Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

MYΘΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ~ πάρτι χριστουγέννων

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό η πόρτα μόλις είχε ανοίξει. Ένας ψηλόλιγνος άντρας μπήκε στο σπίτι σέρνοντας τα πόδια του
ΤΟ SOUNDTRACK ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ως τον πλησιέστερο διακόπτη για να ανάψει το φως. Ήταν μόλις πέντε και μισή το απόγευμα όμως το σκοτάδι είχε καλύψει κάθε ακτίνα του ηλίου και τα χιονισμένα σύννεφα σφράγιζαν το μουντό τοπίο της πόλης. Ο άντρας έβγαλε τα παπούτσια του και προχώρησε. Τοποθέτησε προσεκτικά τα κλειδιά του και ένα μικρό τσαντάκι σε ένα παραπλήσιο ντουλάπι στο οποίο και κρέμασε το χοντρό του μπουφάν. Από μέσα φορούσε μία παλιά χοντρή ζακέτα και όταν την έβγαλε αποκαλύφτηκε το χοντρό μάλλινο πουλόβερ με διάφορα σχήματα και χρώματα πάνω, που θύμιζε παλαιότερες εποχές. Ο άντρας έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα του και χώθηκε στη μπανιέρα που άρχισε να τρέχει καυτό νερό. Σε δευτερόλεπτα, ο καθρέφτης είχε θαμπώσει.
Όταν βγήκε από την μπανιέρα, ντύθηκε προσεκτικά, φόρεσε μία μαλακή ρόμπα και τις δερμάτινες παντόφλες του και έκατσε στο σαλόνι. Εκεί είχε πρωτίστως ακουμπήσει μία εφημερίδα που κρατούσε απ’ έξω. Αφού βυθίστηκε στον καναπέ άρχισε να διαβάζει με μανία κάθε γωνιά της μεγάλης φυλλάδας. Μετά από ώρα ο άντρας σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι του. Ξάπλωσε και ακούμπησε το χέρι του στον διακόπτη του φωτιστικού που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Δίπλα ήταν και ένα επιτραπέζιο ρολόι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα αναμονής, ο δείκτης έδειξε δέκα ακριβώς και ο άντρας έκλεισε τον διακόπτη για να υπάρχει το απόλυτο σκοτάδι στον χώρο.

Την επόμενη μέρα ο άντρας βρισκόταν στο λεωφορείο όταν και μετά από αρκετές στάσεις αποβιβάστηκε για να πλησιάσει σε μία τεράστια αποθήκη που βρισκόταν λίγο έξω από τον δρόμο.
- “Καλημέρα Θωμά” ακούστηκε μία ευχάριστη φωνή λίγο πιο πέρα.
- “Καλημέρα Τάκη” απάντησε ο άντρας πολύ πιο σοβαρός.
Ο άντρας μπήκε στην μεγάλη αποθήκη στην οποία βρισκόντουσαν τεράστιοι διάδρομοι με θεόρατα ράφια. Δεν imageμπορούσες να ξεχωρίσεις τι βρισκόταν πάνω στα ράφια αφού μόνο κουτιά με παράξενους κωδικούς υπήρχαν. Ο Θωμάς έκατσε σε ένα πρόχειρο γραφείο γεμάτο από χαρτιά και μεγάλα ντοσιέ και άρχισε να βάζει σε μια σειρά τα έντυπα που είχε μπροστά του. Μετά από λίγο, συνάντησε τον Τάκη που μόλις είχε μπει στη μεγάλη αποθήκη.
- “Είδα ότι είχες πολλά δελτία. Θέλεις βοήθεια”; του είπε σε συναδελφικό πνεύμα.
- “Όχι φίλε σ’ ευχαριστώ. Σου έχω ξαναπεί πως αν κάποια στιγμή γίνει ένα  λάθος στην αποθήκη θέλω να είμαι μόνο εγώ ο υπαίτιος. Η αποθήκη είναι το σπίτι μου και τα δέματα η οικογένεια μου. Ξέρω που βρίσκεται το καθένα από αυτά” απάντησε αυστηρά εκείνος.
- “Εντάξει, εντάξει. Εγώ να βοηθήσω μόνο ήθελα. Το πολύ να σου κάνω λίγο παρέα. Αλήθεια; Που θα κάνεις Πρωτοχρονιά φέτος; Θα πας στο χωριό”; συνέχισε ο Τάκης με διάθεση για συζήτηση.
- “Δεν ξέρω. Ίσως. Εγώ ξέρεις, προτιμώ να κάτσω εδώ…” και λίγο πριν ολοκληρώσει τον διέκοψε ο φίλος του.
- “Ναι, ναι. Σπίτι, μόνος, να κοιτάς τον τοίχο. Ρε συ, Θωμά; Την παραμονή είμαστε καλεσμένοι με την Βούλα στο ρεβεγιόν του Σταμάτη. Τον θυμάσαι τον Σταμάτη. Θα έχει πολύ κόσμο εκεί. Και σίγουρα θα υπάρχουν μερικά ελεύθερα κορίτσια. Ε; Τι λες;” πρότεινε ενθουσιασμένος.
- “Δεν είμαι εγώ για τέτοια φίλε. Μεγάλωσα. Ποια γυναίκα μπορεί να με θέλει εμένα τώρα. Εξάλλου… Ξέχασες τι είχε γίνει την άλλη φορά που είχα έρθει μαζί σας στο πάρτι του Καρόγλου”;
Ο Τάκης ανασκουμπώθηκε. Έδειξε σκεπτικός για λίγο και συνέχισε να επιμένει:
- “Θωμά, έχεις περάσει τα σαράντα και ζεις σαν ρομπότ. Χρειάζεσαι ένα απρόοπτο. Έναν έρωτα, μια οικογένεια, παιδιά. Να έχει νόημα η δουλειά που κάνεις εδώ. Να αποκτήσει νόημα όλη σου η ζωή”.

