Κυριακή 1 Απριλίου 2012

προβληματισμός κυριακής - ΜΥΘΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ: ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΡΕΓΓΙΝΑ

Μια φορά σε έναν καιρό στο παγωμένο Ηράκλειο, η υγρασία ξέσκιζε τη σάρκα των αδέσποτων γατών και η βροχή αλλοίωνε την ομορφιά τη γούνας των σκύλων. Οι άνθρωποι έτρεχαν από δω κι από κει ψάχνοντας για ένα σημείο να προφυλαχθούν και κάπου εκεί ανάμεσα ήταν η Ρεγγίνα. Αυτή, είναι η ιστορία της.
Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου ως παιδί. Πέρα από το τραγικό συμβάν που συνέβη όταν ήμουν σε πολύ μικρή ηλικία δεν έχω αναμνήσεις με εμένα να παίζω με τα αδέρφια μου ή τους γονείς μου να  μου κάνουν τούρτα γενεθλίων. Θυμάμαι όμως όλα όσα παρατηρούσα και πάντοτε μου άρεσε να παρατηρώ γύρω μου. Θυμάμαι τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους για να πολεμήσει. Αίματα, κραυγές, δυνατά βήματα αντρών στο χώμα. Θυμάμαι και χαρές. Ανθρώπους να πανηγυρίζουν για την επιτυχία κάποιου πολιτικού, για κάποιο σπουδαίο αθλητικό επίτευγμα ή απλά επειδή άλλαζε ο χρόνος.
Θυμάμαι τους ανθρώπους με τους οποίους συνυπήρξα. Άλλοτε ήσυχοι και σοβαροί, άλλοτε έξω καρδιά και με πολλές φασαρίες στον κύκλο τους. Αν έκανα κάτι εγώ; Σίγουρα ναι. Ίσως να μην έπρεπε ή ίσως να υπερέβαλλα, άλλα πάντοτε ήμουν εκεί να διορθώνω τα κακώς κείμενα.
Όπως τότε που η Κέλυ με τους γονείς της είχαν μετακομίσει σπίτι μας. imageΉταν πολύ αγαπημένη οικογένεια ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Πολλές φορές παίζαμε στη σοφίτα με κάτι πολύ ωραίες κούκλες που είχε η Κέλυ. Το άσχημο ήταν όταν η μητέρα της έμπαινε απότομα μέσα για να φωνάξει την Κέλυ. Συνήθως την ανάγκαζε να κάνει διάφορες δουλειές όπως να μαγειρεύει, να σκουπίζει και άλλα τέτοια. Ποτέ δεν άρεσε στην Κέλυ να αφήνει το παιχνίδι με τις κούκλες και φυσικά δεν άρεσε και σε μένα να μένω μόνη πίσω. Αν λίγες μόνο φλόγες απ’ το τζάκι έπεφταν σ’ εκείνο το τεράστιο ξύλινο έπιπλο που η Κέλυ αναγκαζόταν να ξεσκονίζει κάθε μέρα, δε θα είχε μια δουλειά λιγότερη; Το έκανα, όμως μάλλον κάποιο απρόοπτο συνέβη και η Κέλυ με τους γονείς της αναγκάστηκαν να φύγουν.
Δεν πέτυχα τον στόχο, όμως ήμουν και πάλι μόνη τώρα, όμως θα ήταν για πάντα έτσι;
Όταν βαρύς χειμώνας είχε πέσει στην πόλη, θυμάμαι πως είχαν έρθει πολλοί άνθρωποι που άρχισαν να φτιάχνουν το σπίτι. Το έβαψαν, άλλαξαν τις πόρτες και τα παράθυρα και έφτιαξαν μια πολύ ωραία βεράντα στον πάνω όροφο. Θα μου άρεσε πολύ να περνάω τα πρωινά μου εκεί.
