Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

προβληματισμός κυριακής - ΚΥΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΚΕΨΕΙΣ: ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Φεβρουάριος 2012
Ο δροσερός ανοιξιάτικος άνεμος έσπρωχνε στα ρουθούνια τους ευωδιές από θαλασσινή αλμύρα και γλυκά εαρινά άνθη. Το πλοίο έσκιζε τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και ο αφρός των κυμάτων ζωγράφιζε ατέλειωτες Ελληνικές σημαίες πάνω στα βαθιά νερά. Έτσι ξεκίνησε μία imageπεριπέτεια δυο ταπεινών προσκυνητών στο περιβόλι της Παναγίας. Συνεπαρμένοι γέμιζαν τα μάτια τους από την ομορφιά του Άθως που ξεδιπλώνονταν μπροστά τους. Τα βουνά χαμηλά και καταπράσινα άρχισαν να ψηλώνουν καθώς το πλοίο διέσχιζε τον Σιγγιτικό κόλπο στα δυτικά της χερσονήσου. Οι πρώτες μονές και σκήτη άρχισαν να εμφανίζονται σιγά σχεδόν ντροπαλά μπροστά τους. Βυζαντινοί πύργοι και αρσανάδες χτισμένοι στο χείλος των γαλαζοπράσινων πέτρινων ακρογιαλιών. Και καθώς έπλεαν προς τη Σκήτη της Αγίας Άννας τα μοναστήρια συνέχιζαν να υψώνονται όλο και περισσότερο ψηλά στα απόμερα βραχώδεις βουνά με τις χιονισμένες ακόμα κορφές τους. Κάστρα μιας άλλης εποχής, εξωπραγματικά φρούρια του Χριστιανισμού φάνταζαν απόρθητα σαν αετοφωλιές στις απότομες πλαγιές των βουνών.

Δέσανε στο μόλο της Αγίας Άννας, τα εμπορεύματα και οι αποσκευές φορτώθηκαν στα μουλάρια που περίμεναν υπομονετικά και μαζί προσκυνητές και ζωντανά άρχισαν την ανάβαση των πάνω από 1000 σκαλοπατιών προς το Κυριακό. Κουραστική η ανάβαση αλλά η θέα imageαπίστευτα όμορφη. Φτάνοντας στο Κυριακό η θέα ήταν παραδεισένια και όλος ο κόπος της ανάβασης έσβησε μπροστά στο δέος που ένιωσαν εκεί ψηλά στον προορισμό τους. Η υποδοχή ήταν χαρακτηριστική με ένα δίσκο με λουκούμια, δροσερό νερό, καφέ και τσίπουρο. Μα το δέος που ένιωσαν από την εξωτερική ομορφιά δε μπορούσε να συγκριθεί με την απόλυτη αγαλλίαση που ένιωσαν σα μπήκαν στη σκοτεινή εκκλησία της Αγίας Άννας. Κάθε σπιθαμή των τοίχων γεμάτη από αγιογραφίες και τα εικονοστάσια έλαμπαν στο αμυδρό φως από τα χρυσά κι ασημένια τους στολίδια. Τα εκφραστικά μάτια των Αγίων θαρρείς κι ακολουθούσαν το κάθε βήμα τους. Κι αφού προσπέρασαν τα πρώτα στασίδια ο μοναχός που τους οδηγούσε έβγαλε πάνω σε ένα μικρό και ταπεινό τραπεζάκι τα λείψανα. Το αριστερό πόδι της Αγίας Άννας, ένα από τα αρχαιότερα λείψανα που υπάρχουν στον κόσμο, η κάρα του οσιομάρτυρα Νικοδήμου και η κάρα του οσιομάρτυρα Νεκταρίου εκ Βρυούλων! Ο λόγος για την επίσκεψή τους. Με μεγάλη κατάνυξη προσκύνησαν τα άγια και προσευχήθηκαν για να ευχαριστήσουν το Θεό που τους αξίωσε να δουν και να τιμήσουν αυτά τα πολύτιμα δώρα.