Κρατώντας ένα έντυπο στα χέρια του, ο Θωμάς τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό του μία από τις άσχημες εμπειρίες στην ζωή του:
Ήταν πριν οχτώ χρόνια, στο πάρτι ενός συνάδελφου του Θωμά και του Τάκη, του Καρόγλου. Αλήθεια είναι πιθανό κανείς τους να μην ήξερε το μικρό του όνομα αφού όλοι τον φώναζαν με το επίθετο! Ο Καρόγλου είχε καλέσει όλους τους συναδέλφους της εταιρείας για να γιορτάσει μία οικογενειακή επέτειο σύμφωνα με κάποιο έθιμο που είχε.
Ο Θωμάς και πάλι δεν ήταν ενθουσιασμένος για να πάει εκεί, όμως δε θα έκανε ποτέ χαλάστρα στον φίλο του τον Τάκη. Ο Τάκης ήξερε πως καλεσμένη ήταν και η Βούλα, η κοπέλα που είχε ερωτευτεί και το πάρτι θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να βρεθούν! Ποιος να το έλεγε ότι τελικά θα παντρευόντουσαν και μαζί θα έκαναν μια υπέροχη οικογένεια με ένα παιδάκι. Ο Θωμάς λοιπόν, είχε αποφασίσει να δώσει την ευκαιρία στον φίλο του να δει την αγαπημένη του.
Τι θα έκανε όμως ο Θωμάς όσο ο φίλος του θα φλέρταρε την Βούλα; Δεν είχε κανένα σχέδιο για αυτό το ζήτημα. Απλά πήγε. Την περισσότερη ώρα βρισκόταν σε κάποια γωνία κρατώντας άτεχνα ένα ποτό χωρίς διάθεση ούτε να το πιει μα ούτε και να το αφήσει αναδεικνύοντας την αμηχανία του. Στο πάρτι υπήρχε κόσμος πολύς. Όλοι όμως ήταν χωρισμένοι σε παρέες. Είτε δύο ατόμων -όπως ο φίλος του- είτε περισσοτέρων. Το μόνο που απέσπασε την άτονη προσοχή του ήταν η προσέγγιση του Καρόγλου στον Τάκη που ως εκείνη τη στιγμή μιλούσε με την Βούλα. Κάτι είπαν για λίγο και ενδιάμεσα ο Θωμάς ένοιωσε να τον κοιτούν μυστικά.
Δεν πέρασε πολύ ώρα πριν μία εντυπωσιακή κοπέλα προσεγγίσει τον παραγκωνισμένο Θωμά. Φορούσε ένα θαλασσί στενό φόρεμα με διαφανείς λεπτομέρειες. Ήταν ξανθιά με μακριά καλοφτιαγμένα μαλλιά και έντονο μακιγιάζ. Τα μάτια της ήταν έντονα και το βλέμμα της μάλλον απλανές.
- “Γεια. Μήπως έχεις φωτιά”; Ο Θωμάς δεν κάπνιζε αλλά κουβαλούσε πάντα έναν αναπτήρα μαζί του. Πολύ συχνά ξεχνούσε τον δικό του ο Τάκης, όμως το όνειρο του ήταν να τον χρειαστεί μια εντυπωσιακή κοπέλα, σαν… αυτή!
- “Ε… δεν καπνίζω. Δηλαδή… ναι, έχω” απάντησε με χαρακτηριστική καθυστέρηση αφού με άγαρμπες χειρονομίες κατάφερε να τον βγάλει απ’ την τσέπη του και να τον ανάψει εντελώς άκομψα.
- “Υχαριστώ” είπε ενώ αμέσως ρούφηξε το τσιγάρο τόσο δυνατά που τα μάγουλά της δημιούργησαν δύο μεγάλες εσοχές στο πρόσωπό της και συνέχισε: “Με λένε Φρέι” δήλωσε ενώ έδωσε το χέρι της για να χαιρετιστεί με τον Θωμά ο οποίος πριν προλάβει να συστηθεί, άκουσε την νέα του γνωριμία να συνεχίζει: “Ελπίζω να περνάς καλά. Εγώ νομίζω πως είμαι ζαλισμένη. Τα ποτά πρέπει να είναι μπόμπα. Βλέπεις”; είπε δείχνοντας προς το πλήθος και γελώντας δυνατά. Ύστερα άρχισε να χορεύει στον ρυθμό της μουσικής τραβώντας ξοπίσω της το χέρι του Θωμά. Εκείνος βέβαια είχε λουστεί από κρύο ιδρώτα, είχε αλλάξει σαράντα χρώματα και με το ζόρι κρατιόταν όρθιος έχοντας δίπλα του μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα.