Λίγο μετά η Τάνια με τον αδερφό της και τους γονείς τους είχαν φτάσει imageστο σπίτι. Η Τάνια δεν είχε πολύ ωραίες κούκλες, όμως θυμάμαι πως έμπαινε κρυφά στο δωμάτιο του αδερφού της και άκουγε τους τεράστιους δίσκους βινυλίου που είχε στο πάνω ράφι. Η Τάνια τρελαινόταν για μουσική, το ίδιο κι εγώ κι έτσι δεν έχανα ευκαιρία. Την ακολουθούσα καθώς έμπαινε μέσα και μαζί χορεύαμε όποιο τραγούδι επέλεγε. Πολλές φορές, ο αδερφός της έφτανε στο σπίτι χωρίς να τον καταλάβουμε και έβρισκε την Τάνια να χορεύει έχοντας σκορπίσει τους δίσκους που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα. Ήταν οι στιγμές που εξαγριωνόταν. Στην αρχή παραπονιόταν στους γονείς του, όμως εκείνοι τον συμβούλευαν να της δίνει τους δίσκους του, αρκεί να της μάθει πως να τους χειρίζεται σωστά. Αυτή η λύση όμως δεν τον ικανοποιούσε κι έτσι σε μια τέτοια μέρα, ο Σίμος έδειρε άγρια την Τάνια η οποία έμεινε για ώρα μόνη της κλαίγοντας. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα που υπέφερε έτσι. Προσπάθησα να την πείσω να έρθει μαζί μου στην βεράντα και πραγματικά μείναμε εκεί ως το σούρουπο οπότε απολαύσαμε το απογευματινό αεράκι.
Την επόμενη ημέρα η Τάνια φοβόταν να βάλει μπροστά τη μουσική, όμως εγώ δε θα το άφηνα να περάσει έτσι απλά. Έπεισα την Τάνια να μεταφέρει το μηχάνημα στη βεράντα. Από την αρχή λάτρεψα τη βεράντα αυτή! Ύστερα, έβαλε έναν δίσκο και οι δυο μας αρχίσαμε να χορεύουμε πάνω στη βεράντα. Η μουσική ακουγόταν από μακριά και δεν άργησε να φτάσει και στ’ αυτιά του Σίμου ο οποίος επέστρεφε από το σχολείο και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού εξαγριωμένος. Φτάνοντας στην βεράντα δεν πίστευε στα μάτια του. Η Τάνια είχε το θράσος να μεταφέρει το μηχάνημα στη βεράντα! Θα έτρωγε άγριο ξύλο. Έφτασε με φόρα και άρχισε να τη δέρνει χωρίς αυτή να μπορεί να αντιδράσει. Αν είναι δυνατό! Τότε έβαλα το πόδι μου ανάμεσα στα δικά του και όλο του το σώμα έπεσε με δύναμη στα κάγκελα της βεράντας τα οποία υποχώρησαν. Ο Σίμος έπεσε και καρφώθηκε πάνω σε ένα μυτερό ξύλινο κοντάρι που ήταν στερεωμένο μυστηριωδώς στο έδαφος και αίμα περιτριγύριζε το κεφάλι του.
Όταν οι γονείς τους γύρισαν απ’ τη δουλειά αντίκρισαν το μακάβριο θέμα και αφού φώναξαν την αστυνομία έτρεξαν να με ρωτήσουν τι συνέβη:
- “Ήταν ατύχημα. Εμείς θέλαμε απλά να χορέψουμε” εξήγησε ξεσπώντας σε λυγμούς η Τάνια.
- “Εσείς; Ποιοί εσείς Τάνια; Μίλα!” φώναζε τρομοκρατημένη η μητέρα της.
- “Εγώ και η φίλη μου που χορεύουμε στη μουσική” απάντησε με σιγουριά εκείνη, για να προσθέσει ο ιατροδικαστής: “Είναι φανερό πως το παιδί σπρώχτηκε προς τα κάγκελα. Προφανώς ο αδερφός της, της επιτέθηκε ξυλοκοπώντας την κι εκείνη απλά αντέδρασε”.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Οι γονείς της Τάνιας ξόδεψαν μεγάλα ποσά σε δικηγόρους προσπαθώντας να την αθωώσουν αποδεικνύοντας πως βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Δε θα μπορούσαν άλλωστε να χάσουν και τα δυο τους παιδιά σε μια μέρα. Η οικονομική τους κατάσταση άλλαξε όμως και αναγκάστηκαν να φύγουν απ’ το σπίτι. Δεν ξαναείδα την Τάνια έκτοτε. Σύντομα όμως θα έβρισκα νέα παρέα…
Το τελευταίο διάστημα η Νένα μετακόμισε εδώ μαζί με την μητέρα της. Δεν ξέρω γιατί, όμως η Νένα δεν έχει πατέρα ή αδέρφια. Η αλήθεια είναι πως η μητέρα της δείχνει να είναι υπερπροστατευτική μαζί της και σε οποιοδήποτε βήμα της βρισκόταν δίπλα της. Τις νύχτες πριν η Νένα κοιμηθεί έβλεπαν μαζί τηλεόραση για λίγη ώρα και ύστερα ξάπλωναν στο ίδιο δωμάτιο. Ίσως η Νένα να καταπιεζόταν και ίσως η μητέρα της να έπρεπε να μάθει πως η κόρη της ήθελε λίγο χώρο για να αναπνεύσει.