Η μέρα όμως επιφύλασσε και άλλες εμπειρίες γι αυτούς κι έτσι αφού ξαπόστασαν στη δροσερή αυλή του πατέρα Θεόφιλου που τους φιλοξένησε και τους πρόσφερε ένα λυτό αλλά πολύ χορταστικό μεσημεριανό από μακαρόνια, χταπόδι και υπέροχο ψωμί, ξεκίνησαν και πάλι για τον τελικό προορισμό της μέρας τους. Δε θα μπορούσαν όμως να συνεχίσουν χωρίς να σταματήσουν πρώτα στη μισογκρεμισμένη imageκαλύβη του Αγίου Νεκταρίου. Η καλύβη έχει σκεπαστεί προσωρινά με τσίγκινη οροφή αλλά το εσωτερικό δεύτερο πάτωμα έχει πέσει σε πολλά σημεία. Στο ισόγειο διέκριναν διάφορα αντικείμενα όπως σκάφες, αγγεία, πέτρα ελαιουργείου και ένα σωρό άλλα χαλάσματα και σκεύη καθημερινής χρήσης. Στο δεύτερο όροφο μπορούσαν ακόμα να διακρίνουν τα ρούχα των μοναχών να κρέμονται στους τοίχους και διάφορες φωτογραφίες και εικόνες πάνω στα χαλάσματα. Όλα έδειχναν σα να είχαν εγκαταλειφθεί ξαφνικά και είχαν μείνει σα φωτογραφία μιας άλλης εποχής. Σκαρφάλωσαν την ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα που ήταν ακουμπισμένη στο τοίχο και ανέβηκαν στο μικρό ναΐσκο της καλύβης αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Τα ξύλινα στασίδια έστεκαν ακόμα άθικτα και το τέμπλο ένα πανέμορφο ξυλόγλυπτο χρωματισμένο ήταν ξεθωριασμένο αλλά παρά τη φθορά του χρόνου δέσποζε και απήγγειλε την ομορφιά του. Βρήκαν μόνο τις εικόνες του Αρχαγγέλλου Μιχαήλ και του Χριστού που για κάποιον λόγο είχαν μείνει στο ερειπωμένο παρεκκλήσι. Ο τρούλος έστεκε απειλητικά με βαθιές ρωγμές και τρύπες. Προσευχήθηκαν με ευλάβεια και αποχαιρέτησαν αυτό το ιστορικό μνημείο με την ελπίδα πως κάποτε θα ανακαινιστεί ώστε και πάλι να φιλοξενήσει άλλους ευλαβικούς μοναχούς στο μέλλον.  Ο ήλιος τώρα έγερνε δυτικά και το ανοιξιάτικο λιοπύρι τους έκαιγε τα πρόσωπα. Το μονοπάτι κακοτράχαλο πότε ανέβαινε κατακόρυφα και πότε κατέβαινε κάθετα με τις πέτρες να γλιστράνε κάτω από τα πόδια τους και να χάνονται στο κενό του απότομου γκρεμού και στο απέραντο γαλάζιο από κάτω τους. Η θέα μαγευτική μα και ο δρόμος δύσκολος και τα φορτωμένα πράγματά τους στους ώμους, τους έκαναν να λαχανιάζουν και να σκαρφαλώνουν με αργούς ρυθμούς. Οι βέργες που είχαν αγοράσει από την Ουρανούπολη είχαν αποδειχτεί δώρα Θεού και στηρίζονταν απάνω τους στις κακοτοπιές της ανελέητης ερημιάς. Σταματούσαν συχνά στη σκιά των δέντρων για να πάρουν δυνάμεις και να συνεχίσουν την τελική ανάβασή τους στη πλαγιά του βουνού που φαινόταν ατελείωτη μπροστά τους. Όταν πια έφτασαν στην άλλη άκρη του βουνού ο ήλιος ετοιμαζόταν για την τελευταία βουτιά του στο Αιγαίο και μπροστά τους φάνηκε επιτέλους η Μονή του Αγίου Παύλου. Στη στροφή του μονοπατιού που μπορούσαν να δουν καλά τη μονή σταμάτησαν και θαύμασαν αυτή το μονή κάστρο με το Βυζαντινό της πύργο και τα πετρόχτιστα μετόχια της τριγύρω. Η μονή είναι καθισμένη στη ποδιά του Άθως και η κορφές του όρους φαντάζουν άγριες και μισοχιονισμένες από πάνω της με άγρια βράχια και κάθετες πλαγιές. Στη μονή φιλοξενήθηκαν από τον αρχοντάρη που τους έδωσε δωμάτιο και κάτι για να φάνε. Μαγεμένη από την ομορφιά του χώρου βγήκαν έξω να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα. Εκεί στην ομορφιά της φύσης με το θόρυβο των νερών που τρέχουν παντού και το γλυκό κελάηδισμα των πουλιών ένιωσαν την απόλυτη επαφή με το Θεό. Όντως μέσα σ' αυτό ειδυλλιακό τοπίο, αυτόν τον επίγειο παράδεισο μπορούσαν να νιώσουν την ένωσή τους με τα επουράνια.

