησε να βγάλει τα ρούχα της και να ακολουθήσει, όπως και έγινε.

Μέσα στην θάλασσα διέκρινε ζευγάρια αγκαλιασμένα να αναστενάζουν, άλλα να φιλιούνται στο στόμα βγάζοντας την γλώσσα έξω, ακόμα και γυναίκες μεταξύ τους. Την παρατηρητικότητά της διέκοψε μία βίαιη αίσθηση από ένα χέρι που άρχισε να την ζουλάει σε κάθε απαγορευμένο μέρος του κορμιού της. Εκείνη δεν αντέδρασε γιατί δεν ήξερε πως να το κάνει όντας σε κατάσταση μέθης.

Σε λίγη ώρα η παρέα βγήκε από την θάλασσα και αφού ντύθηκαν άρχισαν να αποχωρούν. Η Ουρανία ζαλιζόταν τόσο πολύ που όχι απλά δεν ήξερε τι συμβαίνει γύρω της, αλλά δεν μπορούσε καν να σταθεί στα πόδια της. Το μόνο που θυμάται είναι πως κάποιος την πήρε στα χέρια του και την πήγε στο δωμάτιο της. Μα δεν ήταν μόνο αυτός. Μαζί ήταν και ο Θύμιος με την Ναστάζια.

Ενώ η Ουρανία ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, οι υπόλοιπη χόρευαν και χαριεντίζονταν ακριβώς μπροστά της. Με ελάχιστη μόνο καθοδήγηση η Ουρανία βρέθηκε εκείνο το βράδυ να γλείφει τα γεννητικά όργανα των αντρών και της φίλης της και να συνουσιάζεται για πρώτη φορά στη ζωή της με κάθε γνωστό και άγνωστο –για εκείνη- τρόπο.

Το επόμενο πρωί που ξύπνησε πονούσε σε όλο της το κορμί, όμως είχε μία αίσθηση ευφορίας. Ήταν σίγουρη ότι είχε περάσει καλά αλλά δεν θυμόταν πως. Άρχισε να ψάχνει τα προσωπικά της είδη μήπως θυμόταν κάτι, όμως εκτός ότι τίποτα δεν της έφερνε στη μνήμη τα χθεσινά γεγονότα, δεν έβρισκε τα λεφτά που η μαμά της είχε δώσει πριν φύγει. Έτρεξε αμέσως κάτω εξηγώντας στον κύριο Τάσο την απώλειά της, όμως η αντίδραση του δεν ήταν η αναμενόμενη:
- “Παλιοτσουλάκι! Είστε όλες ίδιες. Ήρθες να κάνεις το κέφι σου χωρίς λεφτά. Ποια νομίζεις ότι είσαι” φώναζε εκνευρισμένος.
Η Ουρανία ντράπηκε πολύ όμως επέμενε να του εξηγήσει την κατάσταση ώσπου κάποια στιγμή τον ηρέμησε.

Μετά από λίγες ώρες ο κύριος Τάσος ανέβηκε στο δωμάτιο της Ουρανίας λέγοντας:
- “Συγγνώμη που σου φώναξα Ουρανία, όμως με έχουν εκμεταλλευτεί πολλές φορές κι εγώ ένα μεροκάματο προσπαθώ να βγάλω το καλοκαίρι να ζήσω την οικογένεια μου. Αν δεν πληρώνει ο ένας και ο άλλος πως θα ζήσω εγώ”; Η Ουρανία αισθάνθηκε τύψεις και σκέφτηκε τον βιοπαλαιστή πατέρα της.
- “Τι μπορώ να κάνω κύριε Τάσο για να σας ξεπληρώσω και να βγάλω και το εισιτήριο της επιστροφής”; ρώτησε λυπημένη.
- “Το βρήκα”! Φώναξε ενθουσιασμένος. “Γίνεται να με ξεπληρώσεις, να βγάλεις τα εισιτήρια και να περάσεις και καλά όπως χθες. Άκου. Θα έρχονται κάποιοι κύριοι τα βράδια εδώ στο δωμάτιο σου. Φίλοι του Θύμιου. Θα περνάτε καλά όπως χθες και θα φεύγουν. Αν το κάνεις αυτό κάθε βράδυ ως το τέλος του καλοκαιριού, θα με έχεις ξεπληρώσει όπως είπαμε” κατέληξε.

Η Ουρανία δέχτηκε και μέσα σε λίγες ώρες και μέρες κυκλοφόρησε στους… κατάλληλους κύκλους του νησιού και των γύρω νήσων, πως υπήρχε ένα νέο κορίτσι στο ξενοδοχείο του κυρίου Τάσου και μάλιστα… παρθένα μέχρι πριν μία ημέρα! Ξαφνικά ουρές σχηματιζόντουσαν στο μπαρ του Θύμιου και στο ξενοδοχείο του κυρίου Τάσου.

Η Ουρανία πριν το πρώτο ραντεβού της κάθε ημέρας έπαιρνε ένα, δύο, μπορεί και τρία χαπάκια και χωρίς να ξέρει τι ακολουθούσε, όλοι οι… πελάτες έφευγαν κατενθουσιασμένοι!

Ο Αύγουστος είχε φύγει και τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου η Ουρανία πήγαινε στο ψιλικατζίδικο για να πάρει τσιγάρα του κυρίου Τάσου, όταν από τη ζαλάδα της ξέχασε ότι βγήκε έξω τελείως γυμνή. Δεν είχε πια διαφορά για εκείνη, όμως συνέβη να συναντήσει μία κυρία άνω των πενήντα ετών που την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε βίαια να την χτυπάει φωνάζοντας: “Παλιοπουτανάκι! Ήρθες και κατέστρεψες το νησί. Κατέστρεψες τους άντρες μας. Δεν έχεις πατέρα εσύ; Δεν έχεις γονείς”; Η Ουρανία ήταν τόσο μαστουρωμένη που δεν κατάλαβε όσο πόνο θα έπρεπε, όμως της έμεινε η τελευταία φράση της γυναίκας. Ναι, είχε γονείς και λογικά θα έπρεπε να ανησυχούν όσο τίποτα.

Η Ουρανία σηκώθηκε ολόγυμνη και αιμόφυρτη επέστρεψε στο ξενοδοχείο. Ζήτησε από το Τάσο: “τα λεφτά μου να φύγω” και εκείνος φοβισμένος της έδωσε λίγα περισσότερα απ’ όσο θα κόστιζαν τα εισιτήρια. Η Ουρανία άφησε στο δωμάτιο της τα παλιά της ρούχα, έσκισε με μανία τα καινούρια που είχε αγοράσει με την Ναστάζια και έφυγε με το πρώτο δρομολόγιο για το σπίτι της.

