Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

MYΘΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ~ αντίστροφη μέτρηση μιας ζωής

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό  ένας άντρας πλησίασε σε μία παλιά και βρώμικη πολυκατοικία. Έξω από την κεντρική της είσοδο υπήρχε μία ακόμα πόρτα που οδηγούσε στο ισόγειο διαμέρισμα της. Η πόρτα ήταν από τζάμι που δεν φαινόταν πάντως το εσωτερικό. Ο άντρας χτύπησε με ορμή την πόρτα για πολλές φορές. “Κάλλια! Είμαι ο Βασίλης. Άνοιξε μου σε παρακαλώ” φώναζε πολύ δυνατά.

Αμέσως η πόρτα άνοιξε από μια σχετικά νεαρή γυναίκα με ξανθά ξεβαμμένα μαλλιά. Μόλις η γυναίκα είδε τον imageΒασίλη, έκανε να κλείσει αμέσως ξανά την πόρτα όμως εκείνος έβαλε αρχικά το πόδι του ενδιάμεσα και ύστερα την νίκησε σπρώχνοντας πιο δυνατά και βρίσκοντας ευκαιρία να εισέλθει με το ζόρι μέσα.

Ήταν ένα κακοδιατηρημένο διαμέρισμα ιδιαίτερα ακατάστατο. Τα πιάτα ήταν άπλυτα και η τηλεόραση ήταν σαν να ήταν ανοιχτή εδώ και ώρες, ξεχασμένη. Στο πάτωμα υπήρχαν παιδικά παιχνίδια παρατημένα και στους τοίχους η υγρασία είχε καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος τους. Ο Βασίλης μπήκε λαχανιασμένος και τα νερά που έτρεχαν από πάνω του έκαναν λάσπη το βρώμικο και φτηνό πάτωμα.
- “Άκουσε με! Δε θέλω τίποτα από εσένα. Πες ότι δεν είμαι εδώ. Ήρθα να πάρω κάτι που πριν πολλά χρόνια είχα κρύψει εδώ. Το παίρνω και φεύγω” είπε εκείνος καθησυχαστικά.
- “Μη φωνάζεις ρε αλήτη! Το παιδί κοιμάται μέσα και αν ξυπνήσει σου υπόσχομαι πως θα σε σκοτώσω. Τι θες από το σπίτι μου. Τι είναι αυτό που ψάχνεις ρε"; ρώτησε γεμάτη μίσος εκείνη.

Ο Βασίλης μπήκε στο υπνοδωμάτιο που κάποτε κοιμόταν με την Κάλλια και άρχισε να πατά δυνατά τις άκρες μίας-μίας από τις τάβλες του πατώματος, χωρίς ωστόσο να δίνει σημασία στο τι του έλεγε η Κάλλια που τον είχε ακολουθήσει συνεχίζοντας να βγάζει μένος εναντίον του. Αυτό γινόταν για τα επόμενα πέντε λεπτά ώσπου η Κάλλια που δεν είχε ικανοποιήσει καμία ερώτηση της, άρχισε να τον σπρώχνει και να τον κλωτσάει εμποδίζοντας τον να ψάξει περισσότερο. “Παράτα με μωρή” της είπε ψιθυριστά ενώ την έσπρωξε μακριά του με αποτέλεσμα εκείνη να πέσει απότομα στο πάτωμα και να χτυπήσει απαλά στο κεφάλι.