Ένα μεσημέρι η Νένα επέστρεψε από το σχολείο πολύ νωρίτερα απ’ ότι η μητέρα της από τη δουλειά. Έπλυνε τα χέρια της και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας περιμένοντας την μητέρα της.
- “Έχουμε αρκετό χρόνο μέχρι να έρθει η μαμά σου. Θες να ανοίξεις λίγο την τηλεόραση για να παρακολουθήσουμε μέχρι να έρθει η μαμά σου”;
- “Μα… Ποια είσαι εσύ”; απάντησε διστακτικά η Νένα.
- “Είμαι η φίλη σου. Θα σου κάνω παρέα όταν η μαμά σου λείπει κι έτσι δεν χρειάζεται να ξέρει τίποτα για μένα. Ε, τι λες; Θα βάλεις την τηλεόραση”;
- “Δεν ξέρω. Η μαμά μου ανοίγει την τηλεόραση μόνο όταν ήμαστε και οι δύο το σπίτι” εξέφρασε τις αντιρρήσεις της.
- “Έλα! Σε παρακαλώ. Υπόσχομαι να μην το μάθει κανένας
- “Εντάξει, αλλά μόνο για λίγο” κατέληξε φοβισμένα η Νένα.
imageΗ τηλεόραση έπαιζε και η ώρα περνούσε διασκεδαστικά ώσπου η μητέρα της Νένας έφτασε χωρίς να το καταλάβουμε.
- “Νένα τι κάνεις εκεί; Γιατί άνοιξες την τηλεόραση”; είπε φανερά εκνευρισμένη η μητέρα της.
- “Ζητώ συγγνώμη μαμά. Δε θα ξαναγίνει. Είναι απλά πως λυπήθηκα τη φίλη μου που ήθελε να δει τηλεόραση κι έτσι την άνοιξα για λίγο” απάντησε απολογητικά.
- “Σου έχω πει πως δε θέλω να χρησιμοποιείς καμία ηλεκτρική συσκευή μόνη σου. Είναι του διαβόλου. Και για ποια φίλη σου μου λες; Έλα στα λογικά σου!” φώναζε σε έξαλλη κατάσταση.
- “Αλήθεια μαμά. Ήρθε ένα κοριτσάκι εδώ και κάναμε παρέα βλέποντας τηλεόραση. Τώρα έφυγε, μα λίγο πριν μπεις μέσα ήταν εδώ, δίπλα μου”.
Η μητέρα της Νένας άρχισε να ιδρώνει και τα μάτια της είχαν διπλασιαστεί σε μέγεθος. Ένοιωθε πως έχανε τον έλεγχο και θα έκανε τα πάντα για να τον διατηρήσει. Αφού προσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα, να ερμηνεύσει με βάση τη λογική τα λεγόμενα της κόρης της, κάλεσε χωρίς να χάσει χρόνο, τον πάτερ Χρήστο. “Πάτερ, πρέπει να έρθετε γρήγορα. Η Νένα. Η Νένα έχασε τα λογικά της, ο διάβολος έφτασε να μας κυριεύσει. Μην χάνεις άλλο χρόνο”.
Ο πατέρας Χρήστος έφτασε πολύ σύντομα, γνωρίζοντας εξ αρχής πως η μαμά της Νένας θα υπερέβαλλε κυριευόμενη από τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις στις οποίες ήταν προσκολλημένη, όμως οι απαντήσεις που ο ίδιος θα έπαιρνε απείχαν κατά πολύ από την ίδια τη δική του φαντασία.