Εκεί έφτασε νωρίς το πρωί και συνάντησε τη μαμά της η οποία την αγκάλιασε ξεσπώντας σε κλάματα. Ακολούθησε η Ουρανία που ξεσπώντας κι εκείνη σε λυγμούς έσφιγγε τη μαμά της στην αγκαλιά της. Αφού η μητέρα της περιποιήθηκε τα τραύματα της περίμεναν τον πατέρα της μαζί.

Εκείνος έφτασε λίγες ώρες μετά. Όταν είδε την κόρη του μετά από τρεις μήνες σήκωσε το χέρι του αδειάζοντας όλη του τη δύναμη πάνω στο πρόσωπο της. “Τρεις μήνες ούτε ένα τηλέφωνο και η μάνα σου κόντευε να πεθάνει από την αγωνία της. Μου έλεγε να πάμε στην αστυνομία, όμως ρεζίλι εγώ δε γίνομαι. Αφού τρεις μήνες μας έσβησες, εμείς σε σβήνουμε για το υπόλοιπο της ζωής σου. Φύγε! Φύγε και μην ξανάρθεις” είπε με όλη τη δύναμη της φωνής του.
Η μητέρα της έτρεξε να την αγκαλιάσει, όμως η Ουρανία την απώθησε ελαφρά και έφυγε σιωπηρά.

Οι γονείς της δεν ξαναείδαν την Ουρανία από τότε. Ούτε η Ουρανία είδε ξανά την Ουρανία. Ούτε το κοριτσάκι που καθόταν στο σπίτι όλη μέρα, ούτε την κοπέλα που βιαζόταν για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Γύρισε σελίδα και έχτισε μία νέα ζωή, που έζησε μια νέα Ουρανία.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

MYΘΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ ~ το χρονικό μιας αυτοκτονίας της κρίσης

Μια φορά σε έναν καιρό οι πρώτες ακτίνες του ηλίου δεν φάνηκαν για τα καλά ποτέ. Το νέφος που μετέφερε στην ατμόσφαιρα ο νοτιάς δεν έκρυβε μόνο το ηλιοβασίλεμα, αλλά προσέδιδε μία μελαγχολική –σχεδόν άρρωστη- χροιά σε μία ημέρα που έτσι κι αλλιώς δεν θα είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.

Ο νεαρός άντρας έκλεισε την πόρτα της πολυκατοικίας με το πόδι του έχοντας τα χέρια του γεμάτα από τσάντες, χαρτοφύλακα και έναν θερμό του καφέ. Δεν ήσουν σίγουρος για το αν το βλέμμα του ήταν σκυθρωπό κάτω από τα γυαλιά ηλίου ή απλά προσπαθούσε να καλυφτεί από την καταχνιά του νοτιά. Ο νέος μπήκε γρήγορα σε ένα βρώμικο αυτοκίνητο και έφυγε βιαστικός αφού χώθηκε ξεδιάντροπα στην κεντρική λεωφόρο.

Σε λίγα λεπτά βρισκόταν έξω από ένα γυάλινο γραφείο. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο αυτοκίνητο του είτε για να βεβαιωθεί ότι το είχε κλειδώσει είτε για να καμαρώσει για την θέση ακριβώς έξω από το γραφείο, που είχε βρει για να σταθμεύσει και αμέσως πέρασε την πόρτα καλημερίζοντας την Νίκη στην υποδοχή. Πάω στοίχημα πως αν τον ρωτούσες τι φορούσε η Νίκη δεν θα ήξερε να σου απαντήσει παρότι την είχε δει πριν μερικά δευτερόλεπτα. Ας είναι. Εκείνος συνέχισε μέχρι που μπήκε σε μία μεγάλη αίθουσα η οποία ήταν γεμάτη από γραφεία που χωριζόντουσαν από πλαστικά χωρίσματα. Στο κάθε γραφείο έβλεπες μία οθόνη, ένα πληκτρολόγιο και μπροστά μία καρέκλα. Στο δικό του γραφείο όμως η παραφωνία ήταν ένας λευκός φάκελος σκισμένος στην άκρη του. Ο νεαρός έκατσε στην καρέκλα του αγνοώντας αν κάποιος συνάδελφος του είχε φτάσει κι εκείνος νωρίτερα για να τον χαιρετήσει. Άνοιξε την οθόνη του υπολογιστή, πάτησε μερικές φορές το πλήκτρο του ποντικιού και ύστερα έμεινε να κοιτάει την οθόνη.

Αν ήσουν η οθόνη(!) θα είχες ήδη παρατηρήσει πως οι κόρες του είχαν διασταλεί και πως δεν κοιτούσε εσένα. Το βλέμμα του ήταν αχανές και οι μύες του έδειχναν να αδρανούν σε τέτοιο σημείο που για λίγο θα μπορούσε να πέσει από την καρέκλα. Σιγά-σιγά το γραφείο άρχισε να γεμίζει με νέους και νέες που έπαιρναν την θέση τους στην μεγάλη αίθουσα. Κάποιοι που τον προσπερνούσαν μονολογούσαν ένα ξερό “γεια” αλλά εκείνος θα ορκιζόμουν ότι δεν άκουσε κανένα από αυτά. Μόνο ενός νεαρού το τράνταγμα ήταν ικανό να τον επαναφέρει από τον εκνευριστικό λήθαργο. Δεν ήταν παρά ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη αντί για καλημέρα. Ο νεαρός όντως συνήλθε και άρχισε να ανασκουμπώνεται όμως πριν προλάβει να συγκεντρωθεί στην οθόνη του υπολογιστή του, αποφάσισε να σηκώσει το θερμό και να ρουφήξει μια γουλιά. Δεν έδειχνε να την απολαμβάνει και το βλέμμα του αυτή τη φορά στράφηκε λίγο πιο αριστερά, όπου είχε τοποθετήσει τον λευκό φάκελο. Τώρα έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον! Έβγαλε προσεκτικά από μέσα του μία λευκή κόλλα την ξεδίπλωσε επιμελώς και άνοιξε το συρτάρι από κάτω βγάζοντας μία χοντρή πινέζα. Καρφίτσωσε το χαρτί στην πινέζα και κατόπιν προσπάθησε απότομα να την καρφώσει στο κέντρο της οθόνης του υπολογιστή. Η πινέζα δεν κάρφωσε κι έτσι με το ένα του χέρι κράτησε αντίσταση στην οθόνη που δεχόταν πίεση από την πινέζα που έσπρωχνε το άλλο χέρι. Η οθόνη δεν άντεξε. Σκίστηκε στην κεντρική γωνία ώσπου στερεώθηκε επαρκώς η πινέζα με το χαρτί. Ο νεαρός δεν χαμογέλασε ακριβώς αλλά μπορείς να δεις ότι είχε ικανοποιηθεί. Κατόπιν αυτού αποχώρησε με περισσή ψυχραιμία από τον χώρο. Εστιάζοντας στην… κρεμασμένη κόλλα ξεχώριζες μεταξύ άλλων: “[…]με τη νέα μείωση ο μισθός θα ανέρχεται στα 346€ το μήνα[…]”.