Η Φρέι τον έσυρε μέχρι τη μέση του σαλονιού όπου αρκετοί ήταν αυτοί που χόρευαν και άρχισε και εκείνη να χορεύει ακριβώς μπροστά του. Εκείνος σε κατάσταση σοκ από την αμηχανία του, κοιτούσε σαν αποχαυνωμένος την Φρέι να χορεύει και μόνο από ντροπή απλά κουνούσε τα πόδια του χωρίς όμως να πείθει κανέναν πως ήξερε να χορεύει. Ο Καρόγλου προσέγγισε ένα σημείο του χώρου όπου ήταν συγκεντρωμένοι διακόπτες και χαμήλωσε ελαφρώς τα φώτα. Ύστερα άλλαξε τη μουσική και από χορευτική έγινε ερωτική. Ο κόσμος αιφνιδιάστηκε και σταμάτησε να χορεύει, όχι imageόμως και η Φρέι που συνέχισε να χορεύει, αυτή τη φορά αισθησιακά. Κάποιοι στο βάθος συνέχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένοι, όμως η Φρέι χόρευε για τα μάτια του Θωμά μόνο και υπό το βλέμμα όλων των υπόλοιπων καλεσμένων. Σε δευτερόλεπτα η Φρέι κατέβαζε το φερμουάρ από το στενόμακρο της φόρεμα και σύντομα είχε μείνει με το μεταξένιο κομπινεζόν και τις ζαρτιέρες της. Ο Θωμάς είχε μείνει ακίνητος σαν στήλη άλατος, ενώ μια φωνή ακούστηκε στο βάθος: “Φέρτε του ανθρώπου μια καρέκλα ρε. Θα πέσει κάτω”! και το κλίμα αποφορτίστηκε όταν άπαντες ξέσπασαν σε γέλια. Όχι όμως και ο ίδιος ο Θωμάς ή η Φρέι που συνέχισε να χορεύει όσο πραγματικά η καρέκλα είχε έρθει πίσω από τον καημένο Θωμά που αναπαύτηκε. Όχι για πολύ πάντως, αφού η Φρέι εκμεταλλεύτηκε την στάση του καθιστού πια, Θωμά. Τον προσέγγισε και έκατσε πάνω στα πόδια του έχοντας γυρισμένη την πλάτη της. Η Φρέι άρχισε να χορεύει πάνω στον καθιστό Θωμά και όσο έτριβε το σώμα της πάνω στο δικό του, το κομπινεζόν κατέβαινε μέχρι που γλίστρησε ολόκληρο στην ποδιά του Θωμά αφήνοντας την Φρέι ολόγυμνη μόνο με τις ζαρτιέρες και τα παπούτσια της. Αυτή τη φορά γύρισε προς το μέρος του και τύλιξε τα πόδια της στην καρέκλα, λούζοντας το πρόσωπο του Θωμά με το στήθος της. Η Φρέι σηκώθηκε -προς έκπληξη όλων- κάπως απότομα από πάνω του έχοντας χάσει τον αισθησιασμό που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Είχε άραγε συμβεί κάτι στον τυχερό Θωμά; Σχεδόν όλοι έτρεξαν μπροστά από την καρέκλα για να δουν τι είχε συμβεί και αυτό που αντίκρισαν ήταν το μπεζ παντελόνι του εντελώς βρεγμένο. Με μιας ξέσπασαν σε γέλια ενώ η Φρέι λυπημένη αυτή τη φορά, μάζεψε τα ρούχα της και έκανε να φύγει. Ο Καρόγλου που αντιλήφθηκε την κίνηση της, της έκανε νόημα να περιμένει και ψιθύρισε από μακριά: “τα λεφτά σου”. Η Φρέι τον κοίταξε ένοχα και έφυγε λυπημένη.
Ο Θωμάς λυπημένος και ήρεμος, γύρισε στον φίλο του και του ξεκαθάρισε: “Όχι Τάκη. Ευχαριστώ. Δε θα πάρω” είπε και χάθηκε μέσα σε έναν από τους διαδρόμους.