Το πρωί απόλαυσαν την γλυκιά λειτουργία του όρθρου μέσα σε στη πανέμορφη βυζαντινή εκκλησία του καθολικού και μάζεψαν τα πράγματά imageτους για τον επόμενο σταθμό τους που ήταν η Μονή Διονυσίου. Αποφάσισαν να πάρουν το καραβάκι κι έτσι κατέβηκαν στο λιμανάκι της μονής και περίμεναν μαζί με άλλους προσκυνητές και μοναχούς. Ο καιρός είχε αλλάξει και τα σύννεφα βαριά κάλυπταν τις κορυφές των βουνών και κρεμόντουσαν απειλητικά. Ο αέρας είχε αρχίσει να φυσάει αλλά το κέφι και οι όρεξη των προσκυνητών ήταν ακμαία καθώς ανυπομονούσαν να συνεχίσουν την περιπέτειά τους. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια γι αυτούς. Επιβιβάστηκαν στο καραβάκι και οι άνεμοι άρχισαν να φυσούν μανιασμένοι σηκώνοντας αγριεμένα κύματα που έσπαζαν στα απόμερα βράχια με τεράστιες άσπρες εκρήξεις. Το καράβι προσπάθησε να κάνει τις επόμενες στάσεις του μα δε μπόρεσε να σταματήσει στον επόμενο σταθμό τους και αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Ουρανούπολη μετά από ένα κουραστικό και τρομακτικό ταξίδι πέντε ωρών. Εκτός από τη ναυτία που χτύπησε άσχημα όλους τους επιβάτες ο φόβος ότι θα χάσουν τις προγραμματισμένες μέρες διαμονής τους ήταν αυτό που τους στεναχώρησε περισσότερο. Στην Ουρανούπολη πέρασαν ένα ήρεμο βραδάκι αναπολώντας τις εμπειρίες που τους είχαν αγγίξει και κοιμήθηκαν ήσυχα σε ένα απλό ξενοδοχείο.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη και παραδεισένια και κανένα σημάδι της χθεσινής Θεϊκής οργής δεν υπήρχε ορατό. Επιβιβάστηκαν και πάλι στο καραβάκι με προορισμό τις Δάφνες, το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους. Το ταξίδι ήταν μια σκέτη απόλαυση με τον καταγάλανο imageουρανό και τους γλάρους να πετάνε ανέμελα μέσα στον ανοιξιάτικο αέρα. Οι μονές και οι σκήτες ξεδιπλώθηκαν μπροστά τους με όλο τους το μεγαλείο ακόμα πιο όμορφες κι επιβλητικές απ’ ότι της είχαν δει στο πρώτο τους ταξίδι. Το λεωφορείο στις Δάφνες παραφορτώθηκε με επιβάτες και αποσκευές και κουτσαίνοντας άρχισε το ανηφόρισμα στον χωματόδρομο προς τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Όρους. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη μέσα από ατελείωτες σειρές δέντρων με πεύκα, κυπαρίσσια και έλατα και απότομους γκρεμούς που κρέμονταν επικίνδυνα σε κάθε στροφή. Στην κεντρική πλατεία των Καρυών λεωφορεία και μικρά πούλμαν ξεφόρτωσαν εμπορεύματα και προσκυνητές και το βούισμα της πολυκοσμίας έμοιαζε με ανατολίτικο παζάρι του μεσαίωνα. Οι δυο προσκυνητές ρωτώντας βρήκαν το δρόμο για το κελί ενός μοναχού που θέλανε να επισκεφτούν. Χτυπώντας την πόρτα του μια φωνή ακούστηκε να ρωτάει το “σύνθημα”... “Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με” απάντησαν οι προσκυνητές και η πόρτα άνοιξε με έναν παχουλό ροδομάγουλο γέροντα να τους καλωσορίζει εγκάρδια. Στο Άγιο Όρος ποτέ δε νιώθεις ξένος, ακόμα και άνθρωποι που ποτέ στη ζωή σου δεν συνάντησες είναι σα να σε ξέρουν χρόνια ή μόλις σε είχαν δει χθες. Μετά από λίγη συζήτηση με τον γέροντα πήραν οδηγίες πως να επισκεφτούν το κελί του μακάριου μοναχού Παΐσιου ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ο επόμενος Άγιος της εκκλησίας μας.

Ξεκίνησαν και πάλι την πεζοπορία τους, όμως αυτή τη φορά αντί για απόμερα μονοπάτια και γκρεμούς, πέρασαν μέσα από πανέμορφα imageπεριβόλια, κήπους και υπερβολικά υπέροχη φύση με κωνοφόρα δέντρα και μικρά ρυάκια με κρυστάλλινα νερά κάτω από μικρές γεφυρούλες. Στο Όρος είναι αδύνατο για κάποιον να μην γίνει ένα με τη φύση. Όπου πατήσεις κι όπου βρεθείς η φύση σ’ αγκαλιάζει, σε πλαισιώνει, τα φύλλα σε χαϊδεύουν και τα πουλιά κελαηδάνε μια ξεχωριστή μελωδία, γλυκιά σαν ψαλμωδία. Η παράγκα του γέροντα Παΐσιου ήταν λυτή μα ξεχώριζε μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Οι δυο φίλοι προσκύνησαν με ευλάβεια το μικρό ναΐσκο της και μετά κάθισαν μαζί με άλλους στην μικρή αυλή όπου 7-8 κούτσουρα οργανωμένα σε ένα κύκλο αποτελούσαν τα έπιπλα της “βεράντας”. Ο καφές που προσφέρθηκε από το γέροντα που φροντίζει την καλύβα ήταν μυρωδάτος και το νερό δροσερό κι ευχάριστο, αλλά ακόμα πιο πολύ ενδιαφέρον είχαν οι ιστορίες που διηγήθηκε από τη ζωή του Παΐσιου, τροφή πραγματική για την ψυχή. Λίγες φορές νιώθεις μια απόλυτη ικανοποίηση με τον εαυτό σου και λίγες φορές είναι εκείνες που μια απόλυτη γαλήνη σε κυριεύει και σαν από θαύματος οι σκοτούρες και ανησυχίες της ζωής εξαφανίζονται και πετάνε μακριά. Οι δυο προσκυνητές δεν ήξεραν που θα περνούσαν τη νύχτα εκείνη μα δεν τους πείραζε καθόλου γιατί οι καρδιές τους ήταν γεμάτες ενθουσιασμό και μια παράξενη ηρεμία. Ακόμα και το χώμα που πατούσαν το ένιωθαν καταφύγιο, φιλόξενο και γνωστό. Κι έτσι ξεκίνησαν πάλι για την άλλη άκρη των Καρυών προς τη Μονή του Αγίου Ανδρέα όπου άκουσαν πως υπήρχε χώρος για να τους φιλοξενήσουν.

