Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

προβληματισμός παρασκευής - ΜΥΘΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΥ (μέρος 2/4)

image[18][1]
Ο καιρός πέρασε και η Έλενα τελειώνοντας το σχολείο ήταν έτοιμη για να κάνει το επόμενο βήμα στη ζωή της. Η εισαγωγή της στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ήταν το εισιτήριο της για μια νέα ζωή και το μέσο για το μεγάλο όνειρό της να γίνε μια σπουδαία ερευνήτρια. Η μέρα που η Έλενα άφησε τη Σητεία για την Αθήνα δεν ήταν ευχάριστη για κανέναν. Η μητέρα της απαρηγόρητη έκλαιγε ασταμάτητα και ο πατέρας της δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα επίμονο δάκρυ που είχε στριμωχτεί στο μάτι του. Γείτονες και φίλοι, μαζεύτηκαν στο λιμάνι για να της ευχηθούν καλή σταδιοδρομία και καθώς το πλοίο έφευγε η λουσμένη από τον ήλιο και τη θάλασσα Σητεία, φαινόταν ολοένα και πιο μικρή. Πλέον ήταν η Έλενα και η ζωή. Η ζωή της!

Φτάνοντας στην Αθήνα είχε ως κύριο στόχο της, να παραμείνει ψύχραιμη. Πραγματικά η πρώτη εικόνα της αφόρητης κίνησης, των ανθρώπων με διαρκώς μίζερο πρόσωπο και η μυρωδιά του καυσαερίου, την αιφνιδίασαν, όμως τουλάχιστον ήξερε πως όλα θα ήταν καλύτερα όταν θα έφτανε στα γραφεία του Πανεπιστημίου για να παραλάβει το κλειδί για το δωμάτιο της στις νέες εστίες του ιδρύματος. Πραγματικά, οι εστίες ήταν υπέροχες και σχεδόν πολυτελείς όμως εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι θα είχε συγκάτοικο σε αυτές.
- “Γεια! Είμαι η Νίκη. Πρωτοετής;” ρώτησε η κοπέλα που ήδη ήταν ξαπλωμένη στο κάτω κρεβάτι φορώντας τα παπούτσια της. Φορούσε ένα κοντό σορτς και κάτι λιγότερο από μπλούζα, ενώ την κοιτούσε κοφτά με τα σχιστά μαύρα επίμονα μάτια της.
- “Καλημέρα. Ονομάζομαι Έλενα. Ναι, είμαι καινούρια. Χάρηκα πολύ” απάντησε ντροπαλά η Έλενα που κοιτούσε από απόσταση.
- “Έλα. Σίγουρα θα έχεις πολλές ερωτήσεις για το πως λειτουργούμε εδώ πέρα κι εγώ θα σου απαντήσω σε όλες. Θα είμαι η προσωπική σου ξεναγός!” είπε πεταχτά η Νίκη, προκαλώντας τον ενθουσιασμό που διαδέχτηκε τον φόβο της Έλενας.

Οι επόμενες ώρες. Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ ιδιαίτερες για την Έλενα και σίγουρα πολύ γεμάτες. Η Νίκη με την Έλενα μάλλον που δεν είχαν κανένα κοινό, εξάλλου δεν είχε να κάνει σε τίποτα με τις παιδικές της φίλες, όμως ήταν καλή μαζί της, με τον τρόπο της και αυτό ήταν αρκετό. Τα βράδια που η Έλενα ξάπλωνε στο κρεβάτι ένοιωθε μοναξιά και σκεφτόταν συνέχεια τη Σητεία και τους γονείς της, όμως ο ερχομός της νέας ημέρας στην τσιμεντένια πόλη σηματοδοτούσε μια ακόμη γεμάτη και πρωτόγνωρη εμπειρία.

Πολλές μέρες ή και βδομάδες μετά, η Έλενα αν και δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα, είχε συνηθίσει στον νέο τρόπο ζωής. Μία από εκείνες τις μέρες, η Νίκη την προσκάλεσε σε μια παρέα το βράδυ. “Δε θέλω να αρνηθείς. Έχω μιλήσει σε όλους για σένα και είναι σα να σε ξέρουν. Θα είναι προσβλητικό για μένα και αυτούς να μην έρθεις απόψε”. Η Έλενα δεν είχε μάθει να στεναχωρεί τους άλλους και η αλήθεια είναι πως η Νίκη αν και ιδιόρρυθμη της είχε φερθεί πολύ καλά, οπότε δέχτηκε και σύντομα έβαλε ένα στοίχημα. Να χαλαρώσει επιτέλους! Άλλωστε βαθιά μέσα της, θαύμαζε τη νέα της φίλη.