Λίγα βράδια αργότερα, ο Θωμάς ήταν καλεσμένος στο σπίτι του Τάκη. Έπαιζε η αγαπημένη τους ομάδα και θα την παρακολουθούσαν παρέα στην τηλεόραση. Η Βούλα είχε φροντίσει να φτιάξει την αγαπημένη τυρόπιτα του Θωμά κι έτσι παρέα απολάμβαναν τον αγώνα. Στο ημίχρονο, ήρθε και η Βούλα στο σαλόνι και έκατσε μαζί τους. Μετά από μια γρήγορη κλεφτή ματιά του ζευγαριού, τον λόγο πήρε η Βούλα:
- “Θωμά σου είπε ο Τάκης για το πάρτι του Σταμάτη”; ρώτησε παριστάνοντας την ανήξερη.
- “Βούλα ναι. Μου το ανέφερε. Όμως ξέρεις κάτι; Δεν θα τα καταφέρω εκείνη τη μέρα. Αν είναι θα ενημερώσω” απάντησε επιπόλαια ο Θωμάς.
- “Θωμά; Δε θα γίνεται χαμός. Οικογένειες θα είναι. Παιδιά θα έχει κι εμείς θα είμαστε μαζί. Σου υπόσχομαι ότι θα περάσουμε ωραία. Ποτέ δεν σου έχω ζητήσει τίποτα” επέμεινε πιάνοντας στοργικά τον μηρό του. Ο ίδιος είχε σκύψει το κεφάλι εκφράζοντας έτσι την πασιφανέστατη αμηχανία του και αφού την άγγιξε κι αυτός στην πλάτη, της είπε χαμηλόφωνα:
- “Θα δούμε Βούλα. Αλήθεια, θα το σκεφτώ”.