Περπάτησαν συζητώντας τις εμπειρίες τους μέσα από καλντερίμια και φράχτες ξύλινους καλοδιατηρημένους. Πέρασαν τα πλακόστρωτα προαύλια εκκλησιών με ατέλειωτες αγιογραφίες στους τοίχους και ανάγλυπτα μάρμαρα και ψηφιδωτά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να imageγέρνει και το όρος Άθως πίσω τους είχε πάρει ένα σκούρο μπλε χρώμα κι φαινόταν ακόμα πιο δραματικό καθώς βυθιζόταν στο επερχόμενο σκότος. Περνώντας την κεντρική πύλη της μονής κάτω από την ανοιχτή αγκάλη της Παναγίας, έμειναν έκθαμβοι μπροστά στα κτίσματα που που αντίκρισαν! Ο τεράστιος ναός του Αγίου Ανδρέα ήταν πελώριος κι επιβλητικός ακόμα και ανάμεσα από τις σκαλωσιές που τον πλαισίωναν λόγω ανακαίνισης. Αγάλματα μέσα σε κήπους και γκριζοπράσινες πλάκες πάνω σε τάφους ηγουμένων. Δέντρα και κυπαρίσσια και γύρω τα κελιά σα στρατώνες με κόκκινα κεραμίδια, ξύλινα παράθυρα και σκουροκάστανα μπαλκόνια. Απέναντι από την εκκλησία ένας παμπάλαιος Βυζαντινός ναός πετρόκτιστος και χρονομαστιγωμένος με μικρά παράθυρα και πολύχρωμες πέτρες να ξετρυπώνουν από το φαγωμένο σοβά των τοίχων του. Ο αρχοντάρης της μονής τους είπε ότι μόλις και πρόλαβαν να φτάσουν μια και όλα τα μοναστήρια κλείνουν τις τεράστιες ξύλινες πόρτες τους με τη δύση του ήλιου και δεν ανοίγουν ξανά μέχρι την ανατολή. Φιλοξενήθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με δυο κρεβάτια και έπεσαν να κοιμηθούν αμέσως γιατί “...ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός”...

Στις 3 το πρωί τα σήμαντρα άρχισαν να χτυπάνε κι οι προσκυνητές μας με βαριά ακόμα τα βλέφαρα σηκώθηκαν για την πρωινή λειτουργία. imageΠερπατώντας από τον ξενώνα προς τα σκαλιά της εκκλησίας, ο ψυχρός αέρας του πρωινού τους εμψύχωσε και μια χρυσή πανσέληνος τους έκλεισε το μάτι ανάμεσα από τα κτίρια. Όλες οι εκκλησίες στο Άγιο Όρος δεν έχουν ηλεκτρισμό και ο μόνος φωτισμός παρέχεται από τη λάμψη των κεριών. Στο αμυδρό φως περπάτησαν στο μέσω του ναού και καθώς τα μάτια τους άρχισαν να συνηθίζουν, τα στόματά τους έμειναν ανοιχτά από το χαώδες μέγεθος του εσωτερικού. Τεράστιες μαρμάρινες κολώνες χανόντουσαν στο σκοτάδι της οροφής. Εικόνες απίστευτου μεγέθους και ομορφιάς καθήλωναν κι επέβαλαν την ταπείνωση. Η ψαλμωδία των μοναχών ήταν απίστευτα μαγευτική και οι φωνές υψωνόντουσαν μέσα από αργυρές γενειάδες και ρυτιδιασμένα πρόσωπα σα να μην άρμοζαν να βγαίνουν από αυτά τα γηρασμένα κορμιά. Το τέμπλο του Ιερού έλαμπε ολόχρυσο στη λάμψη των κεριών και τα βλέμματα των Αγίων ήταν ζωντανά και τα στόματά τους έμοιαζαν πως έψαλλαν κι αυτά μαζί με τους μοναχούς. Η ευωδία του λιβανιού αναμιγνυόταν με το άρωμα των λουλουδιών γύρω από την εικόνα του νυμφίου Χριστού. Τα κεριά από τους τεράστιους πολυέλεους δεν ήταν αναμμένα καθώς κρεμόντουσαν μέσα στο απέραντο της εκκλησίας. Κι αφού οι δυο φίλοι απορρόφησαν την ομορφιά που απλωνόταν γύρω τους, έκλεισαν τα μάτια κι άφησαν την αθάνατη βυζαντινή ψαλμωδία να τους ανεβάσει μέσα στον παράδεισο των ονείρων τους. “Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με”.

