Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - το όνειρο


το όνειρο
Ένα βάρβαρο λευκό φως έσχισε το σκοτάδι σα λεπίδα πάνω σε τρυφερό δέρμα. Κι έπειτα σιωπή. Το φως από το κερί στο πάτωμα τρεμόπαιζε δειλά κι έκανε τις σκιές να φαντάζουν σαν τέρατα στους βουβούς τοίχους. Ο εκκωφαντικός θόρυβος που ακολούθησε έκανε την απλή καρέκλα που έστεκε μοναχικά στη μέση του δωματίου να σειστή. Τα τζάμια των παραθύρων κρατήθηκαν με όλη τους τη δύναμη να μη σπάσουν σε χίλια κομμάτια και καθώς ο ήχος της βροντής έσβησε κυματιστά σα βουή πετάλων από φευγάτα καλπάζοντα άλογα πάνω σε πλακόστρωτο δρόμο μια σιωπή αλλιώτικη απλώθηκε. Κανείς δε μίλησε κι όμως οι καρδιές τους χτυπούσαν γρήγορα μέσα στο στήθος τους. Η φλόγα χόρεψε τρελά σαν κάποιο αόρατο πνεύμα να την είχε φυσήξει. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα πάνω της κι η αντανάκλασή της πάνω στις κόρες τους ήταν ζωηρή ίσως και τρομακτική. Κι έπειτα ακούστηκαν οι πρώτες σταγόνες να χτυπούν τα τζάμια αργά κι όλο και δυνάμωναν και πλήθαιναν σ' ένα τρελό ρυθμικό χορό που η μελωδία του χάιδευε τ' αυτιά τους.  Ήταν κι οι δυο καθισμένοι πάνω στο μοναδικό στενό κρεβάτι και είχαν ακουμπισμένες τις πλάτες τους στον τοίχο πίσω τους. Αυτή με τα μακριά μαλλιά της που έπεφταν ανάκατα πάνω στους ώμους της κι έκρυβαν τα ζωηρά σχέδια πάνω στο ύφασμα του μαύρου φορέματός της. Αυτός με το γαλάζιο πουκάμισό του ανοιχτό στο στήθος του και τσαλακωμένο έξω από το παντελόνι του. Κι οι δυο αμίλητοι κοιτούσαν ακόμα τη φλόγα και οι σκέψεις βασάνιζαν τα μυαλά τους σαν τρελές νεράιδες που πετούν κι ακουμπούν με το ραβδί τους κάθε πτυχή της θύμησής τους.

Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ορμητικά πάνω στο τζάμι και οχλαγωγία ακούστηκε από κάποιο διπλανό δωμάτιο μ' αυτοί δεν άκουσαν τίποτα. Εκείνος ανασηκώθηκε αργά και μεθοδικά και γύρισε να την κοιτάξει. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα δικά της που τώρα πια κοιτούσαν μόνο το άπειρο. Μελέτησε το πρόσωπό της, τη σχισμή των χειλιών της, τα βλέφαρα όπως χάιδευαν τα φρύδια της και η μύτη της που άρμοζε τόσο όμορφα ανάμεσα στα μάτια της. Την κοιτούσε επίμονα χωρίς να λέει λέξη κι εκείνη συνέχισε να ν' αποφεύγει το βλέμμα του. Το δωμάτιο έμοιαζε αποκολλημένο πια από τον υπόλοιπο κόσμο και οι σκιές που χόρευαν στους τοίχους είχαν γίνει λιγότερο τρομακτικές. Το αμυδρό φως που απλωνόταν έμοιαζε να τους περιβάλλει σα ζεστή πουπουλένια κουβέρτα. Πλησίασε το πρόσωπό του ακόμα πιο κοντά κι εκείνη δε μπορούσε πια ν' αποφύγει το βλοσυρό του βλέμμα. Τα μάτια τους ενώθηκαν και τα κορμιά τους ανατρίχιασαν. Η σκέψη πέρασε από το μυαλό του πως δεν ήξερε πως είχε βρεθεί εκεί. Το δωμάτιο του ήταν άγνωστο κι εκείνη που κοιτούσε μέσα στα μάτια μία άγνωστη. Όχι, δεν την ήξερε αλλά ένιωθε κοντά της μια παράξενη οικία αίσθηση, μια ζεστασιά που ένιωθε πάντα όπως όταν ήταν κοντά στην χαμένη αγαπημένη του. Της χαμογέλασε δειλά μ' αυτή μόνο κοίταξε για μια στιγμή τα χείλη του και τα μάτια της επέστρεψαν πάνω στα δικά του χωρίς ν' ανταποδώσει το χαμόγελο που της χάρισε. Ένοιωθε την έλξη της μα δεν είχε το κουράγιο να την αγγίξει. Δεν είχε αγγίξει καμία από τότε... Τότε εκείνη με το σοβαρό πρόσωπο και τα εκφραστικά της μάτια, σήκωσε τα χέρια της και τα έβαλε γύρω από το κεφάλι του τραβώντας τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η αίσθηση της σάρκας της πάνω στη δική του των έκανε να χάσει για μια στιγμή τον έλεγχο των αισθήσεών του. Και καθώς η βροχή συνέχιζε τη ρυθμική μελωδία της και το κερί τρεμόπαιζε στο άδεια δωμάτιο, την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του κι ένα ατελείωτο ερωτικό φιλί άρχισε να λειώνει τον πάγο του άγνωστου. Αφέθηκε σ' αυτό το φιλί σαν παιδί που ένιωθε την αγκαλιά της μάνας του να το περιβάλει και να του δίνει ατελείωτη ασφάλεια. Τα μάτια τώρα είχαν σφαλίσει και όλα έμοιαζαν όπως αυτός το θυμόταν. Και πάνω στο αποκορύφωμα του καυτού φιλιού τους βρέθηκε μόνος καθισμένος στο κρεβάτι, ζαλισμένος, ανήμπορος να κουνηθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε βρεθεί μόνος, μαγεμένος ακόμα από τη γλύκα εκείνου του φιλιού.

Και ξαφνικά στην αντικρινή γωνιά πάνω σε ένα ως τώρα αόρατο κρεβάτι βρέθηκε μια άλλη που του χαμογελούσε κάτω από τα σκεπάσματα.  Την κοίταξε παραξενεμένος μα δεν ήταν αυτή που πριν λίγο κρατούσε αγκαλιά. Αυτή σηκώθηκε και προκλητικά προχώρησε κοντά του κι εκείνος πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος. Κάτι του είπε μα δεν την άκουσε και κοιτώντας γύρω του στο μισοσκόταδο προσπαθούσε να βρει αυτή που κρατούσε. Η βροχή είχε πια σταματήσει και οι ομιλίες από τα άλλα δωμάτια ενοχλούσαν τώρα τ' αυτιά του. <<Που είναι η...>> προσπάθησε να πει μα δεν ήξερε καν το όνομά της. <<Που είναι η κοπέλα που ήταν εδώ μόλις τώρα;>> Κατόρθωσε να ψελλίσει. <<Έφυγε!>> του είπε η κοντή κοπέλα που ήταν τώρα μπροστά του κι άπλωνε τα χέρια της να τον ακουμπήσει. Ένας πανικός τον κυρίευσε κι ένοιωθε τις σταγόνες κρύου ιδρώτα να σχηματίζονται στο χλωμό μέτωπό του. Απεγνωσμένα απέφυγε το άγγιγμά της κι έτρεξε σαν τρελός να βρει την πόρτα που ήταν ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Και βγαίνοντας ορμητικά έξω ξαφνικά βρέθηκε πάνω στο βρεμένο δρόμο μέσα σ' ένα πυκνό σκοτάδι. Φώναξε με όλη τη δύναμη του μα φωνή καμία δεν ακούστηκε και μόνο μια στιγμή νόμισε πως άκουσε βιαστικά βήματα μέσα στο σκοτάδι...(_)

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το