Ο νέος αποχώρησε από το γραφείο αφού πρώτα έσφιξε με το χέρι του το μάγουλο της Νίκης. Έκανε να μπει στο αμάξι του, αλλά το ξανασκέφτηκε και έφυγε προς τα δυτικά όπου στο επόμενο τετράγωνο βρισκόταν ένα μικρό πάρκο. Ο νέος μπήκε μέσα χαμογέλασε με τα παιδάκια που έπαιζαν υπό το βλέμμα των γιαγιάδων και δανείστηκε τον πυροσβεστήρα που ήταν δίπλα από το καλαθάκι με τα σκουπίδια. Έχοντας ανά χείρα τον πυροσβεστήρα επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Τον απασφάλισε και άρχισε να ψεκάζει τον ειδικό αφρό πάνω στο τζάμι. Αφού άδειασε το περισσότερο, άρχισε να το χτυπάει με δύναμη πάνω στο μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου μέχρι που αυτό έσπασε. Τότε άφησε τον πυροσβεστήρα και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση με τα πόδια.

Από τον ιδρώτα στο μέτωπο φαινόταν ότι περπατούσε για ώρα. Περνώντας από ένα μεγάλο σούπερ-μάρκετ μπήκε μέσα και έφτασε ως το ράφι με τα ποτά. Επέλεξε ένα ακριβό ενεργειακό ποτό και το άνοιξε επί τόπου ξεκινώντας να το πίνει. Ύστερα πήρε ένα μεγάλο κουτί από κάποια ιδιαίτερα μπισκότα και μετά έκανε να φύγει από το κατάστημα.
- “Με συγχωρείτε κύριε. Να πληρώσετε” είπε δυνατά η ταμίας.
- “Έλα τώρα. Με ξέρεις. Με έβλεπες για χρόνια σχεδόν κάθε μέρα. Άσε με να τα πάρω αυτά και δε θα τα λυπηθείς. Πλήρωσε τα από την τσέπη σου και θα δεις ότι δεν θα μετανιώσεις. Έχεις τον λόγο μου” της απάντησε ήρεμα και περιέργως πολύ πειστικά. Τόσο που η κοπέλα γύρισε στο ταμείο της και πλήρωσε τα προϊόντα από το δικό της πορτοφόλι.

Ο νέος συνέχισε πίνοντας τις τελευταίες γουλιές από το ενεργειακό ποτό και έχοντας παραμάσχαλα τη συσκευασία με τα μπισκότα, ώσπου έφτασε έξω από μια πολυκατοικία. Χτύπησε ένα κουδούνι και σύντομα βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Μία κυρία του άνοιξε ρωτώντας τον με απορία γιατί ήταν εκεί. Εκείνος της έδωσε τα μπισκότα προκαλώντας της εμφανέστατα μια ευχάριστη έκπληξη, την φίλησε στο μέτωπο και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα.

Αλλάζοντας μερικούς δρόμους ο πρωταγωνιστής μας συνέχισε φτάνοντας σε ένα μεγάλο προαύλιο σχολείου. Εκείνη την ώρα τα πιτσιρίκια του σχολείου είχαν διάλειμμα και ο νεαρός άντρας μπόρεσε εύκολα να εντοπίσει ένα συγκεκριμένο παιδάκι. Το χάζεψε μέχρι που το τέλος του διαλείμματος έφτασε και ύστερα έφυγε.

Ο νεαρός άντρας εμφανώς κατάκοπος πλησίασε έναν ιδιαίτερα πολυσύχναστο δρόμο και μπήκε σε ένα μεγάλο κτίριο που φιλοξενούσε επαγγελματικά γραφεία. Σε ένα από αυτά, κάπου στον δέκατο όροφο, μπήκε μέσα και αφού έψαξε για λίγο βρήκε μία κοπέλα η οποία αιφνιδιάστηκε βλέποντάς τον. Σαν πρώτη αντίδραση, άρχισε να τον παρακαλεί ψιθυριστά να μην την εκθέσει μπροστά στους συναδέλφους της. Εκείνος της ζήτησε να ηρεμήσει κάνοντας την γνωστή κίνηση με τα δύο χέρια προς τα κάτω, την πλησίασε, την φίλησε στο μέτωπο και της είπε: "δεν στο υπόσχομαι”. Ύστερα γύρισε και πλησίασε το παράθυρο που ‘έβλεπε’ σε ολόκληρη την πόλη. Το άνοιξε και χωρίς καμία κίνηση, πήδηξε στο κενό.
απάντησε: “

Από εκείνο το σημείο ως το πεζοδρόμιο μεσολάβησαν περίπου είκοσι δευτερόλεπτα. Χρόνος αρκετός για να μετανιώσει, να συγχωρέσει, να αναθεωρήσει, να θυμηθεί, να νοσταλγήσει, να καρδιοχτυπήσει, να αναπολήσει, να οργιστεί, να διασκεδάσει, να σκεφτεί, να ελπίσει.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

MYΘΟΣ ΜΑΙΟΥ ~ παραβιάζοντας ευαίσθητες ψυχές

Μια φορά σε έναν καιρό οι πρώτες ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου είχαν κάνει μόλις την εμφάνιση τους στο βάθος του κάμπου όπως φαίνεται πίσω από τα σπιτάκια του Αγίου Αθανασίου στα Δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι ξεκινούν την μέρα τους, όμως σήμερα Τρίτη, μπορείς να νοιώσεις πως κάτι διαφορετικό πλανάται στον αέρα του χωριού, στα συναισθήματα των κατοίκων. Όλοι έχουν μπει στο κλίμα, έχουν ξεκινήσει να προετοιμάζονται για το μεγάλο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής που είναι την ερχόμενη Παρασκευή. Ο Δήμος έχει ήδη έτοιμες τις περισσότερες εγκαταστάσεις στον χώρο, οι γύρω δρόμοι έχουν στολιστεί, έχουν φωταγωγηθεί, ηχεία παντού υπενθυμίζουν στον κόσμο την μεγάλη μέρα και μακριά λάβαρα ενώνουν τα τριγύρω κτίρια μεταξύ τους.