Σύντομα οι δυο τους ήταν έξω και αφού μπήκαν στο μετρό, κατέληξαν στο κοσμοπολίτικο κέντρο της πόλης. Η Νίκη φορούσε ένα πολύ στενό και κοντό φόρεμα με ένα βαθύ ντεκολτέ που άφηνε πολύ από το πλούσιο στήθος της έξω και σύντομα έφτασαν σε όπου ήδη τις περίμενε μια πολυπληθής παρέα. Αστραπιαία, όλοι κοιτούσαν την Έλενα θέλοντας να επιβεβαιώσουν τα όσα είχαν ακούσει. Όλοι έδειχναν τόσο ευγενικοί μαζί της, ρωτώντας την για τον τόπο καταγωγής της, τις συνήθειές της, για το αν είχε σχέση και άλλα προσωπικά. Εκείνη ήταν φανερό πως βρισκόταν έξω απ’ τα νερά της, όμως στεκόταν πολύ καλά στις νέες συζητήσεις κι αυτό την γέμιζε με αυτοπεποίθηση. Όλα υπό το διακριτικό βλέμμα της Νίκης που λίγο πιο πέρα την κοιτούσε χαμογελώντας της.  Μετά από λίγες ώρες εκεί και ένα-δύο ποτά, η παρέα αποφάσισε να μεταβεί σε ένα club της παραλιακής και παρά τον εσωτερικό ενδοιασμό της Έλενας, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Η παρέα μοιράστηκε σε τρία αυτοκίνητα και σύντομα βρισκόντουσαν όλοι σε ένα μέρος σκοτεινό, υγρό, με εκκωφαντικό θόρυβο με τη μυρωδιά ιδρωμένων κορμιών να αναβλύζει από παντού. Γρήγορα τα παιδιά στην παρέα άρχισαν να χορεύουν ασύμμετρα και χωρίς σκοπό ενώ η Έλενα χαμογελούσε αμήχανα κάτι που παρατήρησε η Νίκη και την πλησίασε: “Μην ανησυχείς. Θα το συνηθίσεις. Αφέσου στο ρυθμό, μη νοιώθεις τίποτα κι βγάλε τα πάντα από πάνω σου. Κανείς δε σε ξέρει, κανείς δε θα σε ξαναδεί από εδώ. Να πάρε αυτά, θα σε βοηθήσουν με το θόρυβο. Ζήσε!” της φώναξε βγάζοντας απ’ την τσάντα της δύο χαπάκια, πίνοντας το ένα και δίνοντάς της το άλλο. Η Έλενα ασυναίσθητα υπάκουσε και σε λίγα λεπτά χωρίς αναστολές ακολούθησε τη συμβουλή της φίλης της. Άρχισε imageνα χορεύει όπως ποτέ άλλοτε. Ο ένας στριμωχνόταν με τον άλλο και αγόρια και κορίτσια την άγγιζαν σε κάθε σημείο του σώματός της χωρίς να αντιδρά. Μετά από πολλές ώρες σαν αυτή και πριν ξημερώσει, η Έλενα και η Νίκη μπήκαν στο αυτοκίνητο του Γιώργου και του Άκη και πήγαν πίσω στις εστίες. Η Νίκη προσκάλεσε τα δύο αγόρια στο δωμάτιο και ο Γιώργος χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να φιλά και να γδύνει τη Νίκη. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο Άκης στην Έλενα αυτή όμως –ζαλισμένη όπως ήταν- τον απώθησε και ανέβηκε στο κρεβάτι της. “Άσε την ήσυχη. Έλα εδώ κάτω με εμάς. Όλοι οι καλοί χωράνε” είπε λυτρωτικά και πονηρά η Νίκη. Σύντομα οι τρεις τους έκαναν έρωτα, ενώ η Έλενα κρυφοκοιτούσε από το πάνω κρεβάτι.

Την επόμενη μέρα η Έλενα ήταν ζαλισμένη, όμως είπε την Νίκη πως θέλει να γνωρίσει κι άλλες τέτοιες εμπειρίες. Η Νίκη χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι.

:[
διαβάστε το τρίτο μέρος του Μύθου, την ερχόμενη Παρασκευή στις 12:00

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το