Λίγα δευτερόλεπτα αφότου συνήλθε έφυγε από το σωμάτιο αφήνοντας τον Βασίλη να ψάχνει διεξοδικά τις τάβλες. Σε κάποια στιγμή, έχοντας μετακινήσει το κρεβάτι, διαπίστωσε πως μία από τις τάβλες ανταποκρίθηκε στην πίεση που άσκησε το πόδι του. Τότε έσκυψε και με τα νύχια του προσπαθούσε να την αφαιρέσει. Δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα η προσπάθεια του όποτε κατευθύνθηκε προς την κουζίνα με σκοπό να πάρει ένα μαχαίρι που θα τον βοηθούσε, όμως αυτό που αντίκρισε ήταν η Κάλλια να βγαίνει από την κουζίνα με ένα μεγάλο μαχαίρι που έφερνε από την κουζίνα έχοντας το στραμμένο προς εκείνον και έχοντας πάρει φόρα κατά πάνω του. Εκείνος προσπάθησε να προφυλαχτεί κι έτσι η επίθεση της Κάλλιας είχε σαν αποτέλεσμα να δεχτεί το μαχαίρι στο μπράτσο αποτέλεσμα της προσπάθειας του να το αποφύγει. Η Κάλλια που είχε πάρει φόρα έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω σε έναν καναπέ ενώ το μαχαίρι έπεσε ανάμεσα τους.

Ο Βασίλης έσκυψε και το σήκωσε παίρνοντας το μέσα στο δωμάτιο. Πλέον αιμορραγούσε από δύο σημεία και το πάτωμα ήταν γεμάτο από λάσπες, νερά και αίμα, όμως ο σκοπός έδειχνε να είναι πιο εφικτός από ποτέ. Το μαχαίρι βοήθησε τον Βασίλη να αφαιρέσει την τάβλα και στα κλεφτά σήκωσε από κάτω της ένα USB. Ο Βασίλης το έβαλε στην τσέπη του και έβαλε την τάβλα πίσω στη θέση της.

Αμέσως έκανε να τρέξει για να φύγει, όταν η Κάλλια τον εμπόδισε και πάλι λέγοντάς του:
- “Δεν είναι αυτό που ψάχνεις. Δώσε μου το εμένα”.
- “Τι είναι αυτά που λες; Δεν ξέρεις καν τι είναι αυτό” απάντησε υποτιμητικά.
- “Αυτό είναι κενό. Το έχω εγώ το κανονικό” επέμεινε.
- “Φύγε σκρόφα! Δεν σε αφήνω να με καταστρέψεις και πάλι. Τρεις φορές σε μία νύχτα κόντεψα να χάσω τη ζωή μου” είπε σπρώχνοντας την πάνω στον καναπέ από τον οποίο είχε νωρίτερα σηκωθεί και έφυγε και πάλι μέσα στη βροχή.

Λίγο νωρίτερα

Ο άντρας περπατούσε μέσα στη βροχή με βήμα που θύμιζε βάδην στον στίβο. Έχοντας το κεφάλι σκυμμένο imageπερπατούσε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με μοναδικό φως κάτι φανάρια που πέρασε πριν λίγο. Ύστερα από μερικά τετράγωνα διαπίστωσε πως δεν υπήρχε πια φως πουθενά. Ούτε φανάρια, ούτε δημόσιος φωτισμός, ούτε καν φώτα από τα γύρω μπαλκόνια. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Έπρεπε να βιαστεί γιατί ο χρόνος κυλούσε εναντίον του.

Εκείνη την ώρα δεν περίμενε κανείς κίνηση στους δρόμους, όμως ποτέ δεν παρατήρησε πως τόση ώρα δεν είχε περάσει ούτε ένα αυτοκίνητο! Πέρασε από το μυαλό του, όταν είδε έναν τύπο να κάθεται οκλαδόν στην άκρη του πεζοδρομίου. Ήταν σκυφτός με βρώμικα ρούχα και η μόνη του προφύλαξη από την βροχή ήταν ένας χοντρός μάλλινος σκούφος:
Σε παρακαλώ. Δώσε μου μερικά ψιλά. Δεν έχει περάσει κανείς για ώρες και…”.
Ο ήρωας της ιστορίας φρόντισε να προσπεράσει τον ζητιάνο χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, πριν όμως απομακρυνθεί ένοιωσε την σκιά του πίσω του και γύρισε στιγμιαία. Ο τύπος ερχόταν πίσω του φωνάζοντας: “στο είπα και ευγενικά” και αμέσως έβγαλε ένα μαχαίρι κινούμενος προς το μέρος του. Εκείνος άρχισε να επιταχύνει ώσπου το γοργό βήμα έγινε τρέξιμο, όμως ο ζητιάνος τον ακολουθούσε συνεχώς. ‘Ίσως δεν θα ήταν κακή ιδέα να πεθάνω εδώ’ σκέφτηκε έχοντας ήδη χάσει τα λογικά του και γύρισε στον διώκτη του. Εκείνος προέταξε το μαχαίρι πάνω στο μάγουλο του, όμως στην προσπάθεια του άντρα να αμυνθεί είχε σηκώσει το πόδι του με τόση δύναμη που βρήκε τον αντίπαλο του στο σαγόνι με τέτοια ορμή που τον άφησε αναίσθητο να κείτεται. Δεν ήταν ώρα για χάσιμο. Συνέχισε να τρέχει.

