Κυριακή 29 Απριλίου 2012

προβληματισμός κυριακής - ΜΥΘΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ: Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Μια φορά σε έναν καιρό η παλιά τηλεόραση πρόβαλε μια μαυρόασπρη imageταινία όπου πρωταγωνιστής ήταν ένας μασκοφορεμένος τύπος με κολάν, κάπα και ψηλές μπότες. Θα μπορούσε να ήταν μία κινηματογραφική ταινία για κάποιον διάσημο ήρωα, όμως ήταν μία ερασιτεχνική ταινία με λήψεις από έναν παρελθοντικό χρόνο που έδειχνε αποσπάσματα από ειδήσεις της εποχής και αποκόμματα εφημερίδων. Η ταινία περιελάμβανε την ζωή ενός αληθινού ήρωα που προφανώς είχε μιμηθεί την ζωή των χαρακτήρων μέσα από τα εικονογραφημένα.

Απέναντι από την τηλεόραση είχε αποκοιμηθεί σε μια πλαστική καρέκλα ένας ηλικιωμένος τύπος με εμφανή τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Το φαλακρό του κεφάλι είχε γείρει και η χαρτόκουτα από το έτοιμο φαγητό που είχε παραγγείλει είχε σταθεί στην κοιλιά του που κρεμόταν αφήνοντας τα ψίχουλα να πέφτουν στο πάτωμα. Εκεί σκόρπιες κατσαρίδες έκαναν την βόλτα τους αρπάζοντας ότι η αμέλεια του ηλικιωμένου είχε να τους προσφέρει.

Όταν η ταινία τελείωσε ξεκίνησε ένας παρατεταμένος θόρυβος κι έτσι ο πρωταγωνιστής μας ξύπνησε απότομα παρατηρώντας την ώρα. Γρήγορα ετοιμάστηκε φορώντας ένα παλιακό κουστούμι με λεπτή γραβάτα και έφυγε από το διαμέρισμα του που ήταν σε μια βρώμικη πολυκατοικία σε μια μάλλον άσχημη γειτονιά. Φεύγοντας από το διαμέρισμα, άκουγε τις φωνές της κοπέλας από το διπλανό διαμέρισμα που ήταν ιδιαίτερα δραστήρια ερωτικά, όμως εκείνος το είχε συνηθίσει.

Σύντομα έφτασε στο καφενείο της γειτονιάς. Εκεί βρισκόντουσαν αρκετοί συνομήλικοι του που τον υποδέχτηκαν με τιμές: “Καλώς τον Καπετάνιο. Σήμερα μας άργησες. Ίσως ήσουν σε καμιά αποστολή” δήλωσε με δόση ειρωνείας ένας εξ αυτών. Ο Καπετάνιος, λιγομίλητος όπως πάντα, έκατσε μαζί τους και ξεκίνησαν να παίζουν με την τράπουλα που συνόδευε τον απογευματινό καφέ τους.

Μετά από μερικές ώρες διασκέδασης ο καθένας έφυγε για το σπίτι και την οικογένεια του. Βέβαια, ο.... Καπετάνιος θα γυρνούσε στο δικό του μοναχικό και βρώμικο διαμέρισμα. Στον δρόμο, σταμάτησε να αγοράσει από το κοντινό περίπτερο λίγο γάλα και μέλι και επέστρεψε σπίτι. Καθώς ανέβαινε αθόρυβα τα σκαλιά άκουγε φασαρία από τσακωμό. Όταν πλησίασε είδε πως στον όροφο του, έξω από διαμέρισμα της γειτόνισσας του, ένας εύσωμος άντρας είχε ακινητοποιήσει την άτυχη κοπέλα και της έσκιζε τα ρούχα με προφανή σκοπό. Ο Καπετάνιος χωρίς δεύτερη σκέψη πλησίασε με φόρα και όρμησε πάνω στον άντρα. Εκείνος τον απώθησε βίαια, όμως μετά από το σκηνικό έφυγε βιαστικός. Η κοπέλα τρομαγμένη και χτυπημένη, με σκισμένα ρούχα, πλησίασε τον Καπετάνιο όπου βρισκόταν σε μεγάλο πόνο τον οποίο προσπαθούσε να πνίξει στην επιτυχία του που έδιωξε τον κακοποιό.
- “Είσαι καλά; Θα μπορούσε να σε σκοτώσει” του είπε με ενδιαφέρον η κοπέλα.
- “Μην ανησυχείς για μένα. Αρκεί που είσαι εσύ καλά” απάντησε περήφανος εκείνος.
Ένοιωθε υπέροχα και είχε ανακτήσει την χαμένη του αυτοπεποίθηση που φθειρόταν με το πέρασμα των χρόνων. Ποια θα ήταν όμως η συνέχεια;