Οι γονείς χρησιμοποιούν το πανηγύρι ως αφορμή να πείσουν τα παιδιά να τους βοηθήσουν μετά το σχολείο στο χωράφι, άλλοι διαπραγματεύονται την ώρα επιστροφής στο σπίτι, ενώ την ίδια ώρα τα παιδιά σχεδιάζουν όλες τις λεπτομέρειες μιας τέλειας βραδιάς. Τα σχέδια περιλαμβάνουν λεπτομέρειες όπως το ντύσιμο, το άρωμα, το πως θα ζητήσουν ραντεβού ή ποιες θα είναι οι κατάλληλες συνθήκες για το πρώτο φιλί!

Ανάμεσα στα παιδιά είναι και η Χριστίνα που την πρώτη ώρα στα Μαθηματικά δεν έλυνε εξισώσεις στο τετράδιο. Ζωγράφιζε και αναλογιζόταν τις προσδοκίες της για το βράδυ της Παρασκευής ώσπου η εξιλέωση του κουδουνιού του διαλείμματος έφτασε και αμέσως έτρεξε να βρεθεί με την Άννα και την Κατερίνα που είναι στην διπλανή τάξη.
- “Αχ! Δεν αντέχω άλλο. Πότε θα έρθει η Παρασκευή”; ρώτησε γεμάτο νάζι η Χριστίνα.
- “Κορίτσια, άκουσα πως η Σοφία από το Γ1 θα πάει στον Άγιο (σ.σ. έτσι αποκαλούσαν τον Άγιο Αθανάσιο) με τον Μπαστό από την Γέφυρα” είπε συνωμοτικά η Κατερίνα.
- “Μμμ! Αυτόν τον άξεστο που παράτησε το σχολείο για να γίνει μαραγκός; Άκουσα πως ο πατέρας του δεν τον αφήνει να πάρει το αμάξι μετά το ατύχημα και κυκλοφορεί με το μηχανάκι” αντέδρασε με αρνητισμό η Άννα. Την ίδια ώρα η Χριστίνα έδειχνε αφηρημένη κοιτώντας χαμογελαστή κάπου στο άπειρο.
- “Θα είχες προσέξει τώρα ότι σε κοιτάει επίμονα ο Τάσος, όμως έχεις χαζέψει”! είπε χαμηλόφωνα η Κατερίνα σκουντώντας άγαρμπα την φίλη της.
- “Μπορεί να ντρέπεται να μου το ζητήσει, αλλά ξέρω πως την Παρασκευή θα γίνει. Το νοιώθω!” απάντησε αφού συνήλθε η Χριστίνα.
- “Ε, τότε να μην φοράς εσώρουχα” απάντησε η Κατερίνα γελώντας συνωμοτικά με την Άννα, όταν χτύπησε το κουδούνι της επόμενης ώρας.
- “Δεν σκόπευα…” αποκρίθηκε υπεροπτικά η Χριστίνα και έφυγε για την τάξη της.

Κάπως έτσι οι μέρες πέρασαν και η Παρασκευή έφτασε. Ο Άγιος Αθανάσιος είχε πλημμυρίσει από νωρίς από κόσμο. Ντόπιοι αλλά και από τα γύρω χωριά συνέθεσαν ένα σκηνικό χαράς και γιορτής. Όταν ο ήλιος άρχισε να δύει, οι εγκαταστάσεις του πανηγυριού γέμισαν με πολύχρωμα λαμπερά φωτάκια. Η μουσική άρχισε στην πίστα, στην αρχή από τοπικά παραδοσιακά συγκροτήματα και ύστερα από νέους καλλιτέχνες άλλων ειδών μουσικής. Τριγύρω, έβλεπες καντίνες, μικρές αγορές από παιχνίδια και ένα μικρό λούνα-παρκ, που απασχολούσαν και ψυχαγωγούσαν όλους τους επισκέπτες.

Εκείνη την ώρα περίπου έφτασε και ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας μεσήλικας κύριος. Ήταν ο πατέρας της Άννας που είχε φέρει την κόρη του μαζί με την Κατερίνα και την Χριστίνα στον Άγιο από τον Βαθύλακκο όπου έμεναν. “Λοιπόν όπως είπαμε, ε; Δώδεκα και μισή θα είμαι ακριβώς εδώ” είπε αυστηρά και έφυγε, αφήνοντας πίσω του τρεις χαμογελαστές δεσποινίδες ντυμένες με όμορφα κοντά φορέματα, με καλοφτιαγμένο μακιγιάζ στο πρόσωπο και με κομψά χτενίσματα στα μαλλιά.

Οι τρεις κοπέλες σύντομα χωρίστηκαν. Βλέπετε η Κατερίνα imageδεν έχασε καθόλου χρόνο και στο πρώτο αγόρι που της χαμογέλασε, έτρεξε να πλησιάσει και χωρίς πολλά λόγια να χαζογελάει και να φλερτάρει με έναν και με δεύτερο νεαρό. Η Κατερίνα σε λίγες στιγμές χάθηκε κάπου πίσω από τα φώτα του πανηγυριού με τους δύο νεαρούς, όμως η προσοχή της Χριστίνας και της Άννας είχε χαθεί ήδη από ώρα προς την φίλη τους. Η Άννα άρχισε να μιλάει με έναν νεαρό από τον Άγιο που έδειχνε να γνωρίζει όμως ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως θα ήταν η παρέα του εκείνο το βράδυ. Η αλήθεια ήταν πως η Άννα ήταν η πιο ντροπαλή της παρέας και μάλιστα λιγάκι πουριτανή στις σχέσεις της.

Ποιος θα το περίμενε πως η Χριστίνα θα έμενε τελευταία και μόνη; Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο τον Τάσο, όμως γιατί να μην την έχει πάρει εκείνος πρώτος; Αποφάσισε λοιπόν να προμηθευτεί λίγο μαλλί της γριάς ακόμα κι αν στα σχέδια της ήταν να της το κεράσει ο Τάσος.