Ο ιερέας έφτασε στο σπίτι όπου συνάντησε την πανικοβλημένη μητέρα. Εκείνη με τη σειρά της άρχισε να του εξιστορεί τα συμβάντα και κάλεσε αμέσως την Νένα για να περαστεί στον ιερέα ο οποίος την υποδέχτηκε πολύ φιλικά και ενθαρρυντικά.
- “Νένα ελπίζω να είσαι καλά, παιδί μου. Η μαμά σου ανέφερε κάτι για κάποια φίλη, όμως όλοι ξέρουμε πως δεν ήταν κανένας σπίτι μαζί σου. Μήπως γύρισες απ’ το σχολείο με κάποια συμμαθήτρια σου”;
- “Πάτερ όχι. Είπα και στη μαμά πως ήταν ένα κοριτσάκι που απλά εμφανίστηκε σπίτι, δίπλα μου. Δεν το είχα ξαναδεί. Είναι εδώ, γύρω μας, σας λέω αλήθεια” απαντούσε με αγωνία η Νένα κοιτώντας τη μητέρα της να δακρύζει.
- “Ωραία, ωραία. Μπορείς να πεις στη φίλη σου να εμφανιστεί, τότε για να τη δούμε κι εμείς”; συνέχισε με πραότητα ο ιερέας.
- “Της το είπα μα δε θέλει. Θέλει να εμφανιστεί μονάχα όταν η μαμά θα λείπει. Μπορώ όμως να την παρακαλέσω να κάνει κάτι για να με πιστέψετε”. Πριν η Νένα ολοκληρώσει την φράση της, η τηλεόραση έσπασε κάνοντας ένα μεγάλο κρότο και ένα ανατριχιαστικό παιδικό γέλιο άρχισε να ακούγεται, κάνοντας την Νένα να φωνάζει για τη δικαίωση της, την μητέρα της να αρχίσει να φωνάζει ασταμάτητα και τον ιερέα να σταυροκοπιέται βγάζοντας ένα μπουκαλάκι με έναν σταυρό και ραντίζοντας από αυτό το δωμάτιο. “Σας το είπα εγώ. Η φίλη μου λέει πως μένει σε αυτό το σπίτι και κανένας ιερέας δε θα της κάνει έξωση αν πρώτα δεν τελειώσει” δήλωσε με περισσότερη σιγουριά η Νένα.
Τότε η σπασμένη τηλεόραση πήρε φωτιά που εξαπλώθηκε στα χαλιά στο imageδάπεδο κι από κει σε ολόκληρο το σπίτι. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Η μητέρα της Νένας δεν αντιδρούσε και μάταια ο πατέρας Χρήστος προσπάθησε να τη φυγαδεύσει. Τελικά έσωσε την ίδια τη Νένα λίγο πριν το σπίτι καεί ολοσχερώς παίρνοντας μαζί του την μυστηριώδη φιγούρα και την μητέρα της Νένας. Είχαν όμως στ’ αλήθεια αφήσει εκεί την τελευταία τους πνοή; ή μήπως όχι;
Πέρασε καιρός από τότε. Το σπίτι δεν ήταν παρά ένας σωρός από ξύλα, απομεινάρια μιας κάποτε εποχής, μιας άλλης ζωής. Ένα τέτοιο ανοιξιάτικο πρωινό, ένα συνεργείο ανθρώπων εξοπλισμένο από πολύπλοκα μηχανήματα από το μέλλον, έφτασε και αφού μάζεψε ότι είχε απομείνει εκεί, ξεκίνησε την ανοικοδόμηση μιας νέας σύγχρονης μονοκατοικίας.
Σύντομα μια νέα κοπέλα μετακόμισε εκεί. Δεν είχε ούτε παιδιά, ούτε σύζυγο. Δεν έβαλε πολλά έπιπλα, δεν έβαλε ηλεκτρικές συσκευές, δεν είχε καν βιβλία. Αρχή είναι ακόμα, σκέφτηκα και περίμενα να εξοπλίσει περισσότερο το σπίτι της. Ένα βράδυ η κοπέλα άνοιξε ένα μεγάλο μεταλλικό τετράδιο στο οποίο μπορούσε να πληκτρολογεί, να ακούει μουσική και να συνομιλεί με φίλους της. Αυτό μάλιστα! Φαίνεται εξαιρετικό παιχνίδι, σκέφτηκα και εμφανίστηκα κοντά της.