Την επόμενη μέρα στο καφενείο ο Καπετάνιος διηγούνταν το περαστικό με περηφάνια, όμως η αντίδραση των θαμώνων και φίλων του δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. “Όλοι το ξέρουμε. Ήσουν ο φοβερός και imageτρομερός Καπετάνιος. Βοηθούσες τους αδύναμους και κυνηγούσες με ρίσκο της ζωής σου τους κακοποιούς. Όλοι θα στο αναγνωρίζουμε αυτό. Όπως το κράτος που σου παρέχει δωρεάν αυτό το διαμέρισμα αφού είσαι άπορος, όμως πρέπει να καταλάβεις πως οι εποχές αυτές πέρασαν. Δεν είσαι πια ο Καπετάνιος, Δεν μπορείς”! Εκείνος δεν έδειξε να αντιδρά καθόλου και συνέχισε την παρέα του, όμως μέσα του τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Μέσα του ήξερε πως ακόμα το ‘χει κι έτσι δεν έχασε την ευκαιρία να επισκεφθεί την κοπέλα που εχθές είχε σώσει από βέβαιο βιασμό. Εκείνη του άνοιξε καλύπτοντας με μια πετσέτα το γυμνό της κορμί. Αιφνιδιάστηκε βλέποντας τον Καπετάνιο και βιαστική αυτή τη φορά του εξήγησε: “Αυτή τη στιγμή δουλεύω. Μόλις έχω λίγο χρόνο θα έρθω εγώ σε εσένα”. Ο Καπετάνιος έφυγε.

Πράγματι, το απόγευμα η κοπέλα τον επισκέφθηκε στο διαμέρισμα του.
- “Θέλω να μου πεις ποιος είναι αυτός και που συχνάζει. Αυτό που σου έκανε, ίσως το κάνει και σε άλλες κοπέλες” δήλωσε με αυστηρότητα.
- “Ξέρεις, δεν ξέρω αν θεωρείται βιασμός, γιατί η δουλειά μου είναι να ξαπλώνω με άντρες. Είμαι ιερόδουλη, όμως αποφάσισα να τον καταγγείλω για βίαιη συμπεριφορά και απευθύνθηκα στην αστυνομία. Σας ευχαριστώ πολύ”. Ο Καπετάνιος έπεσε απ’ τα σύννεφα. Ιερόδουλη; Αστυνομία; Η κοπέλα ήταν αλλοδαπή και μπορεί συχνά να έβλεπε άντρες να μπαινοβγαίνουν απ’ το σπίτι της, όμως ήξερε πως ζούσε με ένα μικρό αγοράκι. Αν ήταν όμως ιερόδουλη τότε το ζήτημα απαιτούσε επιπλέον έρευνας. Ο Καπετάνιος σε συνδυασμό με τα αποθαρρυντικά λόγια των φίλων του, πείσμωσε και αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο.