Λίγο νωρίτερα

Ο άντρας με δερμάτινο μπουφάν κρεμόταν κυριολεκτικά από την ταράτσα της οροφής. Σφιχτά από τα μανίκια, τον κρατούσαν δύο άντρες με κοντομάνικες στενές μπλούζες που διέγραφαν τα τεράστια μπράτσα τους. Ήταν και οι δύο με ξυρισμένο κεφάλι και ο ένας είχε ένα έντονο σχέδιο τατουάζ στο μπράτσο. Τα άγρια πρόσωπα τους είχαν βραχεί από την ασταμάτητη βροχή που έλουζε κάθε γωνιά του μυώδες κορμιού τους. Και στα χέρια τους ένας άντρας, γύρω στα σαράντα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και πολλά ατημέλητα μαλλιά που πλέον είχαν κολλήσει στο κεφάλι από τη βροχή.
- “Χωρίς αυτό, του είσαι άχρηστος. Αν δεν το έχεις, μας είπε να σε αφήσουμε να πέσεις” ακούστηκε ο ένας από αυτούς με αγριεμένη φωνή.
- “Σου είπα ότι το έχω! Άσε με να στο φέρω. Αλλά πρέπει να πάω μόνος μου. Αν δεν είμαι εδώ ως την αυγή, σκότωσε με” απάντησε με τρεμάμενη φωνή ο αιωρούμενος άντρας.
Η παράκληση του είχε αποτέλεσμα. Οι δύο άντρες τον σήκωσαν και αφού τον επανέφεραν στο επίπεδο της ταράτσας, τον έσπρωξαν σωριάζοντάς τον δυο-τρία μέτρα μακριά. Αυτός σηκώθηκε με λυγισμένα γόνατα και έφυγε κοιτώντας τους τρομαγμένος.

Και τελικά

Ο Βασίλης άρχισε να τρέχει με μανία πίσω στο μέρος που είχε δώσει το ραντεβού. Μετά από αρκετή ώρα έφτασε κατάκοπος και έχοντας χάσει αρκετό αίμα. Ανέβηκε στην ταράτσα όπου τον περίμεναν τρεις άντρες. Ήταν οι δύο τιμωροί που τον είχαν αφήσει ελεύθερο νωρίτερα και ένας καλοντυμένος τύπος που πάντως δεν νοιαζόταν αν η βροχή έλουζε το ακριβό του κουστούμι. Ο τύπος έβγαλε μια μικρή φορητή συσκευή και μόνο τότε έμεινε κάτω από το στέγαστρο.

Ο Βασίλης τον πλησίασε με τη συνοδεία των άλλων αντρών και του παρέδωσε το USB. Εκείνος το έβαλε μέσα γουρλώνοντας σε δευτερόλεπτα τα μάτια του. Χωρίς να πει τίποτα, το αφαίρεσε και το σύνδεσε ξανά. Η απογοήτευση του ήταν προφανής στα μάτια του και σύντομα μετατράπηκε σε οργή που έκανε τα μάτια του έτοιμα να εκραγούν. Αμέσως σήκωσε τα μάτια, κάνοντας νόημα στους μπράβους του να τον κρεμάσουν και πάλι από την οροφή όπως και έκαναν.