Όταν οι φίλοι βγήκαν από το ναό του Αγίου Ανδρέα, γύρω στις 6 το πρωί, ο ήλιος είχε αρχίσει να χρυσίζει τα πλακόστρωτα δρομάκια και τα καλντερίμια του μοναστηριού. Ο πρωινός αέρας ήταν ευχάριστος στο πρόσωπό τους κι ένοιωθαν ανανεωμένοι και ξεκούραστοι παρά τον λιγοστό ύπνο τους.  Πριν φύγουν όμως ζήτησαν άδεια να φωτογραφίσουν το εσωτερικό της εκκλησίας που μέσα στο φως της ημέρας έλαμπε ακόμα πιο επιβλητικό. Ο μεγάλος θόλος με το Χριστό παντοκράτορα ήταν μια απίθανη ζωηρή αναπαράσταση με θαυμάσια imageχρώματα και σύμβολα. Τα στομάχια όμως που δεν υπακούν και δεν τρέφονται με πνευματική τροφή είχαν αρχίσει να παραπονιούνται. Κι έτσι οι φίλοι πήραν και πάλι το δρόμο προς τις Καρυές. Στο μικρό καφενείο της πρωτεύουσας παρέα με ένα νεαρό μοναχό με ξενική προφορά, έφαγαν ένα απλό και νηστίσιμο γεύμα, πάνω στα παλιά ξυλοφαγωμένα τραπέζια και τις ψάθινες καρέκλες. Κι αφού το γεύμα είχε κατευνάσει τις ανάγκες της σάρκας, περπάτησαν λίγο πιο πέρα για να επισκεφτούν τον πανάρχαιο ναό της Κοίμησης Της Θεοτόκου που είναι και ο καθεδρικός ναός της πρωτεύουσας. Στο εξωτερικό του ναού ο χρόνος είχε αρχίσει να φθείρει τις ατέλειωτες αγιογραφίες που ακόμα και ξεθωριασμένες μαρτυρούσαν την αθάνατη τέχνη του Μανουήλ Πανσέληνου πρωτομάστορα της αγιογραφικής σχολής Μακεδονίας. Προσκύνησαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του “Άξιον Εστί” και για μια ακόμη φορά θαύμασαν το εσωτερικό του ναού που ήταν σχετικά σκοτεινό και δεν άφηνε άπλετο το φως της ημέρας από τα λιγοστά παράθυρά του. Χορτασμένοι σαρκικά αλλά πεινασμένοι για περισσότερες πνευματικές περιπέτειες, οι δυο φίλοι περίμεναν τώρα το λεωφορείο για το ταξίδι τους πίσω στη Δάφνη.

Από τη Δάφνη, η μονή του Αγίου Ξενοφώντος είναι λιγότερο από δέκα λεπτά με το καραβάκι, κι εκείνη τη μέρα ο Ανοιξιάτικος ήλιος έλαμπε σε όλο το μεγαλείο του, κάνοντας τα νερά του Αιγαίου ακόμα πιο γαλάζια απ’ ότι συνήθως. Οι φίλοι αποφάσισαν να περάσουν τις τελευταίες δυο imageμέρες τους σ’ αυτή τη μονή, μαθαίνοντας πως η μεγάλη συλλογή της από λείψανε Αγίων συμπεριλάμβανε και κομμάτι του Αγίου Νεκταρίου εκ Βρυούλων, που άλλωστε ήταν και ο βασικός σκοπός του ταξιδιού τους. Η παραθαλάσσια μονή στέκει σαν φρούριο καθώς απλώνεται αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού. Τα πολύχρωμα βότσαλα της παραλίας βρέχονται από τα πράσινα νερά και σκιάζονται από τους ψηλούς τοίχους της μονής. Πέρασαν την κεντρική πύλη κάτω από χαμηλές στοές και πάνω σε πετρόχτιστα σοκάκια και ανέβηκαν στον ξενώνα που έμοιαζε από τη μυρωδιά του φρέσκου σοβά να είναι σχετικά νέος. Στη μικρή αίθουσα υποδοχής, μαζί με άλλους ταξιδιώτες περίμεναν τον αρχοντάρη. Ο στρουμπουλός γέροντας Θεονάς με τα ψαρά γένια, τα ροδοκόκκινα μάγουλα και την πλακωτή μύτη που στήριζε τα τεράστια γυαλιά του, δεν άργησε να τους προϋπαντήσει. Το δωμάτιο που τους παραχωρήθηκε ήταν μικρό και στριμωγμένο με τρία κρεβάτια αλλά αρκετό για να ξεκουράσεις το σώμα. Ο ξενώνας στο δεύτερο όροφο είχε ένα ξύλινο μπαλκονάκι που κοιτούσε Δυτικά με θέα όλο τον κόλπο και τη χερσόνησο της Σιθωνίας απέναντι και τη μικρή τσιμεντένια προβλήτα που έδεναν τα καραβάκια.