Έφτασε στην αστυνομία και γρήγορα κατευθύνθηκε στο γραφείο του διευθυντή.
- “Πάνε πολλά χρόνια, όμως σε έχω ανάγκη”.
- “Ελπίζω να μην έμπλεξες πάλι σε αυτά. Ο Καπετάνιος ήταν σπουδαίος και συνεργάσιμος και ηρωικός, όμως σήμερα έχει άλλη ηλικία και πρέπει να σεβαστούμε την εξέλιξη της ζωής”.
- “Δώσε μου ότι στοιχεία έχεις σε παρακαλώ. Έτσι για να ασχολούμαι λίγο” ζήτησε παραπονεμένα ο Καπετάνιος.
- “Λυπάμαι μα αυτό είναι αδύνατο” ολοκλήρωσε ο αστυνόμος, που όμως πλησίασε και μοιράστηκε μαζί του μερικές άγραφες λεπτομέρειες, ικανές να φέρουν στον Καπετάνιο και πάλι το χαμόγελο.
Εκείνος γύρισε σπίτι και ανέλυσε ότι είχε καταφέρει να συλλέξει. Από υπόπτους μέχρι λοιπά στοιχεία. Έπειτα με αργά και διστακτικά βήματα, άνοιξε το παρακείμενο συρτάρι και έβγαλε από αυτό μια πράσινη στολή, σαν αυτή που κάποτε φορούσε και κερδίζαμε τους κακοποιούς. Μεσουρανούσε στις αποστολές του. Ο Καπετάνιος!


Ο Καπετάνιος έμαθε περισσότερες πληροφορίες για τον παραλίγο βιαστή της κοπέλας. Βρήκε τη διεύθυνση του και τον ακολούθησε θέλοντας να τον παραδώσει στην αστυνομία. Ήταν όμως το τελευταίο βήμα κι εκείνος ήθελε να είναι προσεκτικός καθώς ήξερε πως δε θα είναι τόσο εύκολο. Η αδρεναλίνη είχε ανέβει όσο ποτέ και άρα έκρινε πως ήταν χρήσιμο ένα διάλειμμα.
Πήγε στο σπίτι του γιου του. Ήθελε να δει τα εγγόνια του αισθανόμενος imageπως ρισκάρει και τη ζωή του στα ίχνη του εγκληματία. Στο σπίτι βρήκε τα παιδιά του γιου του και έκατσε μαζί τους για ώρα παίζοντας. Όταν ο γιος του γύρισε από τη δουλειά, αιφνιδιάστηκε, όμως σύντομα αγκάλιασε τον πατέρα του και σε λίγο μαζί περνούσαν λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς.
- “Ξέρεις πόσο σε αγαπώ, όμως ποτέ δε θα σου συγχωρήσω το ότι με έδιωξες από αυτήν την υπέροχη οικογένεια σου και με έκλεισες σε αυτό το μπουντρούμι το οποίο κανείς δεν επισκέπτεται πια”. Μονολογούσε με παράπονο.
- “Εσύ πατέρα επέλεξες να είσαι μόνος. Ο Καπετάνιος ήταν πάντοτε πιο σημαντικός για σένα από εμάς και κάθε φορά που αργούσες να επιστρέψεις ήταν αργός θάνατος για εμένα που φοβόμουν μήπως μείνω εντελώς μόνος. Δε θα το καταλάβεις ποτέ αυτό. Όσο ασχολείσαι με αυτό το ψέμα, δεν έχεις θέση σπίτι μου. Άλλωστε το κράτος σου παραχώρησε αυτό το σπίτι. Εσύ είσαι εκείνος που πρέπει να το διατηρείς καθαρό” απάντησε απολογητικά  ο γιος του.
Ο Καπετάνιος σηκώθηκε και έκατσε λίγο ακόμα με τα εγγόνια στα οποία προσπάθησε να αφηγηθεί μια ιστορία, την ιστορία του Καπετάνιου. Κατόπιν στράφηκε πάλι στον γιο του που είχε παραμείνει στην καρέκλα της τραπεζαρίας και κοιτούσε τον πατέρα του καθώς έπαιζε με τα παιδιά του.
- “Ξέρεις, νομίζω πως πρέπει να σου πω την πλήρη αλήθεια για τη μητέρα σου καθώς για εκείνη δημιουργήθηκε ο Καπετάνιος. Όταν ήσουν ακόμα νεογέννητο, κάναμε με τη μητέρα σου μία βόλτα στην πόλη όταν δεχθήκαμε επίθεση από έναν εγκληματία που έβγαλε πιστόλι και πυροβόλησε την μητέρα σου. Εγώ φοβήθηκα να αντιδράσω. Εκείνος οπλοφορούσε, αν με σκότωνε θα έμενες ορφανός. Τότε ήταν που αποφάσισα πως κανένα παιδί δε θέλω να κινδυνέψει όπως εσύ. Αποφάσισα να υπερασπίσω τους αδύναμους και εκείνη την περίοδο το κατάφερα”.
- “Δηλαδή μου λες πως η μαμά δεν πέθανε από επιπλοκή μετά τη γέννα”; ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
- “Όχι”, απάντησε ξερά.
Ο γιος του σηκώθηκε τον πλησίασε και του έκανε νόημα να σηκωθεί κι εκείνος. “Θέλω να φύγεις και να μην γυρίσεις ξανά. Είσαι ψεύτης και άλλωστε ποτέ δεν προσέφερες σε εμένα ή στην δική μου οικογένεια. Στο λέω ήρεμα για να μην ταράξω τα παιδιά μου. Απλά, φύγε” του είπε ψιθυριστά.
Πραγματικά. Αφού έσκυψε και φίλησε τα παιδιά, κατευθύνθηκε προς την πόρτα, κοίταξε δακρυσμένος τον γιο του βαθιά στα μάτια και φεύγοντας του ψιθύρισε: “Θα επανορθώσω”.
Η πικρία του τον οδηγούσε σε έναν μόνο στόχο. Να βάλει ένα τέλος. Σε τι όμως;