Τις επόμενες ημέρες, οι δύο φίλοι συναντιόντουσαν κανονικά χωρίς να αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα, παρά το ότι οι μέρες για την πρωτοχρονιά πλησίαζαν. Μάλιστα τα Χριστούγεννα –όπως κάθε χρόνο- τα πέρασαν μαζί, στο μοναδικό σπίτι που ο Θωμάς ένιωθε άνετα, στην μοναδική ‘οικογένεια’ που είχε.

Την παραμονή, εργαζόντουσαν κανονικά. Σε μία από τις συναντήσεις που είχαν για θέματα της δουλειάς μέσα στην ημέρα, ο Τάκης έφερε το θέμα και πάλι στο προσκήνιο:
- “Φίλε, θα ‘ρθεις, έτσι”;
- “Θα ‘ρθω” είπε κοφτά και ο φίλος του χαμογέλασε χωρίς να του πει κάτι άλλο.

Το βράδυ έφτασε. Λίγο μετά τις εννέα, οι καλεσμένοι άρχισαν να προσέρχονται. Πριν τις δέκα έφτασε και ο Θωμάς με λίγα λεπτά διαφορά από τον Τάκη και την Βούλα. Οι παρευρισκόμενοι δεν πρέπει να ήταν περισσότεροι από δεκαπέντε, όμως το κλίμα ήταν γιορτινό. Κουστούμια, εντυπωσιακά φορέματα, λαμπερός φωτισμός, χαρούμενη μουσική, χαμόγελα, παιδικές φωνές και τραπέζια γεμάτα από πλούσια εδέσματα, ξηρούς καρπούς και ποτά όλων των ειδών. Όλοι έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι και περισσότερο απ’ όλους ο Σταμάτης με την γυναίκα του που για μία ακόμα φορά διοργάνωναν ένα τόσο εντυπωσιακό ρεβεγιόν.

Στα πηγαδάκια που είχαν δημιουργηθεί ο Θωμάς συμμετείχε στις συζητήσεις που είχε ο Τάκης, μόνο σε μία περίπτωση αποσπάστηκε, όταν τον βρήκε ο Σταμάτης και του έκανε νόημα να τον συστήσει σε έναν παλιό του συμμαθητή που είχαν χαθεί από χρόνια. Η κουβεντούλα που ακολούθησε ήταν εντελώς άνευ ουσίας και αφορούσε αναμνήσεις για τις οποίες ο συνομιλητής του ήταν ενθουσιασμένος, ο Θωμάς όμως είχε πεισθεί πως τις είχε διαγράψει!

Σε λίγο, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να μετρήσουν αντίστροφα για την αλλαγή του έτους. “Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα…” και δυνατά τραγούδια συνόδευαν τα χαμόγελα και τις ευχές που ακολούθησαν. Ο Σταμάτης άρχισε να ανοίγει σαμπάνιες και όταν όλοι σερβιρίστηκαν, έφερε μία μεγάλη ξύλινη κασετίνα από την οποία κέρασε τους άντρες της παρέας, μεγάλα πούρα. Δεν πήραν όλοι και σίγουρα όχι ο Θωμάς. Άλλωστε οι περισσότεροι περίμεναν τη στιγμή της κοπής της πίτας.

Πράγματι, η γυναίκα του Σταμάτη σε λίγη ώρα έφερε ένα τεράστιο ταψί που τοποθέτησε με τη βοήθεια των καλεσμένων στο κέντρο του μεγάλου τραπεζιού. Ύστερα έφερε στοιβαγμένα πιατάκια και μαχαιροπήρουνα κι έπειτα έδωσε ένα μεγάλο μαχαίρι στον Σταμάτη για να ξεκινήσει την διαδικασία. “Του Χριστού. Της Παναγίας” [] “ε… ελάτε εδώ να σας βλέπω. Α! Του Θωμά, της Εύης…” ο Θωμάς δεν πήρε πρώτος το κομμάτι του. Άφησε να πλησιάσει πρώτη η Εύη.