Το εσωτερικό του μοναστηριού έμοιαζε με ένα μικρό χωριό απόλυτα διατηρημένο σε άριστη κατάσταση και παστρικό. Όλα τα δρομάκια πλακόστρωτα και τα κελιά με τη γκρίζα πέτρα τους να λάμπει και τα ξύλινα μπαλκόνια με τους στύλους να είναι σε απόλυτη αρμονία. Μικρά imageμπαλκονάκια είχαν κληματαριές για στέγη και ξύλινες πόρτες με σιδερένιους μεντεσέδες πλαισίωναν μια πολιτεία του 18ου αιώνα. Τα δέντρα όλα μέσα σε πετρόχτιστους φράχτες είχαν τους κορμούς τους ασπρισμένους μέχρι τη μέση και θαρρούσες πως ακόμα και τα κλαδιά τους ήταν περιποιημένα και μανικιουρισμένα στην πένα. Πορτοκαλιές, λεμονιές, ελαιόδεντρα, κυπαρίσσια, πεύκα, ακόμα και φοίνικες κατέκλυζαν κάθε γωνιά και κάθε μετόχι ακόμα και πάνω στα πριονωτά τοίχοι του περίγυρου. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι μια κλασική βυζαντινή εκκλησία με τα τρεις κόκκινους τρούλους και τα τούβλα των εξωτερικών τοίχων σχηματίζουν άσπρες και κόκκινες ρίγες κατά μήκος των κι ανάμεσα από αμέτρητες καμάρες και τις μικρές κολόνες του νάρθηκα. Με μεγάλη τους χαρά οι δυο φίλοι μπόρεσαν να δουν το εντυπωσιακό μουσείο της μονής που φιλοξενεί ανεκτίμητα έργα Βυζαντινών ζωγράφων, χειρόγραφα βιβλία, άμφια, λειτουργικά σκεύη και εικόνες απίστευτης ομορφιάς. Το μουσείο καθαυτό είναι εντυπωσιακό με σύγχρονους φωτισμούς και χώρους επίδειξης που και τα πιο μοντέρνα μουσεία θα ζήλευαν.

Οι δυο προσκυνητές παρακολούθησαν τον απογευματινό εσπερινό μέσα στον ασημένιο χώρο του ναού κι έπειτα προσκύνησαν τα άγια λείψανα που τους ανοίχτηκαν μέσα στο ιερό. Η τράπεζα του μοναστηριού, imageδηλαδή ο χώρος σίτευσης των μοναχών είναι περισσότερο τροφή των οφθαλμών παρά του στομαχιού. Οι τοιχογραφίες μέσα στην αίθουσα με τα μεγάλα ξύλινα τραπέζια και τους πάγκους, χρονολογείται από το 1544 και είναι έργο του Κρητικού αγιογράφου Αντωνίου. Το λιτό κι αλάδωτο φαΐ μοιράστηκε ανάμεσα στους πάνω από εκατό επισκέπτες και τους πενήντα μοναχούς που αμίλητοι έφαγαν ακούγοντας το γέροντα πάνω στον άμβωνα της τράπεζας να διαβάζει αποσπάσματα από ιερά βιβλία. Έπειτα ένας ένας πέρασε να προσκυνήσει το χέρι του ηγούμενου που τους χαιρετούσε στην έξοδο της αίθουσας δίνοντας τις ευλογίες του. Αργότερα οι δυο φίλοι κάθισαν στο μπαλκόνι του ξενώνα να απολαύσουν το ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα που έμοιαζε σαν πίνακας ζωγραφικής ρομαντικού ζωγράφου καθώς ο ήλιος, χλωμός, πορφύριζε τα αραιά σύννεφα και τόνιζε τους γλάρους που γύριζαν προς το νυχτερινό καταφύγιό τους. Και μέσα στο σκοτάδι τα πηγαδάκια των προσκυνητών βουίζανε με ιστορίες, εντυπώσεις και γνώμες και φέρανε τους άγνωστους από δεκάδες διαφορετικές χώρες να μοιράζονται μαζί την άνθηση μιας νέας φιλίας.

Το επόμενο πρωί οι δυο φίλοι παρακολούθησαν κατανυκτικά την imageακολουθία μέσα στην όμορφη εκκλησία του καθολικού. Οι μοναχοί συγκεντρωμένοι γύρω από το δεξί κι αριστερό ψαλτήρι με τις μαύρες ρόμπες τους, τις μελαχρινές και γκρίζες γενειάδες και τα ροζιασμένα χέρια έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια μεταφυσική κατάσταση. Η αφοσίωση μέσα στην ψαλμωδία των ιερών βιβλίων ήταν απόλυτη και στα μάτια των δυο προσκυνητών ήταν σα να μην ακουμπούσαν πλέον πάνω στη γη. Οι φωνές υψωνόντουσαν γλυκά κι αρμονικά στέλνοντας πνευματικές επιστολές που χάιδευαν σαν τον καπνό του λιβανιού τα πρόσωπα των αγίων πάνω στα ασημένια εικονοστάσια και μιλούσαν απευθείας σε ορατές κι αόρατες ψυχές. Το φως από τα ψηλά παράθυρα χυνόταν πάνω στους καντιλοφόρους πολυέλεους και διασκορπιζόταν σε όλα τα χρώματα της ίριδας σαν ευλογία σταλμένη από τα ουράνια. Κι εκεί μέσα σ’ αυτό το μοναδικό κλίμα της ιερότητας ήταν σα ν’ άκουγες τη φωνή του Κυρίου να κρατάει το ίσο των ψαλμών.