Επιστρέφοντας εκείνο το βράδυ σπίτι του, τον περίμενε ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο παλιόφιλος του και νυν διευθυντής της αστυνομίας.
- “Θυμάσαι την γειτόνισσα σου για την οποία μου έλεγες; Ήρθε από το τμήμα και απέσυρε την μήνυση για εκείνον τον τύπο. Εμείς ψάξαμε λίγο και βρήκαμε πως είχαν ή έχουν σχέση με αυτόν και πως η τύπισσα είναι πόρνη. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα φαινόμενα αυτά είναι συχνά και έτσι δεν σπαταλάμε τον χρόνο μας περισσότερο. Το μόνο που θέλω να μου πεις είναι πως δεν έχεις εσύ καμία σχέση με την απόσυρση της. Έτσι”; ρώτησε με αυστηρό τόνο.
- “Σου δίνω τον λόγο μου πως όχι” απάντησε πειστικά εκείνος.
- “Τότε το ζήτημα θεωρείται λήξαν. Θέλω να βρεθούμε και πάλι, να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά μόνο για αυτά” συνέχισε σε φιλικό ύφος.

Ο Καπετάνιος βγήκε από την πόρτα του διαμερίσματος του και χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας της. Παρά την περασμένη ώρα έλειπε και imageεκείνη και το παιδί της. Γύρισε πίσω και έμεινε για λίγο να κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Οι εκφράσεις του εναλλασσόντουσαν στιγμιαία και από φόβο διέκρινε κανείς πείσμα. Από στεναχώρια, δύναμη και από τύψεις, λύπη. Σε εκείνο το σημείο στράφηκε προς το συρτάρι το οποίο άνοιξε, πήρε στα χέρια του την πράσινη στολή, την ξεδίπλωσε και αφού την αντίκρισε για λίγο με δέος, τη φόρεσε. Ο ψιλόλιγνος παππούλης, έγινε ξανά ο Καπετάνιος!

Έφυγε γρήγορα από το σπίτι. Ήξερε που να πάει. Είχε τα στοιχεία της διεύθυνσης του άντρα που αποπειράθηκε να κακοποιήσει τη γειτόνισσα του. Ήταν δε σίγουρος πως εκείνη είχε ακυρώσει το αίτημα στην αστυνομία ύστερα από απειλές που θα δεχόταν. Ίσως ακόμα οι απειλές να περιελάμβαναν και τον ίδιο τον γιο της.