Ήταν μία αδύνατη κοπέλα με σχετικά κοντά μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα ασημί φόρεμα που έφτανε κάτω απ’ το γόνατο. Είχε όμως μια γλυκύτητα και ηρεμία στο πρόσωπο της. Όταν πήρε το κομμάτι της, περίμενε να πάρει και ο Θωμάς το δικό του για να ανταποδώσει την ευγενική πράξη.
- “Σίγουρα δεν πήρες το δικό μου”; τον πείραξε χαμογελαστή.
- “Ε… Νομίζω πως όχι. Αλλά αν θέλεις, μπορώ να το φάω μπροστά σου. Αν έχω το φλουρί θα είναι σίγουρα δικό σου. Αποκλείεται να πέσει σε μένα” απάντησε σοβαρά αλλά το ίδιο έξυπνα εκείνος.
- “Από το κόψιμο του κομματιού, άκουσα πως σε λένε Θωμά. Εγώ είμαι η Εύη” του είπε ήρεμα.
- “Ναι κι εγώ άκουσα πως σε λένε. Οπότε ίσως θες να μου πεις κάτι άλλο για σένα” συνέχισε το ρεσιτάλ έξυπνης ατάκας ο Θωμάς που είχε ήδη εντυπωσιάσει τον εαυτό του!
- “Έχω σπουδάσει ανθρωπολόγος, όμως εδώ και δεκαπέντε χρόνια εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός. Μ’ αρέσουν τα Χριστούγεννα γιατί αυτήν την περίοδο εξασκώ καλύτερα το επάγγελμα μου”.
- “Δηλαδή”;
- “Τα Χριστούγεννα Θωμά, όλοι παριστάνουν τους χαρούμενους. Ποιοι όμως πραγματικά είναι; Η πρόκληση είναι να βρίσκω τις σκέψεις και τα συναισθήματα του καθένα πίσω απ’ το ψεύτικο χαμόγελο”.
- “Και; Τα καταφέρνεις”;
- “Αμέ! Ένα από τα ‘θύματά’ μου είσαι κι εσύ. Σε έχω παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή. Είσαι μόνος, ανασφαλής, οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά συναισθηματικά, όχι. Πιθανότατα έχεις υποστεί κάποια δυσάρεστη ερωτική εμπειρία που σε σημάδεψε”.
- “Ω! Εντυπωσιακή, απλά θα σε διορθώσω. Δεν πιστεύω στον έρωτα Εύη. Μ’ αρέσει να βλέπω ευτυχισμένα ζευγάρια και εννοείται ότι ποτέ δεν ζηλεύω, όμως επειδή υπήρξα πάντοτε στην αντικειμενική θέση του παρατηρητή, έμαθα πως καμία τέτοιου είδους ευτυχία δεν κρατάει πολύ. Μάλιστα, καμία απολύτως ευτυχία δεν κρατάει πολύ”.
- “Είμαι κι εγώ ελεύθερη. Οπότε δεν μπορώ να σε διαψεύσω. Θα σου πω όμως ότι κάνεις μεγάλο λάθος. Ο έρωτας είναι εκπληκτικός. Στην δουλειά μου βοηθάω ανθρώπους να φτάνουν σε συναισθήματα που δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν” εξήγησε με ενθουσιασμό.
- “Και… χρεώνεις πολύ την ώρα”; ρώτησε αστειευόμενος ο Θωμάς.
- “Ναι, πολύ. Αλλά λόγω της ημέρας, θα κάνω μια εξαίρεση” του είπε και σηκώθηκε κάνοντάς του νόημα να τον ακολουθήσει.

Η Εύη ανέβηκε τις εσωτερικές σκάλες με τον Θωμά και μπήκε σε ένα δωμάτιο που άνοιξε χωρίς η ίδια να γνωρίζει τι ήταν μέσα. Ήταν ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι που μάλλον λειτουργούσε και σαν ξενώνας ή αποθηκάκι. Όταν μπήκαν μέσα, έκλεισαν την πόρτα και η Εύη άρχισε να τον φιλά παθιασμένα. Σήκωσε το φόρεμα της και άρχισε να του βγάζει τα ρούχα του. Ο Θωμάς όχι απλά αιφνιδιάστηκε. Δεν ήξερε καν πως να το διαχειριστεί. Δεν είχε ξαναζήσει την εμπειρία, όμως έκανε ότι μπορούσε για να μην φανεί. Οι δυο τους έκαναν για λίγη ώρα παθιασμένο έρωτα, με την Εύη να τον απολαμβάνει όχι τόσο σωματικά όσο συναισθηματικά και τον Θωμά να ζει μια πρωτόγνωρη εμπειρία που είχε διαγράψει από τις επιδιώξεις του.

Όταν οι δυο τους επέστρεψαν πίσω στους καλεσμένους, ο Θωμάς αναζήτησε στον κολλητό του. Έτρεξε να του συστήσει τη νέα του φίλη. Ο Τάκης έδειξε χαρούμενος από αυτό που αντιλαμβανόταν ότι συνέβαινε και άρχισε να συνομιλεί με την Εύη και την Βούλα. Ο Θωμάς έφυγε για να φέρει ποτά, όμως πρώτα στάθηκε λίγο έξω στην βεράντα. ‘Υπάρχει Άγιος Βασίλης τελικά’ σκέφτηκε και ένα δάκρυ πάγωσε λίγο πριν κυλήσει στο μάγουλό του.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το