Το μεσημέρι οι δυο φίλοι ενισχυμένοι πνευματικά πήραν το απόμερο μονοπάτι προς τη μονή Δοχειαρίου που στέκει Βόρεια της μονής που τους φιλοξενούσε με σκοπό να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου. Η εικόνα βρίσκεται σ’ αυτό το μοναστήρι από το 1646 και έχει πάρει το όνομα γοργοϋπήκοος γιατί θεωρείται πως ακούει και ανταποκρίνεται γρήγορα στις προσευχές των imageπιστών. Οι δυο φίλοι περπάτησαν αρχικά στην παραλία που τα καθαρά νερά της εκείνη τη μέρα έμοιαζαν να είναι ασημένια και μετά ανηφόρισαν την πλαγιά του βουνού μέσα από χωμάτινα μονοπάτια πλαισιωμένα από κισσούς, θυμάρια κι αγριόθαμνους, σκύβοντας κάτω από μυτερά κλωνιά κι αγκαθωτά πουρνάρια. Ο καταγάλανος ουρανός είχε τραβήξει τις νηφάλιες κουρτίνες του αφήνοντας τις χρυσές ηλιαχτίδες να ζεσταίνουν τα κορμιά τους. Στο μέσω της διαδρομής η πλαγιά έγινε πιο ομαλή και ένας περιποιημένος ελαιώνας διαδέχτηκε την ατίθαση φύση. Πάνω σ’ ένα πετρόχτιστο μετόχι ξεκουράστηκαν για λίγο κι έπειτα συνέχισαν την πεζοπορία τους μαζί με άλλους πιστούς που βρέθηκαν στο δρόμο. Στα πρόθυρα της μονής πήδηξαν τα νερά ενός μικρού ποταμού και άρχισαν να ανεβαίνουν τον τσιμεντένιο παραθαλάσσιο δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική πύλη.

Στο φιλόξενο σπίτι του αρχοντάρη του μοναστηριού θαύμασαν τις βυζαντινές τοιχογραφίες απολαμβάνοντας ένα γλυκό λουκούμι με καφέ και τσίπουρο. Κι έπειτα ένας κοτσονάτος νεαρός μοναχός τους οδήγησε μέσα από σκεπαστά πλακόστρωτα δρομάκια με κληματαριές και γλάστρες με γεράνια στην είσοδο του ναΐσκου που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία του καθολικού αφιερωμένη στους αρχαγγέλους. Το imageστενό δωμάτιο που βρίσκεται η εικόνα είναι σκοτεινό αλλά μπαίνοντας μέσα νιώθεις μια ιερή κατάνυξη και αναπνέεις έναν αέρα αιθέριο καθώς αντικρίζεις τα εκφραστικά μάτια της Θεοτόκου να σε κοιτούν εξεταστικά. Η Εικόνα είναι κατάμεστη από εκατοντάδες τάματα και γύρω είναι απλωμένα δεκάδες άλλα αντικείμενα που έχουν αφήσει κατά καιρούς οι πιστοί, όπως δαχτυλίδια, κοσμήματα και άλλα σκεύη. Οι δυο φίλοι προσκύνησαν με δέος την εικόνα κι έπειτα άκουσαν την ιστορία που τους διηγήθηκε ο μοναχός. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο μοναχός που φρόντιζε την εκκλησία περνούσε καθημερινά με αναμμένα δαδιά μπροστά από την εικόνα της Παναγίας όταν μια μέρα άκουσε μια φωνή να του λέει να σταματήσει να περνάει με τα δαδιά γιατί μαύριζε την εικόνα. Ο μοναχός αγνόησε τη φωνή αρχικά μα όταν την δεύτερη φορά την ξανάκουσε έχασε την όρασή του. Από τότε η εικόνα μεταφέρθηκε στο σημερινό της σημείο και ο άτυχος μοναχός θεραπεύτηκε μετά από την παράκλησή του για συγγνώμη.