Έφτασε σύντομα έξω από το σπίτι του φερόμενου ως δράστη. Ήταν μια πολυκατοικία και το διαμέρισμα σύμφωνα με την έρευνα του ήταν στον τρίτο όροφο. Πως όμως θα εισχωρούσε μέσα σε αυτό; Πως ακόμα θα βεβαιωνόταν πως όντως υπήρχε πρόβλημα; Ο Καπετάνιος εισχώρησε στην πολυκατοικία και έφτασε στον όροφο. Παρά τα χρόνια του άνοιξε με μαεστρία το παράθυρο του φωταγωγού και πλησίασε από ένα μικρό τοίχωμα στο εσωτερικό παράθυρο της τουαλέτας. Παρέμεινε για ώρα όταν κατά διαστήματα άκουγε φωνές και ουρλιαχτά τα οποία θα ορκιζόταν πως προερχόντουσαν από τη γνωστή του. Ενδιάμεσα ακουγόντουσαν έντονες συνομιλίες στις οποίες δεν μπορούσε να διακρίνει το περιεχόμενο, όμως του ήταν αρκετά τα όσα είχε αντιληφθεί.

Κάλεσε ο ίδιος έτοιμο φαγητό στην συγκεκριμένη διεύθυνση και σε λίγη ώρα ένας νεαρός κατέφτανε στο σημείο χτυπώντας επίμονα το κουδούνι. Ο άντρας μέσα από την πόρτα έδιωχνε τον νεαρό ο οποίος φοβούμενος πως ήταν φάρσα και πως είχε κάνει άδικα το δρομολόγιο, άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται. Για να αποφύγει τη φασαρία ο άντρας μέσα από την πόρτα άνοιξε την πόρτα για λίγο και μάλιστα έβγαλε χρήματα για να παραλάβει το φαγητό. Σε μια στιγμή αδράνειας, ο Καπετάνιος όρμησε ανάμεσα τους, τους αιφνιδίασε, καθώς ο άντρας δεν κρατούσε το όπλο και επιτέθηκε εισβάλοντας μέσα στο διαμέρισμα. Ο άντρας αιφνιδιάστηκε όσο ο Καπετάνιος κατάφερε να σηκωθεί και να αντικρύσει την γειτόνισσα του φανερά κακοποιημένη με σκισμένα ρούχα και αίματα στο πρόσωπο και τον γιο της δεμένο στα χέρια και πόδια. Όταν σε δευτερόλεπτα ο άντρας συνήλθε από την επίθεση ο Καπετάνιος είχε απομακρύνει το όπλο του και άρχισε να φωνάζει για τη γυναίκα να φύγει με το παιδί της. Η γυναίκα έτρεξε προς την πόρτα και λίγο πριν περάσει το κατώφλι της, ο άντρας φωνάζοντας την έπιασε απ’ το πόδι, ο Καπετάνιος πετάχτηκε πάνω του καταφέρνοντας να λυγίσει το χέρι του. Η γυναίκα ξέφυγε με το παιδί της, όμως ο άντρας σηκώθηκε και χτύπησε με δύναμη τον ηλικιωμένο.
- “Τι γελοία ρούχα είναι αυτά”; του φώναξε με κουρασμένη φωνή.
- “Είμαι ο Καπετάνιος και σώζω αθώους από αποβράσματα σαν εσένα” απάντησε πληγωμένος.
- “Όχι, είσαι νεκρός” ανταπάντησε με σιγουριά εκείνος που είχε τραβήξει ένα δεύτερο όπλο απ’ την τσέπη του και πυροβόλησε πολλές φορές τον Καπετάνιο σκοτώνοντάς τον.

Την επομένη, οι εφημερίδες είχαν και πάλι, όπως πριν περισσότερα από τριάντα χρόνια, τον Καπετάνιο εξώφυλλο με τη στολή του. Όλοι έγραφαν και μιλούσαν για ηρωισμό. Η αστυνομία και η πολιτεία τον τίμησαν, η γυναίκα που στο μεταξύ είχε φροντίσει να συλλάβει η αστυνομία τον δολοφόνο ανέλαβε μια μεγαλοπρεπή ταφή και ο γιος του έφτασε στην τελετή της κηδείας γεμάτος τύψεις και με εντελώς διαφορετικά συναισθήματα σκεφτόμενος... “επανόρθωσες”.
:[ 

2 σχόλια:

Προβληματίστηκες; σχολίασε το