Όσο η Χριστίνα απολάμβανε το γλυκό έδεσμα, ένας μεγαλόσωμος νεαρός εμφανίστηκε απότομα μπροστά της και αφού της αγόρασε ένα λούτρινο αρκουδάκι από την κυρία που βρισκόταν εκεί, της είπε:
- “Γεια σου Χριστίνα. Μη φύγεις. Εγώ σε συμπαθώ και το imageξέρεις καλά. Σε θυμάμαι όταν πρωτόρθες στο Γυμνάσιο, μου άρεσες πολύ τότε. Καλά! Τι κάνει ένα τόσο όμορφο κορίτσι μόνο του στο μεγάλο γεγονός της χρονιάς”; έλεγε καθώς εμφανώς την πολιορκούσε.
- “Ε, να… Περιμένω τον φίλο μου”. απάντησε εκείνη με νάζι.
- “Μα τι φίλος μπορεί να είναι αυτός που σε έχει να περιμένεις τόση ώρα; Έλα. Πάμε να ακούσουμε τα παιδιά που παίζουν. Είναι γνωστοί από τη Θεσσαλονίκη. Όταν έρθει το αγόρι σου ή όταν τέλος πάντων ενδιαφερθεί να σε ψάξει, θα σε πάρει τηλέφωνο” της είπε με ενθουσιασμό και σχεδόν τραβώντας της το χέρι την παρέσυρε μέσα στο πλήθος. Εκεί, άκουγαν μουσική και ήπιαν μερικά ποτά που κατά διαστήματα της έφερνε. Η Χριστίνα δεν ήταν συνηθισμένη στο ποτό, αλλά δεν ήθελε να φανεί στον νεαρό που ήταν σαφέστατα μεγαλύτερος της. Σε εκείνο το σημείο θυμήθηκε πως ο νεαρός αυτός υπήρχε φήμη πως βρισκόταν σε δεσμό με μία κοπέλα από την Βουλγαρία.
- “Μα δεν μου είπες που είναι η κοπέλα σου”; φώναξε μέσα στο πλήθος υπό την εκκωφαντική μουσική. Εκείνος έγνεψε πως δεν άκουσε και πλησίασε το αυτί του στο στόμα της. Εκείνη επανέλαβε, όμως και πάλι της έδειξε με το δάχτυλο του πως δεν την είχε ακούσει. Αμέσως της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει για να μπορέσουν να συνεννοηθούν. “Για την κοπέλα σου ρώτησα” ρώτησε για τρίτη φορά.
- “Πω-πω! Ακόμα βουίζουν τα αυτιά μου! Μα καλά; Που είναι ο φίλος σου; Δεν σε έχει πάρει κανένα τηλέφωνο”; απάντησε παραπλανητικά εκείνος και η Χριστίνα αφού ήλεγξε το κινητό της:
- “Δεν το πιστεύω πως θα μου χαλάσει την βραδιά μου. Γιατί να μου το κάνει αυτό; Μπορεί βέβαια να μην θέλω να τον δω τώρα. Αχ! Μάλλον που ζαλίζομαι λίγο” άρχισε και έλεγε με γρήγορο ρυθμό σα να είχε μεθύσει λιγάκι. Εκείνος της χαμογέλασε και της είπε:
- “Έλα τώρα. Δε θέλω στεναχώριες. Ποιος είπε ότι η βραδιά σου χάλασε; Μπορώ εγώ να είμαι ο φίλος σου για απόψε”. Και αμέσως την φίλησε στο στόμα. Εκείνη δεν ανταπέδωσε αλλά δέχτηκε το φιλί του. Εκείνος συνέχισε χαϊδεύοντας την στο πόδι ψηλά και αυτή απλά τοποθέτησε το χέρι της πάνω στο δικό του, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να τον σταματήσει.
- “Μη! Θα μας δουν” κατάφερε να εκφράσει. Εκείνος της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και σχεδόν αγκαλιασμένοι προσπέρασαν τα τεράστια οχήματα με τα παιχνίδια και τα μηχανήματα και έφτασαν στο σκοτάδι κοντά σε κάτι δέντρα. Αφού προσπέρασαν ένα ζευγάρι που είχε ξαπλώσει πάνω στο χώμα κάνοντας διακριτικά έρωτα, έφτασαν σε ένα σημείο λίγο πιο βαθιά στο έρημο κομμάτι του χωριού. Ο νεαρός άρχισε να φιλάει την Χριστίνα κι εκείνη να δέχεται τα φιλιά του χωρίς να αντιδράει. Σαν να μην καταλάβαινε τι έκανε. Σα να της άρεσε, αλλά να μην το σκεφτόταν και ιδιαίτερα. Όπως ο νεαρός χειριζόταν το στόμα και το υπόλοιπο σώμα της Χριστίνας τα πόδια της ανασηκώθηκαν και φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν φορούσε εσώρουχο. Ο νεαρός άντρας με αστραπιαίες κινήσεις είχε κατεβάσει το παντελόνι του και άρχισε να μπαίνει βαθιά μέσα της. Εκείνη τότε ένοιωσε έναν αφόρητο πόνο. Ήταν η πρώτη της φορά και δεν είχε προλάβει να την ευχαριστηθεί καθόλου. Σε μια στιγμή πήγε να ουρλιάξει όταν ο άντρας από πάνω της, σφράγισε με το χέρι του το στόμα της. Στα επόμενα δευτερόλεπτα ένοιωθε μεν πόνο, αλλά μάλλον δεν είχε τη δύναμη να τον εκφράσει. Είχε αφεθεί τελείως, όταν ξαφνικά ένας δεύτερος νεαρός πλησίασε το ζευγάρι και αφού χαιρέτησε τον νέο της φίλο κατέβασε γρήγορα το παντελόνι του και άρχισε να παραβιάζει την ευαίσθητη περιοχή της ανυπεράσπιστης κοπέλας. Τότε μόνο η Χριστίνα βρήκε την δύναμη να τεντώσει και να σπρώξει με τα πόδια της και να φωνάξει, όμως  έβλεπε τον έναν άντρα να της κρατάει τα χέρια και τον άλλο να τινάζει με δύναμη το χέρι του πάνω στο πρόσωπο της ενώ εκείνη είχε αρχίσει να σηκώνει το πάνω μέρος του κορμιού της. Το χτύπημα ήταν ακαριαίο και η Χριστίνα έπεσε ξανά απότομα στο έδαφος. Ο άγνωστος άντρας της σφράγισε αμέσως το πρόσωπο με την τεράστια παλάμη του και συνέχισε την συνεύρεση παρά το ότι η Χριστίνα δεν έδειχνε να αντιδράει.
- “Ρε συ; Δεν κουνιέται. Δεν αναπνέει. Την σκότωσες” είπε πανικόβλητος ο ένας.
- “Περίμενε λίγο ρε. Τελειώνω” απάντησε ψύχραιμα ο άλλος.
Σε λίγες στιγμές οι δύο άντρες εξαφανίστηκαν.

Το επόμενο μεσημέρι ένα μικρό αεροπλάνο με τα διακριτικά imageτης Ελληνικής Αστυνομίας προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο ‘Μακεδονία’ της Θεσσαλονίκης. Από εκεί αποβιβάστηκαν τα μέλη της Μ.Α.Ε.Κ. και αμέσως συνάντησαν έναν ένστολο που αφού τους χαιρέτησε τους έδειξε τον δρόμο προς δύο αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού που ήταν παραπλήσια σταθμευμένα μέσα στην πίστα. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν ειδικοί φάκελοι που περιείχαν πληροφορίες τις οποίες οι αστυνομικοί διάβαζαν με προσοχή.