imageΟι φίλοι πήραν το δρόμο του γυρισμού μαζί με άλλους προσκυνητές ακούγοντας τις διάφορες ιστορίες και προσωπικές εμπειρίες που είχαν, κάνοντας τον ανηφορικό δρόμο λιγότερο κουραστικό. Στο Άγιο Όρος όποιον κι αν συναντήσεις έχει κάποια ιστορία να σου πει και κάποιο θαύμα να ομολογήσει. Κανείς δεν είναι ξένος σ’ αυτόν τον τόπο και ο κάθε συνταξιδιώτης σου γίνεται και ο προσωπικός σου εξομολογητής. Η μαγεία του Όρους είναι ότι κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν διαφορετικά από τη στιγμή που θα πατήσουν το πόδι τους πάνω στο περιβόλι της Παναγίας. Οι καχυποψίες, οι ανασφάλειες, οι δισταγμοί, η έλλειψη εμπιστοσύνης που κάνουν τους ανθρώπους απρόσωπος στον έξω κόσμο, εδώ φαίνεται πως εξαλείφονται σαν κάποια θεϊκή πνοή να τις φύσηξε μακριά και ένα αόρατο χέρι να σήκωσε τα βάρη της καθημερινής ζωής από τους ώμους. Οι δυο φίλοι ενώ θα ‘πρεπε να είναι κουρασμένοι ένιωθαν μια παράξενη αναζωογόνηση μέσα τους και μια ατελείωτη δίψα για περισσότερες εμπειρίες. Σε καμία στιγμή δεν ένιωσαν να τους λείπει κάτι από τη ζωή που ζούσαν έξω από το Όρος παρά του ότι τα μοναδικά τους υπάρχοντα χωρούσαν μέσα σε ένα μικρό σακίδιο. Καθισμένοι μαζί με τους νέους φίλους που είχαν κάνει στο μοναδικό μπαλκονάκι του ξενώνα,εκείνο το βράδυ, αντάλλαξαν ιστορίες, πόθους και καημούς. Το ρόδινο ηλιοβασίλεμα μαζί με τον ήπιο ζεστό ανοιξιάτικο αέρα και την ευωδία της απέραντης θάλασσας έκανε τις καρδιές τους ν’ ανθίζουν σαν λευκές γαρδένιες. Λίγες είναι οι φορές που μπορεί κανείς να πλέει σε ένα πέλαγος ευτυχίας, λίγες είναι οι στιγμές που μπορεί κάποιος να πει ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένος, πως δεν λείπει απολύτως τίποτα από τη ζωή του. Οι φίλοι όμως ένιωσαν πως οι πέντε μέρες τους σ’ αυτόν τον τόπο ήταν γεμάτες από αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές. Είναι τελικά τόσο απλές οι ανάγκες του ανθρώπου, λίγο ψωμί, λίγο νερό, μια στέγη, μια κουβέρτα και ατέλειωτη πνευματική ικανοποίηση. Όλα τα υλικά πράγματα που πασχίζουμε καθημερινά να αποκτήσουμε είναι τόσο μα τόσο ασήμαντα και μηδαμινά και η μικρή ευτυχία που μας δίνουν έχει μια σύντομη ημερομηνία λήξεως. Μέσα σ’ αυτόν το σκαλισμένο βράχο της πολυβασανισμένης μητέρας Ελλάδας βρίσκεται ένας επίγειος παράδεισος που το μόνο που μπορεί να προσφέρει σε κάποιον είναι μια απέραντη αγάπη. Αυτό νιώσαμε τελικά στην Άγια χερσόνησο, μια αγάπη που αιωρείται σα μαγευτική ομίχλη απ’ άκρη σ’ άκρη και σ’ αγκαλιάζει σαν στοργική μητέρα. Είναι η αγκαλιά της Παναγίας; Είναι το πνεύμα του Κυρίου; Δεν υπάρχει λόγος να το εξηγήσει κανείς γιατί μόνο σαν το νιώσει μπορεί να καταλάβει την ακατανίκητη δύναμή του.

Ο καθένας αποκομίζει όμως αυτό που ψάχνει να βρει, κι αν κάποιος imageψάχνει να βρει θησαυρούς υλικής φύσης, σκάνδαλα, κρυφές ατιμίες ή κάτι που θα φέρει στο φως της επικαιρότητας αυτό που θα γεμίσει τις φτηνές εκπομπές των τηλεοράσεων με σοκαριστικά νέα, τότε δυστυχώς έχασε το νόημα της επίσκεψής του. Οι δυο μας φίλοι βρήκαν πως τελικά η καρδιά μαλακώνει και η πέτρα γύρω της θρύπτεται σαν το σιτάρι στον αλευρόλιθο φτάνει να αφήσει κανείς την ψυχή να πιει το πνευματικό νερό που προσφέρεται σ’ αυτόν τον τόπο. Η φύση σε όλο το μεγαλείο της, η απλότητα, οι ήχοι και οι εικόνες, όλα μαζί φτιάχνουν το κράμα της ευτυχίας και την αμβροσία της ψυχής. Και θα δανειστώ τα λόγια μιας δημοφιλής ταινίας όπου ο ηθοποιός στο τέλος ρωτάει: “Εσύ πατέρα τι βρήκες εδώ;” και η απάντηση είναι “Φωτισμό!” (illumination). Έτσι κι εγώ μαζί με τον αδερφικό μου φίλο βρήκα τον φωτισμό που είχα τόσο ανάγκη να νιώσω και που για πάντα σημάδεψε τη ζωή μου. Κλείνω με τη ευχή ότι ο Θεός θα με αξιώσει κάποτε να επαναλάβω αυτό το ταξίδι για να βρεθώ ακόμα μια φορά στην αγκαλιά της Παναγίας μέσα στο ιερό περιβόλι της (_)

1 σχόλιο:

  1. Και απο 'δω λοιπον για αλλη μια φορα σ'ευχαριστω που εκανες την σκεψη μου πραξη!!!!!
    Τελεια γραφη κ απεικονηση του Αγιου Ορους!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Προβληματίστηκες; σχολίασε το