Την ίδια στιγμή, ένας άντρας εισήλθε στην ταράτσα. Ήταν σκυφτός με ατημέλητος με βρώμικα μαλλιά. Μισό λεπτό… Ήταν ο ζητιάνος που κυνηγούσε τον Βασίλη! “Έχω αυτό που ψάχνετε” είπε με νόημα στους παρευρισκόμενους. Οι μπράβοι επανέφεραν τον Βασίλη στο δάπεδο και ο ένας από αυτούς πλησίασε τον ζητιάνο για να πάρει ότι είχε να του δώσει. Ο ζητιάνος όμως σήκωσε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην καρδιά του μπράβου που λύγισε, γονάτισε και σωριάστηκε αιμόφυρτος χάμω. Την ίδια στιγμή ο άλλος μπράβος επιτέθηκε στον ζητιάνο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Βασίλη και αφού τον αφόπλισε πολύ εύκολα, τον πέταξε με δύναμη κάτω από την οροφή.

Λίγο πριν το ενδιαφέρον επιστρέψει στον Βασίλη, η Κάλλια έκανε την εμφάνιση της στην ταράτσα. Ο Βασίλης δεν πίστευε στα μάτια του! Η Κάλλια έβγαλε από την τσέπη της ένα USB και είπε: “Άφησε τον και θα στο δώσω”. Ο τύπος με την φορητή συσκευή σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε: “Φέρε το και αν είναι ότι ψάχνω, θα φύγετε και οι δύο”. Ύστερα έκανε νόημα στον άλλο μπράβο του για να παραλάβει το USB. Ο Βασίλης πλησίασε τον τύπο με το φορητό έχοντας μεγάλη περιέργεια να δει αν ήταν όντως ότι εξ αρχής έψαχνε. Η προσοχή και των δύο αποσπάστηκε όταν η Κάλλια έβγαλε το μαχαίρι που είχε στην κουζίνα και το κάρφωσε στην πλάτη του μπράβου. Εκείνος χωρίς να προλάβει να αντιδράσει έπεσε κάτω σε μια λίμνη αίματος.

Ο άντρας με τη φορητή συσκευή που ένοιωθε πλέον την απειλή, έβγαλε από την τσέπη του ένα όπλο και αιφνιδιάζοντας το ζευγάρι, πυροβόλησε πολλές φορές εναντίον της Κάλλιας που έπεσε ακαριαία νεκρή από τα πυρά. Ο Βασίλης όμως, που είχε πάρει θέση σχεδόν δίπλα στον άγνωστο τύπο, τον έσπρωξε με δύναμη ρίχνοντας κάτω και το όπλο και την φορητή συσκευή. Ύστερα έσκυψε από πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο πρόσωπο μέχρι που δεν αντιδρούσε καθόλου στα χτυπήματα και που το πρόσωπο του είχε καλυφτεί με αίματα.

Ο Βασίλης πήρε το USB από κάτω, το ήλεγξε στην φορητή συσκευή και αφού επιβεβαίωσε πως ήταν αυτό που έψαχνε εξ αρχής, κατέβηκε κάτω. Στον δρόμο επισκέφτηκε ένα περίπτερο και παρέδωσε το εξάρτημα στον περιπτερά. Εκείνος το ήλεγξε γρήγορα και παρέδωσε στον Βασίλη μια μεγάλη τσάντα γεμάτη με λεφτά. Ο Βασίλης την πήρε και επέστρεψε σε αυτό που κάποτε ήταν το σπίτι του.

Μπήκε μέσα και πλησίασε το υπνοδωμάτιο που κοιμόταν ένα παιδάκι περίπου τεσσάρων χρονών. Έμοιαζε σαν άγγελος! Ο Βασίλης υποσχέθηκε να κερδίζει πίσω τον χρόνο που είχε χάσει με τον γιο του. Αρχίζοντας από την ημέρα που σε λίγα λεπτά θα έλουζε με τις ακτίνες της την πόλη.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το