Η Μ.Α.Ε.Κ. έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Αθανασίου και ο διοικητής του τμήμα τους αφού τους χαιρέτησε δια χειραψίας:
- “Καλώς ορίσατε. Γνωρίζω πως το πεδίο δράσης είναι η Κρήτη, όμως θέλαμε εξ αρχής να αναλάβει την υπόθεση μία ανεξάρτητη μονάδα του σώματος, καθώς εδώ είμαστε μικρή κοινωνία. Οι αστυνομικοί γνωρίζονται με τον κόσμο και κάθε στοιχείο μπορεί να διαρρεύσει ανά πάσα στιγμή σε μία ιδιαίτερα λεπτή υπόθεση”.
- “Κύριε διοικητά ονομάζομαι Σπύρος Θαλασσινός. Εγώ και η ομάδα μου θα χρειαστούμε ένα δωμάτιο συσκέψεων με πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς και έναν αστυνομικό σας για να μας βοηθήσει με τα κατατόπια. Τα υπόλοιπα αφήστε τα πάνω μας”.
Πράγματι, στον Θαλασσινό και την ομάδα του δόθηκε ένας χώρος όπου εγκαταστάθηκε η Ουρανία με τα μηχανήματά της και σύντομα ένας αστυνομικός άρχισε να τους εξηγεί λεπτομέρειες για την περιοχή και την υπόθεση: “Η σωρός της κοπέλας είναι ακόμα εκεί μαζί με τον ιατροδικαστή που σας περιμένει”.

Σε λίγα λεπτά μετέβησαν στο σημείο όπου βρισκόταν ξαπλωμένο το νεκρό σώμα της Χριστίνας και παρά το ότι φρουρούσαν καλά την περίμετρο που είχαν δημιουργήσει, πλήθος κόσμο βρισκόταν ακόμα τριγύρω ενώ πιο κοντά ξεχώριζαν οι γονείς της και μερικοί φίλοι που ξεσπούσαν σε λυγμούς. Ο Θαλασσινός πλησίασε και άγγιξε την κοπέλα. Κοντά του ο ιατροδικαστής πήρε τον λόγο: “Η κοπέλα βιάστηκε. Αυτό το γνωρίζουμε επειδή υπέστη απότομη πτώση στο έδαφος με το κεφάλι που προκλήθηκε πιθανότατα από χειροδικία. Δεν την σκότωσε όμως αυτό. Οι δράστες της έκλεισαν το στόμα και πέθανε από ασφυξία. Προφανώς για να μην φωνάζει. Βρήκαμε γενετικό υλικό σε αυτό το σημείο και σε τρία ακόμα στην γύρω περιοχή. Τα έχουμε στείλει για ανάλυση”.
- “Τι ξέρουμε για την κοπέλα”; ρώτησε αυστηρά ο Κανόμπης.
- “Είναι δεκαέξι ετών και κάτοικος του παραπλήσιου χωριού Βαθύλακκος. Είχε έρθει για το πανηγύρι εδώ, όπως επίσης φοιτά στο τοπικό Λύκειο” ενημέρωσε ο τοπικός αστυφύλακας.
- “Από ποια άλλα χωριά έρχονται στο τοπικό σχολείο”; ξαναρώτησε.
- “Από τον Βαθύλακκο που σάς είπα και από την Γέφυρα που είναι το διπλανό χωριό”.
- “Ο δράστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από αυτά τα μέρη, όμως δε θα είναι δύσκολο να τον βρούμε. Η κοπέλα μεταφέρθηκε εδώ με τη θέληση της, άσχετα αν τελικά βιάστηκε” δήλωσε με σιγουριά ο Θαλασσινός. Την ίδια στιγμή ο Κανόμπης τηλεφωνούσε την Ουρανία δίνοντας της εντολές να εισέλθει στα κοινωνικά δίκτυα της Χριστίνας.
imageΉταν τόσος πολύς ο κόσμος που μαζεύτηκε εκεί που ο Θαλασσινός γύρισε απότομα προς το πλήθος και φώναξε: “Να είστε σίγουροι πως θα βρούμε τον δράστη. Το μόνο που θέλουμε είναι να συνεργαστείτε. Αν σας κάνουμε ερωτήσεις να απαντάτε με ειλικρίνεια και αν δεν ακούτε κάτι από εμένα προσωπικά να μην το πιστεύετε. Θέλω τώρα να έρθει σε εμάς όποιος την ήξερε προσωπικά. Φίλοι, φίλες, γνωστοί”. Ως δια μαγείας το πλήθος διάλυσε και άπαντες εξαφανίστηκαν. Κάτι ήξεραν και το έκρυβαν;