- “Γεια σου. Μ’ αρέσει πολύ αυτό που έχεις εκεί. Θα ήθελα να παίξουμε παρέα
- “Α, λυπάμαι. Αυτός ο φορητός υπολογιστής είναι δώρο της μαμάς μου στην οποία υποσχέθηκα πως θα χρησιμοποιώ μόνο εγώ” αποκρίθηκε διστακτικά η κοπέλα.
- “Έλα τώρα. Η μαμά σου λείπει και κανείς δεν χρειάζεται ποτέ να το μάθει. Ας παίξουμε μόνο για λίγο
- “Έχεις δίκιο. Έλα δίπλα μου”. Η κοπέλα άρχισε να δείχνει στην μυστηριώδη φίλη της πως να χειρίζεται το φορητό και εκείνη ανταποκρίθηκε θερμά, περνώντας ώρες εκεί.
Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε για μέρες. Η δύο φίλες είχαν πλήρως η μία την εμπιστοσύνη της άλλης με φόντο το φορητό που όποτε η κοπέλα ενεργοποιούσε η άγνωστη φίλη της εμφανιζόταν για να το μοιραστούν.
Μισό λεπτό. Να φέρω λίγο νερό. Συνέχισε εσύ” παρότρυνε η κοπέλα την ιδιόμορφη παρέα της η οποία συνέχισε να παίζει προσηλωμένη.
Η κοπέλα επέστρεψε κρατώντας με τα δυο της χέρια ένα χοντρό κομμάτι ξύλου κομμένου σε κύλινδρο που στην άκρη του ήταν μυτερό μέσα στις φλόγες. “Αυτό δεν ήθελες από την αρχή; Να πεθάνεις; Πρώτα ήταν η Κέλυ που αν και έκαψες το σπίτι της δεν πέτυχες τον στόχο σου, ύστερα η Τάνια στης οποίας την αυλή είχες βάλει ένα ξύλο σαν αυτό όπου τελικά έριξες τον αδερφό της και μετά η Νένα στην οποία δήλωσες καθαρά πως δεν φεύγεις αν δεν τελειώσεις πρώτα. Εδώ και 100 χρόνια θέλεις να σκοτωθείς κι όμως εδώ και τέσσερις γενιές καταφέρνεις να σκοτώσεις εμένα. Αρκετά, θα δώσω εγώ ένα τέλος. Θέλω μόνο να μου πεις ποια είσαι και γιατί έκανες ότι έκανες” φώναζε τρέμοντας η κοπέλα.
- “Δεν φταίω εγώ που εδώ και τέσσερις γενιές το σπίτι δεν imageμεταπωλήθηκε. Ήσουν εσύ και ξανά εσύ που κατοικούσες σε αυτό. Με λένε Ρεγγίνα και ζούσα εγώ εδώ πριν από εσένα. Πριν πολλά χρόνια οι γονείς μου προσπάθησαν να με κάψουν για να κερδίσουν κάποια χρήματα, το μόνο που κατάφεραν όμως ήταν να κάψουν το σπίτι μας. Έκτοτε προσπαθώ να πεθάνω, για να ξαναγεννηθώ σαν Κέλυ, σαν Τάνια, σαν Νένα, γιατί εσύ, είσαι εγώ κι εγώ είμαι εσύ πριν πολλά χρόνια. Το μόνο που ήθελα είναι να σε σέβεται η οικογένεια σου όπως δεν σεβάστηκε εμένα”. απάντησε λυπημένη η Ρεγγίνα.
- “Σταμάτα να μιλάς. Δεν μπορώ να σε ακούω. Σταμάτα πια” φώναξε νευρικά η Νένα και όρμησε καταπάνω της καρφώνοντας τρεις φορές το καιόμενο ξύλο πάνω στο σώμα της και λέγοντας συγχρόνως “αυτό είναι για την Κέλυ, αυτό για την Τάνια κι αυτό για τη Νένα”.
Η Ρεγγίνα έκλεισε για πρώτη φορά τα μάτια της και αυτή τη φορά θα ήταν και η τελευταία. Η λύτρωση είχε έρθει, το παιχνίδι είχε τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το