Λίγο αργότερα οι αστυνομικοί μετέβηκαν στον Βαθύλακκο, όμως κατά τη διαδρομή η Ουρανία ενημέρωσε τους συναδέλφους της όλα όσα είχε βρει στα κοινωνικά δίκτυα της Χριστίνας κι έτσι οι ερευνητές γνώριζαν ακριβώς τι και που έπρεπε να ψάξουν. Πήγαν στο σπίτι της Άννας όπου και είδαν στην πόρτα τον πατέρα της.
- “Ξέρω. Είστε οι αστυνομικοί που ήρθαν. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Η Άννα δεν ήταν με την Χριστίνα. Χωρίστηκαν λίγο αφότου τις άφησα στο πανηγύρι. Η κόρη μου είναι σε σοκ, οπότε φύγετε” είπε κοφτά και έκλεισε απότομα την πόρτα.
- “Αν δεν ανοίξετε την πόρτα και δεν με αφήσετε να μιλήσω με την κόρη σας θα σας συλλάβω για παρεμπόδιση έρευνας της αστυνομίας. Και θα το κάνω αμέσως” φώναξε στην κλειστή πόρτα ο Κανόμπης.
Η πόρτα άνοιξε και οι ερευνητές πήγαν στο δωμάτιο της Άννας όπου βρήκαν και την Κατερίνα.
- “Ξέρω πόσο άσχημο είναι αυτό που συμβαίνει, όμως είναι πιο άσχημο ο άνθρωπος που το έκανε να κυκλοφορεί ανενόχλητος ίσως και στο χωριό σας” άρχισε να μιλάει ο Θαλασσινός με πολύ ήρεμη φωνή.
- “Σας παρακαλώ. Μην πείτε τίποτα στον πατέρα μας. Βρήκαμε και οι τρεις τους φίλους μας και χωριστήκαμε. Η Χριστίνα μας είχε πει πως εκείνο το βράδυ θα το έκανε για πρώτη φορά με τον Τάσο το αγόρι της και πως θα γύριζαν μαζί σπίτι. Έτσι όταν βρέθηκαν, εμείς φύγαμε για να τους αφήσουμε μόνους. Γυρίσαμε με τον πατέρα μου μετά τα μεσάνυχτα ξέροντας πως ο η Χριστίνα θα γύριζε με τον Τάσο που οδηγεί” εξηγούσε χαμηλόφωνα η Κατερίνα.
- “Προς το παρόν δεν σας χρειάζομαι κάτι άλλο” είπε και αποχώρησαν.
Επόμενος σταθμός ήταν το σπίτι του Τάσου. Ο νεαρός βρισκόταν μόνος του εκεί και άνοιξε την πόρτα φανερά θλιμμένος.
- “Εγώ φταίω” είπε και δάκρυα κύλησαν στα μάτια του.
- “Τι έγινε Τάσο; Αληθεύει ότι δεν πήγες στο πανηγύρι; Και γιατί φταις εσύ”; είπε ο Κανόμπης σα να μην πίστευε απόλυτα την στεναχώρια του.
- “Γιατί αν ήμουν εγώ εκεί, τίποτα από αυτά δεν θα είχε γίνει. Δεν πήγα διότι ήμουν τιμωρημένος. Έκανα μία ζημιά στο αγροτικό του πατέρα μου και μου απαγόρευσε να πάω” συνέχισε ο νέος.
- “Ποιος μπορεί να επιβεβαιώσει ότι όντως ήσουν εδώ τιμωρημένος”;΄
- “Οι γονείς μου. Ποιος άλλος; Αν μπορούσα να δω κάποιον θα πήγαινα και στο πανηγύρι. Συγγνώμη; Εμένα υποπτεύεστε; Δεν θα έκανα ποτέ κάτι κακό στην Χριστίνα. Την αγαπούσα. Περιμέναμε πολύ τη χθεσινή βραδιά γιατί θα προχωρούσαμε την σχέση μας. Δεν είχαμε κάνει τίποτα ως τώρα” φώναζε κλαίγοντας.
- “Τότε δεν σε νοιάζει να φτύσεις σε ένα ποτηράκι για να εξετάσουμε το DNA σου, έτσι”; ρώτησε με εκνευριστική ψυχραιμία ο Θαλασσινός.
- “Όχι βέβαια”. Αμέσως ο Τάσος έφερε ένα ποτήρι, το έφτυσε και τους το έδωσε.
Οι αστυνομικοί έφυγαν για την Θεσσαλονίκη. Εκεί πήγαν στο εργαστήριο όπου έμαθαν πως το γενετικό υλικό που είχε βρεθεί ανήκε σε πέντε διαφορετικά άτομα και στο σημείο του βιασμού υπήρχαν δύο από αυτά. Παράλληλα παρέδωσαν το ποτήρι του Τάσου προς εξέταση. Μετά από λίγη ώρα έμαθαν πως το δικό του DNA δεν ταίριαζε με κανενός. Παράλληλα όμως είχαν μια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Δύο άνθρωποι συνευρέθηκαν με την Χριστίνα στο τραγικό συμβάν. Ενδιαφέρον προκάλεσε το γεγονός πως ο ιατροδικαστής απεφάνθη πως ένας άντρας έκοψε την ανάσα της Χριστίνας με την παλάμη του. Αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε να είναι μεγαλόσωμος ή τουλάχιστον με μεγάλη παλάμη.

Το επόμενο βήμα στις έρευνες ήταν το ψέμα των κοριτσιών. Γιατί να πουν ότι είδαν τον Τάσο στο πανηγύρι όταν αυτός δεν πήγε; Λένε ψέματα εκείνες ή ο Τάσος; Ο Κανόμπης απευθύνθηκε στην Ουρανία. Της ζήτησε να ερευνήσει το παρελθόν της Χριστίνας βασιζόμενος σε ηλεκτρονικά αποτυπώματα, αλλά και αυτό των φίλων της και των οικογενειών της.

Την επόμενη μέρα η Ουρανία επικοινώνησε με τους συνεργάτες της γιατί ανάμεσα σε μερικά αδιάφορα μηνύματα είχε βρει ένα σχετικά πρόσφατο που μάλιστα δεν είχε σβήσει ακόμα ο Τάσος από το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Του το έκανε προώθηση και εκείνοι το διάβασαν: ‘μωρό μου σου έχω εξηγήσει πολλές φορές γιατί δεν θέλω να βγαίνω με την Κατερίνα. Από τότε που μας είπε ψέματα για να μείνεις στον Άγιο μετά το σχολείο με τον αδερφό της, δεν θέλω να της δώσω κι άλλες ευκαιρίες να μας κάνει ζημιά στη σχέση. Μπορεί εσένα να είναι φίλη σου και να μην την παρεξηγείς που έκανε διευκόλυνση στον αδερφό της, όμως δεν είμαι κι εγώ υποχρεωμένος να κάνω το ίδιο’. Οι έρευνες έδειξαν πως η Κατερίνα είχε έναν αδερφό που έμενε μόνιμα στον Άγιο Αθανάσιο και αυτός θα ήταν η επόμενη στάση τους.

Ο Κανόμπης προσήγαγε τον Σταμάτη στο τμήμα κι εκεί ξεκίνησε η ανάκριση.
- “Σταμάτη ήσουν κι εσύ στο πανηγύρι προχθές”; ρώτησε ο Θαλασσινός.
- “Ναι” απάντησε κοφτά.
- “Και με ποιους έκανες παρέα; Ποιοι μπορούν να μας επιβεβαιώσουν πως ήσουν μαζί τους όλο το βράδυ”;
- “Πολλοί! Ήμουν με όλο το χωριό παρέα, φίλε. Μια με τον ένα μια με τον άλλο. Γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας”.
- “Και με την Χριστίνα; Έκανες και με εκείνη παρέα”:
- “Όχι. Εγώ την χαιρέτησα δηλαδή, αλλά αυτή με αποφεύγει. Κολλητή της αδερφής μου είναι. Λες να μην την ξέρω”; άρχισε να φωνάζει.
- “Εγώ λέω Σταμάτη πως κάτι μας κρύβεις και θα σου πω τι θα γίνει τώρα. Θα μας δώσεις το DNA σου ώστε να απεμπλακείς από την υπόθεση μέχρι το απόγευμα αφού λες αλήθεια”.
- “Όχι φίλε. Ξέρω τα δικαιώματα μου. Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω τίποτα. Ψάχνετε για εύκολο θύμα”; δήλωσε επιθετικά.
- “Όχι; Πολύ ωραία! Έχεις δίκιο, δεν είσαι υποχρεωμένος. Οπότε σε κρίνουμε προφυλακιστέο και θα μείνεις εδώ σε αυτό το κελί απέναντι, μέχρι να μας πεις κάτι που θα με ενδιαφέρει. Ίσως κάποιον φίλο σου που ίσως ενδιαφέρθηκε για την Χριστίνα, όταν εσύ διαπίστωσες πως δεν είχες καμία ελπίδα μαζί της παρά τις πλάτες που σου έκανε η Κατερίνα” απάντησε κυνικά ο Κανόμπης.

Ο Σταμάτης προφυλακίστηκε και οι αστυνομικοί έβγαλαν ένα δελτίο τύπου που έγραφε τα ακόλουθα: ‘έχουμε συλλάβει έναν ύποπτο για τον βιασμό και την δολοφονία της μικρής Χριστίνας από τον Βαθύλακκο. Έχουμε ενδείξεις πως ο ύποπτος είχε συνεργό και εντός της ημέρας που θα ομολογήσει την ταυτότητα του, θα εκδώσουμε ένταλμα σύλληψης και για αυτόν.

Η μέρα κύλησε πάντως χωρίς ο Σταμάτης να ομολογήσει, οπότε το επόμενο πρωί οι αστυνομικοί μετέβηκαν στο σπίτι της Χριστίνας στον Βαθύλακκο μήπως θα μπορούσαν να εκμαιεύσουν κάποια πληροφορία από εκείνη. Κανείς δεν άνοιγε την πόρτα, όμως ο Πρώτο οσμίστηκε την παρουσία ανθρώπων μέσα και γαύγισε στο αντίστοιχο πρόσταγμα των αφεντικών του. Έτσι, ο Κανόμπης έσπασε την πόρτα και οι ερευνητές βρήκαν την Χριστίνα γονατιστή να κλαίει. Όταν την σήκωσαν αποκαλύφτηκε το σώμα της δαρμένο, κακοποιημένο, με εμφανή σημάδια ξυλοδαρμού. “Ποιος στο έκανε αυτό Χριστίνα; Βοήθησε μας να σταματήσει κάποτε αυτή η τρέλα. Θέλεις να σκοτωθεί κι άλλος άνθρωπος; Ίσως ο αδερφός σου να καλύπτει κάποιον, αλλά τι νόημα έχει αν αρχίσει και δέρνει εσένα ή κάνει κακό στον ίδιο ή τους γονείς σας”; όσο ο Θαλασσινός της μιλούσε, ο Κανόμπης τράβηξε μερικές φωτογραφίες της Χριστίνας η οποία δε συνεργάστηκε καθόλου.

Οι δύο ερευνητές επέστρεψαν στο τμήμα και έβγαλαν με τη βία μέσα από το κελί τον Σταμάτη.
- “Αυτό το κάθαρμα κάνει κακό σε μικρά κορίτσια και εσύ το καλύπτεις ηλίθιε. Νομίζεις είναι μόνο η Χριστίνα; Δες τι έκανε στην αδερφή σου μόλις έμαθε ότι σε κρατάμε και γνωρίζουμε πως είχες και συνεργό” άρχισε να ουρλιάζει ο Κανόμπης καθώς τον τραβούσε από το μανίκι και του έδειχνε τις φωτογραφίες της τραυματισμένης αδερφής του.
- “Περνούσαμε πολύ ωραία. Γελούσε μαζί μου και νόμιζα πως άλλαξε γνώμη για μένα. Εγώ την αγαπούσα από την πρώτη στιγμή. Ήπιαμε λίγο και πήγαμε με τη θέληση της στο μέρος. Την φιλούσα και αυτή όπως κουνιόταν σηκώθηκε το φόρεμα της και δεν φορούσε τίποτα από κάτω. Νόμιζα ότι το ήθελε. Τα κορίτσια της ηλικίας της το θέλουν. Δεν μου αντιστάθηκε, παρά μόνο όταν πόνεσε λίγο. Τότε ήρθε αυτός και συνέχισε. Δεν θα της κάναμε κακό. Απλά όπως την κρατούσε σταμάτησε να αναπνέει” άρχισε σαν χείμαρρος να ομολογεί με τρεμάμενη φωνή από τους λυγμούς και με μεγάλα διαλλείματα.
- “Εντάξει Σταμάτη. Πες μας τώρα, ποιος είναι; Ποιος; Πως τον λένε”;
- “Ο Αργύρης είναι. Το αφεντικό μου στην οικοδομή” είπε σα να μην το πίστευε και οι ερευνητές ειδοποίησαν τις τοπικές αρχές και εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για να τον εντοπίσουν.

Η Ουρανία ενημέρωσε στο μεταξύ πως ο Αργύρης είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο με συλλήψεις για ναρκωτικά και καταστροφή ξένης περιουσίας. Την ίδια ώρα η Άννα κάλεσε τον Θαλασσινό λέγοντάς του: “Παίρνω την Κατερίνα, όμως δεν το σηκώνει. Ξέρω πως είναι σπίτι όμως ανησυχώ που δεν το σηκώνει”. Οι αστυνομικοί δεν έχασαν χρόνο.

Σύντομα είχαν περικυκλώσει το σπίτι όπου έμενε η Χριστίνα και προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο να δουν τι συμβαίνει. Οι αλλεπάλληλες κλήσεις στο κινητό της Χριστίνας καρποφόρησαν όταν το ακουστικό σήκωσε ο Αργύρης.
- “Βγες έξω και άσε την κοπέλα και εμείς σου υποσχόμαστε πως δεν θα σε πειράξουμε” δήλωσε με ήρεμη φωνή ο Θαλασσινός.
- “Θα με σκοτώσετε. Και αν δεν φύγετε θα σκοτώσω την μικρή” απάντησε εκείνος με τη φωνή του τόσο παραποιημένη ώστε να καταλαβαίνει εύκολα κανείς πως ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
- “Φεύγουμε, τους διώχνω όλους. Απλά άσε την κοπέλα να φύγει” είπε με λίγη καθυστέρηση ο Θαλασσινός.
Ο Αργύρης πλησίασε την πόρτα και αφού την άνοιξε στριφογύρισε το κεφάλι του για να διαπιστώσει πως όντως οι αστυνομικοί απομακρύνονταν. Σε εκείνη τη στιγμή όμως η Χριστίνα τον χτύπησε με κάτι μεταλλικό από πίσω και τότε με αστραπιαία κίνησε ο Κανόμπης έτρεξε προς το μέρος τους και πυροβόλησε τον Αργύρη στο πόδι που αφοπλίστηκε αμέσως.

Ο Αργύρης δεν ομολόγησε ποτέ, όμως το DNA εκείνου και του Σταμάτη, ταίριαζαν σε εκείνα που βρέθηκαν στο σημείο του βιασμού. Οι δράστες καταδικάστηκαν, όμως η μικρή κοινωνία των χωριών της Δυτικής Θεσσαλονίκης έκανε πολλά χρόνια μέχρι να επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς της.


σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΘΕΜΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »