Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

MYΘΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ~ η αναγέννηση του καπέλου

‘Μια φορά σε έναν καιρό… ήμουν εγώ, ο Τόνι. Δηλαδή Αντώνη με λένε, αλλά θα ήθελα πολύ να με φώναζαν Τόνι, όμως νομίζω πως αν το πω στα παιδιά στο σχολείο θα με κοροϊδέψουν. Το έχω πει στη μαμά μου αλλά ξεχνάει να με φωνάζει έτσι. Στον μπαμπά μου αποκλείεται να το πω γιατί ντρέπομαι. Μετά είναι και ο αδερφός μου, αλλά εκείνος είναι πολύ μεγάλος για να ασχοληθεί με εμένα.

Η καθημερινότητα μου είναι φυσικά το σχολείο. Εκεί περνάω την μεγαλύτερη ζωή μου ως τώρα και ενώ είμαι καθημερινά με συνομηλίκους μου, εμένα δεν μ’ αρέσει το σχολείο, όμως ξέρω πως κάποτε θα πρέπει να σπουδάσω οπότε πρέπει να είμαι καλός μαθητής. Και είμαι. Δηλαδή… θα ήθελα να ήμουν, όμως δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά. Όταν η μαμά μου πηγαίνει στο σχολείο οι καθηγητές της λένε πάντα πόσο καλό παιδί είμαι και πόσο προσέχω στην τάξη, όμως αν κάποιος έχει όρεξη να της μιλήσει για τα μαθήματα, εκεί δυσκολεύουν τα πράγματα.

Αυτό βέβαια είναι για μια μέρα. Η δική μου καθημερινότητα imageέχει περισσότερες δυσκολίες. Ξέρετε, στο σχολείο δεν είμαι και το πιο διάσημο παιδί. Κι αυτό δεν είναι κακό αν είσαι από αυτούς που μένουν στην αφάνεια, όμως εγώ έχω μια ιδιαιτερότητα και οι ιδιαιτερότητες δεν περνούν απαρατήρητες στο σχολείο. Είναι τα καπέλα! Φοράω πάντα καπέλο. Δεν το κάνω από μόδα, αλλά από μια συνήθεια που ξεκίνησε από πολύ παλιά. Βλέπετε τα ονομάζουν ‘καπέλα’ διότι καλύπτουν το κεφάλι, κάτι σαν τις μάσκες. Τις μάσκες που φορούν οι ήρωες στις ταινίες. Στο σχολείο όμως το καπέλο τυγχάνει συχνά άσχημης μεταχείρισης. Τουλάχιστον σε εμένα…

Δυστυχώς δεν έχω πολλούς φίλους, όχι όπως τους εννοείτε εσείς οι υπόλοιποι. Έχω συμμαθητές και γνωστούς για να περνάει η ώρα μου στο διάλειμμα. Όχι όμως φίλους για να με πάρουν τηλέφωνο στο σπίτι, να πάμε στον κινηματογράφο ή σε μια αλάνα να παίξουμε. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν αυτό μου λείπει περισσότερο απ’ ότι ένα κορίτσι. Μ’ αρέσουν τα κορίτσια. Μπορώ να σας γράψω αρκετές συμμαθήτριες μου με τις οποίες υπήρξα ερωτευμένος στο παρελθόν, όμως με τις περισσότερες δεν μιλήσαμε ποτέ και με άλλες έτυχε απλά να μιλήσουμε για κάτι που αφορά το μάθημα ή το σχολείο. Αν και κάνω πολλές φορές πρόβα τα λόγια μου στον καθρέφτη, πρέπει να είμαι άθλιος όταν μιλάω στα κορίτσια, ακόμα κι αν έχω δει αμέτρητες ταινίες που περιέχουν σχετικές συμβουλές και παραδείγματα. Μα δεν εξηγείται αλλιώς’.

Ο Αντώνης εκείνη τη Δευτέρα, φορούσε ένα καινούριο καπέλο στο σχολείο. Χαμηλών τόνων όπως πάντα, προσπάθησε να το κρύψει όπως άλλωστε πάντα προσπαθεί να κρύψει ολόκληρο τον εαυτό του. Στο πρώτο διάλειμμα όμως υπήρξε κάποιο από τα παιδιά που το αντιλήφτηκε ή ίσως το έμαθε από κάπου και έσπευσε να ενημερώσει τον Νίκο. Ο Νίκος ήταν ένα από τα πιο διάσημα παιδιά του σχολείου. Ψηλός, λεπτός με απολυταρχικό ύφος, είχε το σεβασμό όλων των παιδιών. Ίσως γιατί ήταν και μεγαλύτερος στην ηλικία από πολλά παιδιά, αφού ο ίδιος είχε μείνει στην ίδια τάξη δύο φορές!

Ένας τύπος σαν τον Νίκο δεν ασχολείται με τον Αντώνη, όμως αφού ο φίλος του, τον ενημέρωσε για το καινούριο καπέλο και αφού έτυχε να συναντηθούν σε έναν διάδρομο οι δυο μαθητές, ο Νίκος βρήκε την ευκαιρία να πιάσει με δύναμη το καπέλο του Αντώνη κρατώντας το βίαια προς τα κάτω, αναγκάζοντας τον Νίκο να σκύψει σχεδόν ως το πάτωμα. Ο Αντώνης πονούσε όμως δεν αντιδρούσε. Ποιος θα μπορούσε να τα βάλει με το Νίκο, ο οποίος γελούσε δυνατά κοιτώντας τους φίλους του. Όταν ο Αντώνης είχε γονατίσει στο πάτωμα, ο δυνάστης του σταμάτησε και τον προσπέρασε γελώντας. Όταν ο Αντώνης σηκώθηκε και έφτιαξε το καπέλο του, διαπίστωσε πως πολλά παιδιά είχαν μαζευτεί κοιτώντας τον βασανισμό αυτό, όμως εκείνος ήταν συνηθισμένος και απλά συνέχισε.

Τα φαινόμενα αυτά συνέβαιναν σχεδόν καθημερινά σε εκείνον ή σε άλλα παιδιά, για χρόνια. Κανείς δεν έδινε σημασία ή τουλάχιστον δεν έκανε κάτι γι’ αυτό. Ο Αντώνης απλά περνούσε τις μέρες στο σχολείο του, ζωγραφίζοντας στο τετράδιο του την ώρα του μαθήματος και μιλώντας με τους συμμαθητές του στα διαλείμματα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα περνούσε το διάλειμμα με κάποιο κορίτσι, κάτι που θα σήμαινε πως σίγουρα εκείνος θα την είχε ερωτευτεί. Αλλά ως εκεί. Ποτέ δεν προχωρούσε κάτι για τον Αντώνη.
Ένα από τα πρωινά λίγο πριν την προσευχή όπου όλες οι τάξεις παρατασσόντουσαν φτιάχνοντας ένα μεγάλο “Π” στην τεράστια αυλή του σχολείου, το κλίμα ήταν κάπως μουντό. Πολύ μαθητές συζητούσαν επίμονα για κάτι. Στο βάθος δύο κορίτσια έκλαιγαν ενώ ένας συμμαθητής τους τα αγκάλιαζε σκυθρωπός.
- “Τι έγινε”; ρώτησε περίεργος ο Αντώνης.
- “Σκοτώθηκε ο Αποστόλου από το Γ2” του είπε ένας γνωστός του.
- “Πως”; ξαναρώτησε ο Αντώνης ενώ έδειξε πως το μυαλό του βρισκόταν και κάπου αλλού.
- “Καθώς γύριζε από το φροντιστήριο χθες βράδυ, μία μηχανή τον χτύπησε και τον πέταξε σε μια κολώνα”.
Ο Αντώνης δεν ένοιωσε λύπη. Προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος ήταν ο Αποστόλου. Προφανώς θα ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο στο σχολείο για να δει τις επόμενες ώρες ένα ολόκληρο σχολείο να θρηνεί. Προφανώς κι εκείνος θα τον ήξερε, έστω και φυσιογνωμικά. Όπως ανακοίνωσε αργότερα ο διευθυντής του σχολείου: “Με απόφαση της διεύθυνσης του σχολείου μας, αύριο θα παραβρεθεί σύσσωμο το σχολείο μας –καθηγητές και μαθητές- στον ιερό ναό του Αγίου Ελευθέριου, όπου και θα τελεστεί η κηδεία του άτυχου μαθητή μας”.

Πράγματι, ο Αντώνης με εκατοντάδες άλλα παιδιά πλημμύρισαν τον ναό και τον προαύλιο χώρο του. Από το βάθος μπορούσες να ακούσεις κλάματα και λυγμούς, ενώ στο πιο πίσω μέρος του προαύλιου χώρου ακουγόντουσαν παιδιά να χαζολογούν ή να γελούν μιλώντας για άσχετα. Ήταν τότε που κάποια καθηγήτρια με αυστηρό ύφος θα τα επέπληττε για την ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Αντώνης, αποφάσισε να μπει στο ναό ώστε να αποτυπώσει τα συναισθήματα των παρευρισκόμενων. Βλέποντας το νεκρό παιδί μέσα στο ανοιχτό φέρετρο, το αναγνώρισε για πρώτη φορά. Ήταν μαθητής της τρίτης τάξης, αλλά δεν ήταν ούτε από τα πολύ διάσημα παιδιά, ούτε από αυτά που θα πείραζε κάποιος σαν τον Νίκο. Ο Αντώνης στεναχωρήθηκε. ‘Γιατί να σκοτωθεί αυτός’; σκέφτηκε, καλώντας συνειρμικά τον εαυτό του να φανταστεί πως θα ήταν αν ο νεκρός ήταν ο Νίκος. Ήξερε πως ήταν πολύ κακό αυτό που έκανε, γι’ αυτό αυτή τη φορά η φαντασία του τον ταξίδεψε σε ένα άλλο σενάριο. Αυτός! Αυτός έπρεπε να είναι στην θέση του Αποστόλου. Ξαφνικά έβλεπε τον εαυτό του μέσα στο φέρετρο, θυμήθηκε την χθεσινή του μέρα, όταν γύριζε από το περίπτερο και πέρασε με κόκκινο το φανάρι των πεζών. Κι αν ήταν αυτός; Κι αν είχε χάσει εκείνος τη ζωή του; Τόσες εκατοντάδες παιδιά θα έκλαιγαν και θα πήγαιναν στην εκκλησία τιμώντας τον; Θα ήταν και ο Νίκος και η παρέα του εκεί; Για αυτόν; Ο Αντώνης ήθελε να ήταν αυτός ο νεκρός. Ζήλευε τον Αποστόλου που πέθανε στην θέση του, παίρνοντας όλη την δόξα.

Όμως η καθημερινότητα επέστρεψε και ο Αντώνης ήταν εκεί, στους διαδρόμους του σχολείου με τα συχνά βίαια πειράγματα από τα άλλα παιδιά να αποτελούν μέρος της ακαθημερινότητάς του. Να, όπως σήμερα όπου ο Αστραπής –όπως φώναζαν ένα από τα άλλα διάσημα παιδιά- περνώντας μπροστά από τον Αντώνη τον ρώτησε “που είναι το καπέλο σου σήμερα;” χτυπώντας το με δύναμη από κάτω προς τα πάνω με αποτέλεσμα αυτό να εκτιναχθεί φτάνοντας τελικά στο δάπεδο. Ο Αντώνης το σήκωσε και συνέχισε όταν είδε τον Παπαδάκη, μαθητή του “Β3” να κλαίει πεσμένος στο πάτωμα. Μαζί του ήταν ένας φίλος του που απογοητευμένος εξήγησε στον Αντώνη πως “φορούσε τη μπλούζα του Παναθηναϊκού και τον έδειρε. Του έσπασε το ρολόι”. Ο Αντώνης έσκυψε το κεφάλι και έφυγε.

Για όλη την υπόλοιπη μέρα μέχρι το βράδυ να πέσει για ύπνο, σκεφτόταν την εικόνα του Παπαδάκη, αλλά και το γνωστό στιγμιότυπο που αντίκριζε κάθε φορά που σηκωνόταν μετά από κάποια επίθεση που δεχόταν, δηλαδή πολλά παιδιά γύρω-γύρω να τον κοιτούν άλλοι λυπώντας τον κι άλλοι κοροϊδεύοντάς τον στα κρυφά. Εκείνη την ημέρα δεν έφαγε και δεν διάβασε τα μαθήματά του. Έκατσε απλά λυπημένος στο γραφείο του περιφέροντας στο μυαλό του εκείνες τις εικόνες ξανά και ξανά.

Το άλλο πρωί στο σχολείο φορούσε ένα από τα καπέλα που απέφευγε λόγω του έντονου χρώματος που είχε. Δεν ήταν το αγαπημένο του, αλλά ήξερε ότι ήταν προκλητικό. Πράγματι, ο Αντώνης έγινε γρήγορα αντιληπτός από τον Αστραπή που τον πλησίασε προσεγγίζοντας το καπέλο του. Ο Αντώνης έκανε μισό βήμα πίσω και σήκωσε το χέρι του σπρώχνοντας με δύναμη αυτό του Αστραπή. Εκείνος χαμογέλασε περιπαικτικά: “Όπα;” φώναξε ειρωνικά και πήρε φόρα ορμώμενος κατά πάνω του. Ο Αντώνης προέκτεινε το πόδι του που βρήκε στην κοιλιά τον Αστραπή και τον κλώτσησε δυνατά στα πλευρά. “Μην με ξανααγγίξεις. Τελείωσε” του είπε και έφυγε.

Στο επόμενο διάλειμμα ο Αντώνης έτρεμε. Όχι από φόβο, αλλά από αμηχανία. Δεν είχε καταλάβει ακόμα τι είχε κάνει. Το υπόλοιπο σχολείο όμως είχε καταλάβει απόλυτα. Η φήμη του συμβάντος κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και με μηνύματα στα κινητά τηλέφωνα των μαθητών. Έτσι, όταν ο Αντώνης κατέβηκε στην αυλή είδε δεκάδες παιδιά να τον κοιτούν επίμονα. Εκείνος αμήχανος προσπάθησε να βρει κάποιο γνωστό πρόσωπο για να καταπιαστεί όσο το διάλειμμα θα διαρκούσε και είδε, όμως όχι αυτό που θα περίμενε.
- “Ωραίο καπέλο” ακούστηκε μία αυστηρή φωνή πίσω του. Ο Αντώνης γύρισε και είδε τον Νίκο.
- “Φίλε δε θέλω μπλεξίματα. Κάντε ότι κάνετε, απλά μην πειράζετε τον κόσμο” είπε πειστικά, όμως ούτε ο ίδιος πίστευε στ’ αλήθεια πως αυτή η παραίνεση θα μπορούσε να πιάσει.
Πραγματικά, ο Νίκος έσπρωξε με πολύ δύναμη τον Αντώνη ο οποίος έπεσε απότομα κάτω. Το καπέλο του είχε πέσει από την σφοδρότητα της πτώσης και το κεφάλι του βούιζε, όμως imageεκείνος σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει αθόρυβα προς τον Νίκο ο οποίος εκείνη την ώρα είχε γυρίσει και έφευγε. Ο Αντώνης πήδηξε πάνω στην πλάτη του αναγκάζοντας τον να σωριαστεί μαζί του στο έδαφος. Ο Νίκος αντέδρασε άμεσα προσπαθώντας να τον γρονθοκοπήσει όμως όταν ο αντίπαλος του απέφυγε την μπουνιά, άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο πρόσωπο. Το έκανε τόσο δυνατά, με τόση οργή και νεύρο που ο Νίκος δεν κατάφερε να του αντισταθεί καθόλου. Όταν ο Αντώνης ολοκλήρωσε την επίθεση του, πονούσε ο ίδιος πολύ στο χέρι. Όσο για τον αιφνιδιασμένο Νίκο, ήταν καλυμμένος στο πρόσωπο από αίματα και δάκρυα που έφυγαν ασυναίσθητα από τα μάτια του, ενώ πάνω στα ρούχα του ένοιωσε ένα δόντι του που του είχε σπάσει ο αντίπαλός του.

Ήταν τόση η έκταση που πήρε το σοβαρό επεισόδιο που με δυσκολία μερικοί καθηγητές συνοδευόμενοι από τον διευθυντή, αγανάκτησαν να σπάσουν τον κλοιό των μαθητών που παρακολουθούσαν εντρόμητοι το συμβάν. Όταν αντίκρισαν το σκηνικό έδειξαν σοκαρισμένοι. Φώναξαν το ασθενοφόρο και τους γονείς των δύο παιδιών.

Ο Αντώνης εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια όλη την ιστορία στους γονείς του, διακόπτοντας πολλές φορές την εξιστόρηση του για να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο νεαρός μαθητής έτρεμε, όμως συνέχιζε σαν χείμαρρος να διηγείται την μακάβρια ιστορία του. Η αρχική αυστηρότητα των γονιών του, μετατράπηκε σε συμπόνια για τον ταλαιπωρημένο γιο τους με την μητέρα του μόνο να λέει συγκινημένη: “Γιατί δεν μας το έλεγες τόσο καιρό”; Ο πατέρας του ήξερε την απάντηση και πήρε το παιδί του για να το πάει ενώπιο του διευθυντή.
- “Ευχαριστώ που ήρθατε. Θα ήθελα να σας ενημερώσω πως ο γιος σας αποβάλλεται οριστικά από το σχολείο μας. Θα φροντίσουμε ώστε να βρει θέση στο πλησιέστερο δυνατό σχολείο για να συνεχίσει τα μαθήματά του” ανακοίνωσε με αυστηρό ύφος ο διευθυντής.
- “Κύριε διευθυντά. Δεν ήρθαμε εδώ για να μας ανακοινώσετε την απόφαση σας στηριζόμενος σε φαινομενικά γεγονότα και την υποκειμενική σας κρίση. Θα σας παρουσιάσουμε ακριβώς το τι συμβαίνει στο σχολείο σας εδώ και χρόνια και θα καλέσουμε μαθητές που θα επιβεβαιώσουν τα όσα θα σας πούμε. Τότε μπορείτε να βγάλετε τα συμπεράσματα σας και να πάρετε την απόφαση σας” απάντησε ήρεμα και επιτακτικά ο πατέρας του Αντώνη.

Πράγματι, ο μαθητής μιλούσε στον διευθυντή του για ώρες ολόκληρες, ενώ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, εκλήθη και ο Παπαδάκης που επιβεβαίωσε του λόγου το αληθές ενώ παράλληλα έδωσε ονόματα μαθητών-θυμάτων και μαθητών-θυτών. Όταν τα παιδιά ολοκλήρωσαν όσα είχαν να πουν, ο πατέρας του Αντώνη συμπλήρωσε: “Αν διώξεις τον γιο μου από το σχολείο θα επιστρέψω με τον δικηγόρο μου για να σε μηνύσουμε για παραμέληση των μαθητών που κακοποιούνταν συστηματικά κάτω από τη μύτη σου”. Μετά από αυτό ο Αντώνης με τον πατέρα του έφυγαν. Την επόμενη μέρα στο σχολείο και αμέσως μετά την προσευχή, ο διευθυντής απεύθυνε κάλεσμα στο γραφείο του στους Αντώνη και Νίκο.

Όταν τα παιδιά έφτασαν στο γραφείο του, εκείνος τους είπε: “Αποβάλλεστε και οι δύο από το σχολείο έως το τέλος της εβδομάδας. Την Δευτέρα που θα επιστρέψετε θα είστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Κανείς δεν θα πειράξει κανέναν ξανά στο σχολείο μου. Όποιος πιαστεί σε πράξεις βίας θα αποβάλλεται οριστικά. Δεν με νοιάζει να γίνεται φίλοι, αλλά κανείς ποτέ ξανά εδώ δε θα είναι εχθρός. Φύγετε τώρα”.

Η Δευτέρα δεν άργησε να φτάσει. Όταν ο Αντώνης πήγε στο σχολείο, κανείς δεν τον κοιτούσε ξανά το ίδιο.  Ένοιωθε πως όλοι τον κοιτούσαν επίμονα. Και για πρώτη φορά η αμηχανία του ήταν δίκαιη. Την πραγματική διαφορά όμως την διαπίστωσε μετά τα δύο-τρία πρώτα διαλείμματα. Ξαφνικά πολλά παιδιά άρχισαν να του μιλούν, να τον χαιρετούν και κάποια άλλα… σταμάτησαν επιτέλους να του μιλούν. Η τάξη είχε επέλθει και οι ισορροπίες επιτέλους επικράτησαν. Στο τελευταίο διάλειμμα η Κατερίνα πλησίασε τον Αντώνη ενημερώνοντας τον πως είχε χάσει σημαντικά μαθήματα τις ημέρες που απουσίαζε. “Αν θέλεις, το απόγευμα μπορείς να έρθεις σπίτι μου. Θα σου δώσω τις σημειώσεις μου και ίσως το σαββατοκύριακο μπορούμε να συναντηθούμε για να σου εξηγήσω τις ασκήσεις” του πρότεινε χαμογελώντας του με νάζι. Ο Αντώνης γύρισε διαφορετικός εκείνο το μεσημέρι στο σπίτι. Πλέον θα τον έλεγαν Τόνι.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

MYΘΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ~ το ατελείωτο βράδυ

* (δοκιμάστε να διαβάσετε τον Μύθο υπό τον ήχο του “Time Is Running Out” των Muse, επιλέγοντας το ακριβώς από κάτω)
Μια φορά σε έναν καιρό τα βήματα μου μέσα στη νύχτα συντρόφευαν διάσπαρτες νυχτερίδες που πετούσαν μέσα και παράλληλα απ’ το πάρκο που διέσχιζα. Φορώντας το μαύρο μου παλτό και το ακριβό μου καπέλο, μόλις που αναγνώριζα το μικρό νέφος που η ανάσα μου σχημάτιζε παλεύοντας να διατηρηθεί ζεστή σε αυτόν τον χιονιά.
Τα διάσπαρτα φώτα του πάρκου δεν είναι αρκετά κι έτσι η imageβραδινή πορεία μέσα σε αυτό γίνεται άκρως επικίνδυνη μετά την δύση του ηλίου. Τις τελευταίες μέρες πάντως ο ήλιος έχει ξεχάσει να επισκεφτεί την Νουάρο. Εγώ όμως κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά συνεχίζω το ίδιο δρομολόγιο αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της αστυνομίας της Νουάρο για έναν κατά συρροή δολοφόνο που σκοτώνει άντρες μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών. Ανήκω κι εγώ στο εύρος των ηλικιών αυτών, έχω όμως πίστη στις πιθανότητες. Ποιες είναι να είμαι εγώ το επόμενο θύμα;

Ο περιορισμός απέτρεψε πολύ κόσμο από το να έρχεται στο πάρκο κι έτσι η βόλτα γίνεται πολύ απολαυστική. Ο λόγος όμως που αποφάσισα να διηγηθώ την ιστορία αυτή είναι επειδή απόψε, λίγο πιο πέρα ένας τύπος διαπληκτίζεται έντονα με μία γυναίκα. Είναι μετρίου αναστήματος, με μακριά κατάξανθα μαλλιά, μακριά σκουλαρίκια και ψηλοτάκουνες γόβες που γυαλίζουν από την λιγοστή λάμψη των χαμηλών στρογγυλών φωτιστικών. Το γούνινο παλτό της κρύβει το φόρεμα της που φαντασιώνομαι πως είναι μπορντό με σατέν λεπτομέρειες. Η φαντασίωση μου διακόπτεται από τις φωνές της. Ενστικτωδώς πλησιάζω και σπρώχνω τον τύπο με δύναμη στο παγκάκι που βρίσκεται πίσω του. Εκείνος αιφνιδιάζεται και πέφτει με το κεφάλι. Νομίζω πως πρέπει να τον χτύπησα πολύ, όμως η γυναίκα σχεδόν με έχει αγκαλιάσει κι έτσι απλά στρέφω το σώμα μου προς το μονοπάτι συμπαρασέρνοντας την.

(Μερικές στιγμές αργότερα) με έχει οδηγήσει στο διαμέρισμα της. Είναι ένα μικρό δυάρι με ένα πολύ μεγάλο υπνοδωμάτιο. Τα εσώρουχα μας ήταν ήδη στο πάτωμα όταν γυμνοί αρχίσαμε να κάνουμε έρωτα. Τα κορμιά μας είναι ακόμα σκληρά απ’ το κρύο και η γεύση από το στήθος της είναι ακόμα παγωμένη καθώς εναλλάσσεται απ’ την γλώσσα μου στις άκρες των δοντιών μου. Τώρα σηκώνω ελαφρά την λεκάνη της με τα χέρια μου και αντιλαμβάνομαι πόσο ανάλαφρη είναι η αίσθηση καθώς γινόμαστε ένα.

Και πάλι στο πάρκο βρίσκομαι μόνος να περπατάω στην γνωστή μου διαδρομή προσμένοντας μία ευχάριστη έκπληξη και λίγα βήματα πιο μετά, δεν θα αργήσω να συναντήσω την ξανθιά παρουσία που το κορμί και οι αισθήσεις μου λάτρεψαν. Φοράει έντονο κόκκινο κραγιόν τονίζοντας τα σαρκώδη της χείλη τα οποία τώρα σχηματίζουν ένα χαμόγελο με νόημα. Είναι το μήνυμα της για να την συνοδεύσω στο πάρκο. Η διαδρομή μας συνεχίζεται ανάμεσα σε σκοτεινές φιγούρες που μόνο όταν φτάσουν δίπλα ή μπροστά σου μπορείς να ξεχωρίσεις αν  πρόκειται για άντρα ή γυναίκα. “Υπάρχουν πολλοί θαρραλέοι σαν εμένα” σκέφτομαι και σφίγγω το μπράτσο της συνοδοιπόρου μου καθώς περπατάμε στο μονοπάτι.

Μαζί απολαύσαμε υπό το φως της μέρας ένα μεγάλο παγωτό καθώς περπατούσαμε κατά μήκος της γέφυρας που βρίσκεται πάνω από την παγωμένη για τον χειμώνα, λίμνη, ακόμα κι αν αυτή προορίζεται κυρίως για τους τουρίστες της πόλης. Φάγαμε σε φτηνό εστιατόριο μοιράζοντας κέρματα στην τσιγγάνα που μοίραζε κόκκινα τριαντάφυλλα και στον ξένο που έδινε μικρά λούτρινα αρκουδάκια. Ο περίπατος διεκόπη από μία άγρια καταιγίδα που μας ανάγκασε να ζητήσουμε καταφύγιο στην παλιά στάση του τρένου που είχε κλείσει όταν άνοιξε η καινούρια λίγα μέτρα πιο πέρα. Κάτω από τον δρόμο σε ένα μεγάλο υπόστεγο που οδηγούσε στα σκαλιά προς τα πάνω ή στην βαθιά θάλασσα, μείναμε να απολαμβάνουμε το πως η βροχή έδερνε την ήρεμη θάλασσα, όταν εκείνη σήκωσε το φόρεμα της και καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα αγκαλιασμένοι, βρεγμένοι και όρθιοι ελπίζοντας(;) να μην μας δει κανένας περαστικός.

Στο σκοτεινό μονοπάτι του πάρκου περπατούσα κάνοντας σκέψεις για τον έρωτα και την αγάπη, όταν στο βάθος του ερημικού πάρκου, διέκρινα μία σιλουέτα να χτυπάει πολλές φορές έναν ξαπλωμένο άνθρωπο. Σκέφτηκα “αυτός επέστρεψap;o ε” και ήθελε να εκδικηθεί εκείνη και μετά σίγουρα και εμένα. Όσο πλησίαζα διέκρινα πως στο χέρι έπιανε ένα μαχαίρι το οποίο έμπηζε επαναλαμβανόμενα στο σωριασμένο σώμα. Αντί να φύγω, επιτάχυνα. Όταν πια βρισκόμουν ακόμα πιο κοντά παρατήρησα πως ο άνθρωπος με το μαχαίρι φορούσε μαντήλι στο κεφάλι και έξω από αυτό χυνόντουσαν πλούσια μακριά κόκκινα μαλλιά. Ήταν… ήταν γυναίκα! Τότε φοβήθηκα, έστριψα σε έναν παράδρομο του πάρκου και έτρεξα χωρίς να ξέρω που πάω.

Ήμουν μόνος όταν πήγα για ύπνο το βράδυ. Μόλις ξάπλωσα άκουσα έναν θόρυβο από την κουζίνα. Σηκώθηκα φοβισμένος και πλησίασα επιβεβαιώνοντας πως δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Γυρνώντας στο δωμάτιο μου, μια κοκκινομάλλα γυναίκα με περίμενε φορώντας μαύρα εσώρουχα από δαντέλα που έδεναν με όμοιες ζαρτιέρες και έχοντας βάλει τα μακριά της πόδια της στο κρεβάτι, πατούσε με τις γόβες της το παχύ πάπλωμα. Ήταν πολύ σοβαρή και ρουφούσε περιστασιακά το μακρύ της τσιγάρο έχοντας προσαρμόσει σε αυτό ένα χρυσαφένιο φίλτρο. Αφού γέμισε το δωμάτιο με πυκνό καπνό, σήκωσε το βλέμμα της κοιτώντας με, με απάθεια και σχηματίζοντας ένα πονηρό χαμόγελο που διήρκησε μόλις μία στιγμή.

Στο πάρκο αποφάσισα να ακολουθήσω το γνωστό δρόμο. Πίστευα πως αυτή τη φορά τίποτα συναρπαστικό δεν θα μου άλλαζε τον δρόμο. Έκανα όμως λάθος. Η ξανθιά παρουσία που τόσο αναζητούσα στις νύχτες και τις μέρες μου, βρισκόταν στην αγκαλιά ενός άντρα. Όχι! Προφανώς δεν θα ήταν εκείνη. Δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Πλησίασα για να σιγουρευτώ αν και όσο έβλεπα τα ξανθιά της μαλλιά να χύνονται στην στητή της πλάτη, τόσο επιβεβαίωνα τον φόβο μου. Όταν έφτασα μπροστά τους, έκανα να σπρώξω και πάλι τον άγνωστο όμως εκείνη έβαλε το χέρι της ανάμεσα μας και με απέτρεψε. Με φίλησε στο μάγουλο αφήνοντας ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι και αναχώρησε μαζί του. Μα ήμουν σίγουρος πως τον είχα χτυπήσει πολύ καλά. Κάτι μέσα μου, με παρότρυνε να τον προσέξω καλά για το τι έκρυβε κάτω απ’ το καπέλο του, όμως δεν έδωσα περαιτέρω σημασία κι έτσι τους άφησα να φύγουν.

Φεύγοντας απ’ το σπίτι αισθάνομαι χαμένος. Ο ήλιος δεν έχει βγει σήμερα, όμως νομίζω πως με τυφλώνει. Στο πεζοδρόμιο επικρατεί πανικός με τυχαίες κουβέντες απ’ τους περαστικούς να διαπερνούν τα αυτιά μου. Μία λέξη, μία φράση ή ακόμα χειρότερα, ένα επιφώνημα. Αισθάνομαι να ζαλίζομαι, να τα χάνω και αποφασίζω να διασχίσω τον πολυσύχναστο δρόμο απλά και μόνο για να ξεφύγω από τους πεζούς. Από θαύμα δεν πέφτω θύμα κάποιου διερχόμενου αυτοκινήτου και τώρα η κυκλοφορία έχει σταματήσει με δεκάδες οδηγούς να έχουν ανοίξει το τζάμι και να μου φωνάζουν. Εγώ έχω σχεδόν σκύψει και πιάνοντας το κεφάλι μου, αρχίζω και τρέχω μακριά. Αν ήταν τόσο εύκολο τώρα, γιατί δεν μπορώ να την βρω τώρα που την χρειάζομαι τόσο πολύ; Γιατί αποφάσισε να γυρίσει σ’ εκείνον;

(Στο πάρκο) αισθάνομαι μία παρουσία να με προσεγγίζει. Νομίζω πως φοβάμαι καθώς σκέφτομαι πως ίσως ήρθε η ώρα να γίνω μία από τις πιθανότητες που απέφευγα τόσο καιρό, όμως παρά τον φόβο, δεν γυρίζω για να δω ποιος είναι, ούτε κάνω να τρέξω μακριά. “Είναι πολύ αργά για βόλτες στο πάρκο κύριε. Μπορώ να δω μια ταυτότητα”; Ήταν ένας αστυνομικός που είτε δεν του άρεσε το φαγητό που του έφτιαξε η γυναίκα του σήμερα, είτε προσπαθούσε να κρύψει και τον δικό του φόβο μέσα από την αυστηρότητα. Του έδωσα την ταυτότητα μου απλά γνέφοντας τα φρύδια μου στην ερώτηση του. Δεν ένοιωσα περισσότερη ασφάλεια με την παρουσία του, παρά απογοήτευση, γιατί δεν ήταν αυτός που προσμονούσα να συναντήσω.

Προσεγγίζοντας το πάρκο την ημέρα, έκανα να μπω μέσα ακολουθώντας μία ξανθιά κοπέλα που έδειχνε να κοιτάει τα περιστέρια που τσιμπολογούσανε στα παρακείμενα δέντρα. Ήταν όρθια μπροστά από ένα παγκάκι. Τα μαλλιά της ήταν το ίδιο λαμπερά, το ίδιο μακριά. “Αυτή είναι” σκέφτηκα και την πλησίασα αγγίζοντας την από πίσω στον ώμο. Η γυναίκα γύρισε ακαριαία και βλέποντας με ένα αποτυπωμένο χαμόγελο μετατράπηκε σε πανικό. Ουρλιάζοντας με ρωτούσε ποιος είμαι και τι θέλω και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω πως θα έπρεπε να αντιδράσω, δέχτηκα μια δυνατή σπρωξιά στο στήθος, αρκετή για να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω πίσω από το παγκάκι. Καθώς τους έβλεπα να απομακρύνονται, αίμα άρχισε να λούζει το φρύδι μου προερχόμενο απ’ τον κρόταφο μου.

Καθώς συνέχιζα τον διάβα μου μέσα στο σκοτάδι, αντίκρισα από μακριά μία μάζα στο έδαφος. Πλησιάζοντας είδα πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο. Ήταν μετά τα τριανταπέντε, ντυμένος σαν εμένα περίπου. Όταν προσπάθησα να τον σηκώσω ένοιωσα να αγγίζω μια λίμνη αίματος που βρισκόταν από κάτω του. Ήταν η μέρα του. Οι πιθανότητες επαληθεύτηκαν σε αυτόν αυτή τη φορά. Έπρεπε να συνεχίσω να περπατάω με προσοχή. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν από τα νυχτοπούλια και μια ύποπτη κουκουβάγια, όμως αν μπορούσες να μυρίσεις μαζί μου, θα καταλάβαινες πως κάτι υπήρχε εκεί στο βάθος. Εγώ πλησίασα και σε λίγο είδα την ξανθιά γυναίκα που τόσο πολύ αναζητούσα, να φιλάει στο στόμα έναν άντρα. Ξανά. Αυτή τη φορά έπρεπε να βεβαιωθώ για το τραύμα απ’ το σπρώξιμο κι έτσι κατευθύνθηκα προς το μέρος τους με αποφασιστικότητα. Όταν έφτασα έπιασα απ’ το μπράτσο τον άντρα τραβώντας τον απ’ τα χείλη της ξανθιάς imageγυναίκας. Απ’ την απότομη κίνηση, έπεσε το καπέλο του κάτω και τότε ξεχύθηκαν μπροστά και πίσω τα μακριά μαλλιά της κοκκινομάλλας γυναίκας. Αυτή τη φορά με κοίταξε επίμονα με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Κοιτώντας την ξανθιά είδα πως το βλέμμα της έπαιζε μεταξύ εμένα και της φίλης της. Όταν κοιτούσε εμένα δάγκωνε ένοχα τα χείλη της, όταν όμως γυρνούσε προς αυτή, χαμογελούσε γεμάτη αυτοπεποίθηση. Οι δύο τους αντάλλαξαν εκ νέου ένα παθιασμένο φιλί που ήταν προφανές πως είχε σκοπό να με ταράξει.

Η κοκκινομάλλα με έσπρωξε στο στήθος απότομα κι εγώ χωρίς αντίσταση, έπεσα πίσω. Η δύο γυναίκες άρχισαν να γδύνουν η μία την άλλη. Η κοκκινομάλλα αποκάλυψε τα σατέν εσώρουχα της ξανθιάς κι εκείνη με τη σειρά της, έβγαλε το κουστούμι αφού την άφησε με τις μαύρες imageδαντέλες. Οι δυο τους άρχισαν να φιλιούνται και να πειράζει η μία την άλλη, μέχρι που η ξανθιά γύρισε από την άλλη πλευρά βγάζοντας ένα μαχαίρι από τις ζαρτιέρες της. Αφού το έβαλε στο στόμα της ψιθυρίζοντας κάτι στην φίλη της όσο με κοιτούσε, με πλησίασε, με φίλησε δυνατά στο στόμα και παρέδωσε το μαχαίρι στη συνεργάτιδα της η οποία άρχισε να μου το καρφώνει σε όλο μου το κορμί. Καθώς το έκανε, η ξανθιά με πλησίασε και αφού στάθηκε από πάνω μου άρχισε να με κοιτάει με συμπόνια. Την ίδια ώρα πιτσιλιές από αίματα είχαν λερώσει το πρόσωπο, τα μαλλιά και τις δαντέλες της δολοφόνου μου που συνέχιζε αδιάκοπα την ανυπόφορη δραστηριότητά της. Το σώμα και η καρδιά μου σταμάτησαν να κινούνται, όμως τα μάτια μου παρέμεναν έντονα ανοιγμένα σα να κοιτούσα κάθε τους κίνηση, κάθε τους παράσταση που ακολούθησε στα γυμνά τους κορμιά, με το δικό μου να κείτεται μπροστά τους.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΜΥΘΟ ΝΟΥΑΡ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

MYΘΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ~ η πόλη που δεν αναστήθηκε ποτέ

Μια φορά σε έναν καιρό η Ελλάδα διένυε ένα νέο μονοπάτι της ιστορίας της. Τα τελευταία νομοθετήματα της κυβέρνησης με πολλά κίνητρα για νέες επενδύσεις, κατέστησαν την χώρα ιδανικό τόπο για το ξένο κεφάλαιο που θα ήθελε να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά. Πολλοί ρώσοι και άραβες εξέφρασαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στην χώρα είτε ως επιχειρηματικοί όμιλοι είτε ως ιδιώτες. Ξαφνικά η Ελλάδα γέμισε με πολυτελή ξενοδοχεία, εργοστάσια ή ακόμα και ξερονήσια που μετατράπηκαν σε πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών. Τα χρήματα έβγαλαν γρήγορα από την δύσκολη θέση την Ελλάδα κι έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Οι άδειες για τέτοιες επενδύσεις ήταν πολύ εύκολο πια να δοθούν, οπότε κάθε διάσημος μεγιστάνας που σεβόταν τον εαυτό του, είχε περιουσία και στην Ελλάδα.

Τα νέα δεδομένα στην Ελλάδα μόλις που κατάφεραν να διασώσουν την ήρεμη ζωή σε πολλές περιοχές της, όπως στο Στεφανοβίκειο, μία μικρή κωμόπολη βόρεια του Βόλου imageόπου οι κάτοικοι απασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία. Αυτό το πρωί οι περισσότεροι απουσιάζουν στα βοσκοτόπια τους και ελάχιστοι βρίσκονται στο καφενείο της πλατείας, εκεί που ο κυρ. Νίκος συνηθίζει να πίνει τον καφέ του, πριν επιστρέψουν οι χωρικοί που μάλλον αποφεύγει για να μην χρειάζεται να αναλώνεται σε περιττές συζητήσεις όπως λέει. Ο κυρ. Νίκος είναι ένας μεσήλικας αδύνατος τύπος, μετρίου αναστήματος με πλούσια γκρίζα μαλλιά. Ζει μόνος του και γράφει βιβλία. Οι ντόπιοι λένε πως υπήρξε ένας πετυχημένος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όμως άφησε την έδρα του για να γράφει. Το Στεφανοβίκειο είναι το απόλυτο μέρος για να βρει κανείς την ηρεμία που απαιτεί η συγγραφή.

Όχι όμως σήμερα το πρωί που ο πιτσιρικάς που μοιράζει τις εφημερίδες έφτασε στο καφενείο ξεφωνίζοντας ενθουσιασμένος: “Έρχεται ο ρώσος. Θα γίνουμε κι εμείς πλούσιοι! Έρχεται ο ρώσος”! Ο κυρ. Νίκος πήρε αμίλητος την εφημερίδα και λίγο πριν φύγει ο νεαρός, τον σταμάτησε:
- “Ποιος ρώσος; Δεν γράφει κάτι στους τίτλους η εφημερίδα. Τι είναι αυτά που λες”;
- “Δεν προλάβανε ακόμα να τα γράψουν. Ένας πολύ πλούσιος ρώσος θα έρθει στο χωριό μας και θα φτιάξει ξενοδοχείο για τους ξένους. Το άκουσα που το έλεγαν στο πρακτορείο που μοιράζανε τις φυλλάδες. Σας το λέω αλήθεια κύριε Νομικέ” απάντησε λαχανιασμένος. Ο Νομικός σταμάτησε να τον προσέχει πριν αυτός ολοκληρώσει την φράση του και άρχισε να διαβάζει απολαμβάνοντας τον καφέ του και εισπνέοντας το καθαρό οξυγόνο από τον μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας.

Μετά από αρκετές ημέρες, οι εφημερίδες έγραψαν πως ένας ζάμπλουτος ρώσος θα ξεκινούσε εργασίες κατασκευής ενός συγκροτήματος κατοικιών σε περιοχή ανάμεσα στο δάσος του Μαυροβουνίου και της λίμνης Κάρλας. Το Στεφανοβίκειο βρίσκεται ανάμεσα στο δάσος και την λίμνη και αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, ο Νομικός φοβόταν πως η ηρεμία τους θα διαταρασσόταν. Και είχε δίκιο. Το επόμενο διάστημα ένα συνεργείο δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων ανθρώπων, έρχονταν κάθε πρωί από τον Βόλο, περνούσαν λίγο έξω από το Στεφανοβίκειο και σταματούσαν λίγο πριν το δάσος του Μαυροβουνίου. Όπως μαθεύτηκε, αρκετοί χωρικοί είχαν λάβει τεράστιες αποζημιώσεις ούτως ώστε να παραχωρήσουν κάποιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που διατηρούσαν σε εκείνο το σημείο. Τα συνεργεία εργαζόντουσαν από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ όλες τις ημέρες της εβδομάδας, ενώ για λόγους ασφαλείας, κανείς τους δεν επέτρεπε να πλησιάσει κάποιος άσχετος με το έργο. Για τον λόγο αυτό είχαν ξεκινήσει χτίζοντας περιμετρικά ένα τείχος με ξύλο και τσιμέντο ενώ έξω από το τείχος υπήρχε μία τάφρος με βάθος που έφτανε τα δύο μέτρα. Ως εκεί μπορούσε κανείς να δει χωρίς να ξέρει τι χτιζόταν πιο μέσα.

Όσο ο καιρός περνούσε, κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες στο χωριό σχετικά με την υπερβολική μυστικότητα και το τι θα μπορούσε να γίνεται. Φυσικά κανείς ποτέ δεν δέχτηκε να ασχοληθεί σοβαρά με τα όσα ακουγόταν, μέχρι που ένα πρωί που ο Νομικός έπινε τον καφέ του στο καφενείο διαβάζοντας την εφημερίδα του, ένας χωρικός έτρεχε προς την πλατεία φωνάζοντας: “πάρτε το ασθενοφόρο! Η κυρία του μαστρο-Θανάση σκοτώθηκε”. Όσοι ήταν εκεί μπροστά έτρεξαν έντρομοι προς το μέρος του και αφού κάλεσαν τις αρχές, πολλοί έτρεξαν προς την γη του Θανάση. Η γυναίκα του κείτονταν νεκρή με το κρανίο της να είναι εκτός θέσης, σπασμένο από τον λαιμό. Ο μαστρο-Θανάσης είχε γονατίσει και είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Οι χωρικοί προσπάθησαν να τον συνεφέρουν ενώ το ασθενοφόρο είχε μόλις καταφτάσει και μετέφερε την άψυχη γυναίκα. Το ίδιο βράδυ ο Νομικός κατέβηκε στο καφενείο ενώ δεν το συνήθιζε για εκείνη την ώρα. Λόγω της μικρής απόστασης από το σημείο που καθόταν, άκουγε τις συζητήσεις όπου πολλοί έλεγαν: “εμένα μου το είπε καθαρά ο άνθρωπος όταν συνήλθε. Ένα βούισμα άρχισε να συγκλονίζει την περιοχή. Οι αγελάδες μούγκριζαν αναίτια, τα κατσίκια συγκρούονταν μεταξύ τους και η κυρία του Θανάση πήρε φόρα και με δύναμη προσέκρουσε στον αχυρώνα συνθλίβοντας το κεφάλι της” και συνέχισε, “δεν ξέρω φίλε. Θυμάσαι προχθές που ο Σταμάτης στο διπλανό αμπέλι έλεγε πως τα σταφύλια είχαν μαυρίσει ή ο Στρατούλης που έλεγε πως χθες τα άλογα του δεν σηκωνόντουσαν από τον αχυρώνα; Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ πέρα”.

Ο Νομικός σηκώθηκε και έφυγε από το καφενείο. Επέστρεψε σπίτι του όπου άνοιξε ένα μεγάλο ντουλάπι με τεράστιους τόμους από βιβλία αλλά και σημειώσεις σε μεγάλα τετράδια. Έβαλε λίγο τσίπουρο στο μικρό διάφανο ποτήρι και χωρίς καν να βγάλει το παλτό του χώθηκε ανάμεσα στα βιβλία ανάβοντας μόνο το μικρό φωτιστικό που ήταν πάνω στο γραφείο του. Το διάβασμα του κρατούσε για ώρες και τότε πήρε έναν χάρτη από το συρτάρι του και αφού τον ξεδίπλωσε άρχισε να τραβάει γραμμές πάνω του με την βοήθεια ενός διαβήτη και ενός χάρακα. Όταν γέμισε για τελευταία φορά το ποτήρι του αδειάζοντας παράλληλα την καράφα με το τσίπουρο είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες του ηλίου. Εξουθενωμένος και ίσως και ζαλισμένος, φύλαξε τις σημειώσεις και τον χάρτη και ξάπλωσε στο κρεβάτι που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του, όπου και κοιμήθηκε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα.

Όταν σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά και μπήκε στο αυτοκίνητό του που αγανάκτησε να πάρει μπροστά. Είχε πολύ καιρό να το χρησιμοποιήσει, όμως σύντομα άρχισε να βγαίνει από το χωριό υπό τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών συγχωριανών του. Ο Νομικός πλησίασε στο σημείο όπου υπήρχε το εργοτάξιο και βγάζοντας μία πυξίδα σαν αυτές που έχουν στον στρατό, άρχισε να κοιτάει γύρω του. Ο Νομικός πλησίαζε την τάφρο και κοιτούσε το περίεργο περιμετρικό οικοδόμημα, όταν ένας υψηλόσωμος άντρας με στολή εργάτη, τον πλησίασε και του μίλησε κοφτά:
- “Ο χώρος όπου βρίσκεστε κύριε είναι ιδιωτικός. Θα μπορούσατε να φύγετε παρακαλώ”;
- “Με συγχωρείτε. Νόμιζα πως το κομμάτι που σας ανήκει ξεκινάει από την τάφρο κι έπειτα. Θα φύγω αμέσως. Αλήθεια τι φτιάχνετε εκεί μέσα”; ρώτησε αδιάφορα ο Νομικός.
- “Ξενώνες για διακεκριμένους καλεσμένους του ιδιοκτήτη” απάντησε ο εργάτης και ο Νομικός απομακρύνθηκε γνέφοντας με το κεφάλι του.

Ύστερα από καιρό τα συνεργεία αποσύρθηκαν αφήνοντας πίσω τους ένα ιδιόμορφο κυκλικό φρούριο, ενώ την επόμενη ημέρα πλήθος κόσμου άρχισε να καταφτάνει στην περιοχή. Δημοσιογράφοι είχαν αγκυροβοληθεί στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου και στο λιμάνι του Βόλου όπου υποδέχτηκαν πλήθος διασημοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανάμεσα τους, ηθοποιοί, μουσικοί, αλλά και διάσημοι επιστήμονες. Λίγο νωρίτερα, ένα ελικόπτερο είχε προσγειωθεί μέσα στο κτίριο που προφανώς ήταν ανοιχτό στο κέντρο του κύκλου που σχημάτιζε. Έως το μεσημέρι, πολυτελείς λιμουζίνες άρχισαν να διασχίζουν τον μέτριο δρόμο από τον Βόλο που περνάει το Βελεστίνο και μέσω της νέας εθνικής οδικής αρτηρίας φτάνει κοντά στο Στεφανοβίκειο. Μπροστά σε αυτό το πανδαιμόνιο πολλοί χωρικοί προσπάθησαν να πλησιάσουν και ίσως και να περάσουν την μοναδική πύλη που δεν εμποδιζόταν από την τάφρο. Στο σημείο όμως υπήρχαν φύλακες και ενημέρωναν τον κόσμο πως η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο σε προσκεκλημένα άτομα και δημοσιογράφους με διαπίστευση. Όλοι λοιπόν περίμεναν την κάλυψη των δημοσιογράφων.

Πραγματικά από την επόμενη ημέρα ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: ‘Ρώσος δισεκατομμυριούχος έχτισε το πρώτο κέντρο επιστημονικής κοινότητας στον Βόλο’ έγραφαν οι εφημερίδες, ενώ στα ρεπορτάζ των ειδήσεων άκουγες: “Βρισκόμαστε λίγο έξω από τον Βόλο όπου ένας ρώσος μεγιστάνας έφτιαξε εδώ ένα πολύ ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό αριστούργημα κυκλικής μορφής. Πρόκειται για έναν οικισμό που είναι κυκλικός, οχυρωμένος με δυο ομόκεντρες σειρές τειχών. Στο κέντρο του υπάρχει μια ορθογώνια πλατεία και ανάμεσα σε αυτή και τα τείχη, βρίσκονται δύο δακτύλιοι με κατοικίες που χωρίζονται με έναν επίσης κυκλικό δρόμο που περνάει ανάμεσά τους. Στις κατοικίες αυτές υπάρχουν διαμερίσματα στα οποία θα κατοικούν μόνιμα μερικοί από τους σπουδαιότερους επιστήμονες και καλλιτέχνες του κόσμου, ενώ οι υπόλοιποι χώροι αποτελούνται από εργαστήρια σχετικά με την φυσική, την χημεία, την ρομποτική, την αστρονομία και κάθε σύγχρονη επιστήμη και τέχνη. Το ‘Παγκόσμιο Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας’ όπως το αποκάλεσε ο ιδρυτής Γιούρι Ντενέφσκι πρόκειται να γίνει το κέντρο της επιστήμης και της έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ όταν ρωτήθηκε γιατί επέλεξε την Ελλάδα και όχι την γενέτειρα του Ρωσία, ο ίδιος απάντησε πως ήθελε να δώσει έμφαση στους ελληνορωσικούς δεσμούς και την ιστορία”. Ακόμα και οι εικόνες μέσα από τον χώρο που δημοσιεύτηκαν ήταν περιορισμένες.

Όπως ήταν φυσικό οι κάτοικοι στο Στεφανοβίκειο ένοιωσαν ιδιαίτερα περήφανοι που η κατασκευή έγινε τόσο κοντά σε αυτούς ενώ καρπώθηκαν και με οφέλη εξαιτίας του ενδιαφέροντος κόσμου που έρχονταν ως εκεί ακόμα και αν δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση προς τα ενδότερα. Και μόνο ο θαυμασμός του τείχους περιμετρικά ήταν αρκετός. Πάντως, οι περισσότεροι κατέληγαν στο χωριό ζητώντας είτε διαμονή είτε λίγες ώρες ξεκούρασης στο καφενείο και την ταβέρνα.

Το επόμενο διάστημα το όλο θέμα ξεχάστηκε. Ο κόσμος γύρισε στην καθημερινότητά του χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο κοντινό κτίσμα. Μόνο κάποιοι χωρικοί που είχαν γη κοντά σε αυτό, διαμαρτυρόντουσαν που και που πως τα ζώα φέρονταν παράξενα ή πως οι ίδιοι είχαν ζαλάδες ή αλλόκοτη συμπεριφορά όπως σπαστικό γέλιο. Όμως κανείς δεν έδινε περαιτέρω σημασία πέραν της αρχικής αντίδρασης που ήταν ένα ξεκαρδιστικό γέλιο. Άλλωστε αυτό ήταν άσχετο. Σωστά; Κι έτσι πέρασαν οι πρώτοι μήνες και κάποια χρόνια.

Ένα πρωινό που ο Νομικός έπινε τον καφέ του στο καφενείο ο νεαρός που τους έφερνε τις εφημερίδες ενημέρωνε φωναχτά τον κόσμο πως αύριο θα έρθει ο κτηνίατρος και θα κάτσει όλη την εβδομάδα για να επισκεφτεί τα ζώα όσων ήθελαν. Ο Νομικός άκουσε σε μια παρέα λίγο πιο πέρα πως τον κτηνίατρο τον κάλεσε ο δήμαρχος Κάρλας, καθώς στην λίμνη ανατολικά του χωριού οι ψαράδες εντόπισαν εκατοντάδες νεκρά ψάρια και επειδή πολλές φορές έφταναν στα αυτιά του οι παράξενες καταγγελίες των κτηνοτρόφων για τα ζώα τους, αποφάσισε να πάρει στα σοβαρά τις καταγγελίες τους.

Πράγματι, ο κτηνίατρος ήρθε το μεσημέρι στο χωριό. Είχε επισκεφθεί νωρίτερα την λίμνη. Ο Νομικός τον πλησίασε και τον κάλεσε να κάτσει αυτός, ο βοηθός του και ο δήμαρχος –που τον συνόδευε- στο δικό του τραπέζι. Αφού οι τέσσερις άντρες συστήθηκαν μεταξύ τους, άρχισαν να συνομιλούν:
- “Εγώ εξέτασα και το νερό και τα νεκρά ψάρια και τα ζωντανά. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι όπως έλεγα στον κύριο δήμαρχο. Θα φύγω τώρα να πάω δυτικά και βόρεια που ενημερώθηκα πως υπάρχουν βοσκοί που εκφράζουν παράπονα για ανώμαλες συμπεριφορές των ζώων τους” δήλωσε προβληματισμένος ο κτηνίατρος.
- “Θα ήθελα πολύ να επιστρέψετε από το χωριό πριν αναχωρήσετε. Ξέρετε, πολλές φορές εδώ ο κόσμος λειτουργεί με την μέθοδο του χαλασμένου τηλεφώνου. Ο καθένας μεταφέρει μια είδηση εντελώς παραποιημένη. Οπότε καλό είναι να ενημερώσετε τους κατοίκους από εδώ, δημόσια” προσπάθησε να εξηγήσει ο Νομικός.
- “Εννοείτε πως απλά θέλετε να ακούσετε εσείς τι έχει να πει ο γιατρός” συμπλήρωσε με νόημα ο δήμαρχος για να εισπράξει το χαμόγελο του Νομικού.
Κατόπιν αυτού, οι άντρες αναχώρησαν.

Επισκέφθηκαν βοσκούς, κατέγραψαν τα παράπονα τους και εξέτασαν κάποια ζώα. Όταν έφτασαν στον επόμενο έγιναν μάρτυρες ενός τραγικού περιστατικού. Ενώ συνομιλούσαν με τον κτηνοτρόφο, μία αγελάδα που βρισκόταν πιο πέρα, άρχισε να μουγκρίζει με μανία. “Να, αυτό κάνει” άρχισε να φωνάζει ο κτηνοτρόφος και πριν προλάβει να ολοκληρώσει η αγελάδα άρχισε να τρέχει εντελώς ασυνήθιστα για το βάρος και τις αντοχές της. Έτρεξε για περίπου σαράντα μέτρα ώσπου καρφώθηκε στον κορμό μιας ελιάς που βρισκόταν πιο πέρα. Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που κάποια ξεροκλάδια έσπασαν από το δέντρο, ενώ ακούστηκε καθαρά το σπάσιμο του λαιμού του ζώου που ξεψύχησε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Ο κτηνοτρόφος ξέσπασε σε λυγμούς και ο κτηνίατρος προσέγγισε την νεκρή αγελάδα, την εξέτασε και λίγο αργότερα έφυγε.

Ως αργά το απόγευμα ο κτηνίατρος έφτασε στην πλατεία κι έκατσε στο καφενείο. “Τράβα να φωνάξεις τον κυρ. Νίκο” δήλωσε επιτακτικά ο δήμαρχος σε έναν νεαρό που έπαιζε με τους φίλους του. Σε λίγα λεπτά ο Νομικός ερχόταν με βιαστικό βηματισμό και ανήσυχο βλέμμα. Ο κτηνίατρος του διηγήθηκε όλα όσα είδε και άκουσε και κατέληξε:
- “…εγώ όμως δεν βρήκα τίποτα σε αυτά τα ζώα”.
- “Είμαι σίγουρος πως δεν βρήκατε. Δήμαρχε αύριο θέλω να φέρεις έναν ηλεκτρολόγο. Φέρε ένα συνεργείο από την Αθήνα καλύτερα. Θα πληρώσω εγώ τα έξοδα. Εσύ απλά κανόνισε να φέρεις τους καλύτερους. Μην ρωτήσεις άλλα. Όταν έρθει εκείνος θα σου εξηγήσω” κατέληξε ο Νομικός για να εισπράξει ένα καταφατικό νεύμα γεμάτο ερωτήσεις από τον δήμαρχο.

Νωρίς το πρωί τρία άτομα με ομοιόμορφες φόρμες έφτασαν με το αυτοκίνητο του δημάρχου και από εκεί αφού γνωρίστηκαν με τον Νομικό, ξεκίνησαν όλοι μαζί για την λίμνη Κάρλα. Οι ηλεκτρολόγοι άρχισαν να μετρούν το νερό και ξαφνικά άρχισαν να φωνάζουν μεταξύ τους: “Το νερό είναι ραδιενεργό. Απορώ πως δεν χοχλάζει! Είναι θέμα χρόνου να ψοφήσουν όλα τα ζωντανά εδώ μέσα”! Ο Νομικός κοίταξε αινιγματικά βαθιά στα μάτια των δήμαρχο και πλησίασε τον ηλεκτρολόγο κάνοντας του νόημα να φύγουν. Εκείνοι κράτησαν μερικές σημειώσεις κι έπειτα όλοι μαζί αναχώρησαν. Προσπέρασαν δυτικά το χωριό και επισκέφτηκαν τους βοσκούς. Άρχισαν να μετρούν την γη, τα ζώα, έσκαψαν σε μερικές περιπτώσεις, εξέτασαν ακόμα και την άτυχη αγελάδα. Τότε ο ένας πλησίασε τον δήμαρχο και τον Νομικό και είπε: “Οι γεωμαγνητικές μετρήσεις έδειξαν έντονες μαγνητικές ανωμαλίες. Παράλληλα, καταμετρήθηκαν παράξενες μορφές ακτινοβολιών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ανεβοκατέβαινε. Το έδαφος σε πολλά σημεία του, παρουσιάζει μεγάλες συγκεντρώσεις νιτρικών αλάτων, που το κάνουν ακατάλληλο για καλλιέργεια”. Ο δήμαρχος κοιτούσε απορημένος, όμως ο Νομικός δεν έχασε χρόνο. “Πρέπει να πάμε και κάπου άλλου. Δήμαρχε θα πάμε κι άλλο δυτικά. Θα περάσουμε το κτίριο του ρώσου και θα πάμε στο δάσος. Στο Μαυροβούνι. Θα μετρήσουμε κι εκεί” είπε αυστηρά ο Νομικός και αμέσως οι άντρες αναχώρησαν για εκεί.

Όταν έφτασαν, οι ειδικοί άρχισαν τις μετρήσεις, όμως αυτές διέκοψε ο δήμαρχος. “Δείτε τα δέντρα” φώναξε. “Βλέπετε αυτά τα σημάδια; Είναι καρκινώματα και όγκοι στους κορμούς τους. Οι κορμοί είναι παράξενα στρεβλωμένοι στο κάτω μέρος τους και παραμορφωμένοι. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό. Θα επικοινωνήσω με το δασαρχείο όταν επιστρέψουμε”. Πραγματικά, οι άντρες επέστρεψαν στο χωριό και μετέβηκαν στο σπίτι του Νομικού. Εκεί αντάλλαξαν απόψεις για τα αποτελέσματα των μετρήσεων τους, ενώ ο δήμαρχος επικοινώνησε με το δασαρχείο για να ρωτήσει πληροφορίες από τον δασοφύλακα.
- “Δεν έχουμε δασοφύλακα πια εκεί” ήταν η απάντηση της υπαλλήλου.
- “Για ποιο λόγο” ρώτησε επικριτικά ο δήμαρχος.
- “Ο μόνιμος φύλακας αυτοκτόνησε πριν δύο χρόνια και ο αντικαταστάτης του βρίσκεται στο ψυχιατρείο. Μετά από αυτό δεν αντικαταστάθηκε” ενημέρωσε η υπάλληλος.
- “Γιατί στο ψυχιατρείο”; ρώτησε με περιέργεια εκείνος.
- “Γιατί στην αρχή ενημέρωνε πως θέλει μετάθεση, όμως στη συνέχεια έστελνε σήματα στην διεύθυνση πως βλέπει λάμψεις στον ουρανό, φωτεινές σφαίρες να ξεπηδούν από το έδαφος και φωτεινά φαντάσματα. Στην αρχή δεν δόθηκε σημασία όμως άρχισε να μας παίρνει τηλέφωνο και να ουρλιάζει. Τότε ήρθε ο γιατρός όπου έκρινε απαραίτητη την νοσηλεία του σε ψυχιατρική κλινική. Μετά από αυτό αποφασίστηκε να μην υπάρχει φύλακας για ένα διάστημα”.
Οι περιγραφές αυτές ήταν πολύ-πολύ παράξενες. Ο δήμαρχος και ο Νομικός ευχαρίστησαν τους τεχνικούς για την εργασία τους και κατόπιν έμειναν μόνοι στο σπίτι του.
- “Δήμαρχε πρέπει να σου δείξω μία μικρή μελέτη που έκανα πριν μερικά χρόνια. Όταν αυτοκτόνησε η γυναίκα του συγχωριανού μας” είπε προσεγγίζοντας ένα συρτάρι και βγάζοντας από εκεί έναν ογκώδη φάκελο από τον οποίο εξείχαν χαρτιά και βιβλία.
- “Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο Νίκο; Δεν πιστεύω να υπαινίσσεσαι κάτι” απάντησε μάλλον φοβισμένος.
- “Κοίτα εδώ δήμαρχε” είπε και άρχισε να ξεδιπλώνει έναν χάρτη και να ξεφυλλίζει δύο βιβλία. “Το 1987 δύο μαθητές ανακάλυψαν στην Ρωσία μία αρχαία πόλη. Οι αρχαιολόγοι έμειναν άφωνοι όταν διαπίστωσαν πως επρόκειτο για μία τέλεια δομημένη πόλη. Επρόκειτο για το ‘Άρκαιμ’ που στα ρωσικά σημαίνει γη και ουρανός και χρονολογείται από τον δέκατο έβδομο αιώνα προ Χριστού. Το κτίσμα χαρακτηριζόταν από τα κυκλικά του τείχη ενώ και στο εσωτερικό του, υπήρχαν σπίτια που ακολουθούσαν κυκλική ροή, ακριβώς όπως ο δημοσιογράφος περιέγραφε στα εγκαίνια. Οι κάτοικοι έζησαν εκεί για λίγα χρόνια και υπό άγνωστες συνθήκες μετανάστευσαν βάζοντας οι ίδιοι φωτιά στο Αρκάιμ. Το παράξενο είναι πως σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η πόλη είχε φτιαχτεί με πολύ προηγμένα μέσα για την εποχή, ενώ όπως εξετάστηκε, η θέση του παρακολουθεί με εκπληκτική ακρίβεια δεκαοχτώ αστρονομικά φαινόμενα, ενώ για παράδειγμα το Στόουνετζ, δεκαπέντε. Άκου κι αυτό. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι σήμερα ανοιχτός για το κοινό αλλά όχι σε όλα τα σημεία του. Τα δέντρα στην περιοχή παρουσιάζουν ανωμαλίες. Αρχαιολόγοι που εργάστηκαν εκεί ανέφεραν δυσφορίες, τάσεις αυτοκτονίας, ενώ κάποιοι κλείστηκαν σε ψυχιατρείο. Δήμαρχε σου θυμίζω πως οι ίδιοι οι κάτοικοι πυρπόλησαν το τέλειο κτίσμα τους. Σήμερα οι ντόπιοι φοβούνται να πηγαίνουν εκεί”. Ο Νομικός του έδειχνε φωτογραφίες μέσα από το βιβλίο εξηγώντας του την ομοιότητα με το επιστημονικό κέντρο που είχε φτιάξε ο ρώσος.
- “Κάτι γίνεται λοιπόν εκεί μέσα. Κάνουν πειράματα που τρελαίνουν τα ζώα και τον κόσμο” κατάφερε να συμπληρώσει μετά δυσκολίας ο δήμαρχος.
- “Κι όχι μόνο. Ίσως τρελαίνονται και οι ίδιοι δήμαρχε. Ξεχνάς πως κανείς ποτέ δεν βγήκε από εκεί και κανείς δεν μπήκε. Πως παίρνουν προμήθειες για τρόφιμα; Πως επικοινωνούν με τις οικογένειες τους”;
- “Θα επικοινωνήσω άμεσα με το Υπουργείο. Πρέπει να μπούμε μέσα, να δούμε τι συμβαίνει” απάντησε σχεδόν πανικόβλητος.

Πραγματικά, ο δήμαρχος επικοινώνησε με στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών. Παρουσίασε όλα τα στοιχεία που είχαν αποκομίσει από την έρευνα αλλά και τις μελέτες του Νίκου Νομικού και η υπόθεση κίνησε το ενδιαφέρον ανώτατων στελεχών της κυβέρνησης. Σύντομα η είδηση διέρρευσε στον τύπο και μάλιστα έγινε γνωστό πως η κυβέρνηση προτίθεται να βγάλει ένταλμα έρευνας στον αποκλεισμένο χώρο του Παγκόσμιου Επιστημονικού Κέντρου Ερευνών.

Στην είδηση ξέσπασε πανικός. Διαδηλωτές στην Αθήνα άρχισαν να ζητούν το κλείσιμο του κέντρου, αλλά και χωρικοί στο Στεφανοβίκειο άρχισαν να φοβούνται, να κλείνονται στα σπίτια ή ακόμα να φέρνουν τα ζώα τους ως το χωριό!

Σε λίγες μέρες αστυνομικές δυνάμεις κατέφτασαν στην περιοχή, παρατάχθηκαν περιμετρικά του κτιρίου και  προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την μέσα μεριά χωρίς να λάβουν καμία απόκριση. Δεδομένου πως η αστυνομία είχε βγάλει ήδη ένταλμα οι αστυνομικοί είχαν το δικαίωμα να εισβάλουν στον χώρο. Πως όμως θα το έκαναν αυτό; Η μοναδική θεόρατη πύλη ήταν ερμητικά κλειστή ενώ περιμετρικά η τάφρος καθιστούσε αδύνατη την προσέγγιση.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιστρατεύσει τον στρατό για να εισβάλει στο κτίριο. Πραγματικά ο στρατός περικύκλωσε το συγκρότημα κτιρίων, ενώ η αστυνομία σε μεγαλύτερη ακτίνα έφτιαξε μια περίμετρο πίσω από την οποία είχαν μαζευτεί διαδηλωτές, δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες από όλο τον κόσμο. Μετά από αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις ο στρατός πυρπόλησε την πύλη και εισέβαλε προσεκτικά μέσα με πεζούς στρατιώτες. Για ώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε πυροβολισμοί, ούτε φωνές. Μόνο μετά από λίγο, μερικοί στρατιώτες βγήκαν έξω ζαλισμένοι και σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Κάποιοι συνάδελφοι τους έτρεξαν να τους στηρίξουν, κάποιοι άλλοι φοβήθηκαν και έκαναν πίσω, ενώ κάποιοι από τους στρατιώτες έχασαν τις αισθήσεις τους και έπεσαν στην τάφρο. Κανείς από όσους βγήκαν έξω δεν κατάφερε να πει κάτι, οπότε ο συνταγματάρχης που είχε βρεθεί εκεί για να συντονίσει την διαδικασία επικοινώνησε με τον Υπουργό Άμυνας. Αφού τον ενημέρωσε χαμηλόφωνα, όσοι ήταν κοντά του άκουσαν να λέει: “Μάλιστα” με αποφασιστικότητα και να κλείνει το τηλέφωνο.

Αμέσως, έδωσε εντολή να περιμένουν όλοι απομακρυσμένοι. Μετά από δύο ώρες περίπου ένα όχημα του στρατού κατέφτασε και μία ντουζίνα περίπου από άντρες με παράξενες λευκές στολές που κάλυπταν ακόμα και το κεφάλι τους κατέβηκαν, αναφέρθηκαν, έλαβαν μία πρόχειρη ενημέρωση και εισήλθαν στον χώρο. Οι άντρες μετά από μισή ώρα περίπου άρχισαν να βγαίνουν με πρόχειρα φορεία που είχαν προμηθευτεί και στα οποία είχαν τοποθετήσει στρατιώτες χωρίς αισθήσεις. Ο ένας από αυτούς φαινόταν να έχει σπάσει το κρανίο του σα να συγκρούστηκε με κάτι. Τις επόμενες ώρες οι άντρες με τις λευκές στολές έφεραν και τους υπόλοιπους στρατιώτες. Άλλοι νεκροί, άλλοι χωρίς αισθήσεις κι άλλοι να παραμιλούν λέγοντας ασυναρτησίες. Σύντομα, ξεκίνησαν να βγάζουν έξω τους κατοίκους της περιοχής. Ήταν όλοι ζωντανοί όμως δεν έδειχναν να έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Ακολουθούσαν τους μεταφορείς χωρίς αντίσταση, όμως δεν απαντούσαν σε ερωτήσεις. Αντίθετα μιλούσαν για εξισώσεις και χημικά στοιχεία σε διάφορες γλώσσες.

Αφού ο συνταγματάρχης έλαβε διαβεβαιώσεις πως στον χώρο δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, έστειλε την αποστολή για άλλη μια φορά μέσα μαζί με μία κάμερα και φωτογραφικές μηχανές. Η εντολή ήταν να τραβήξουν τα πάντα μέσα σε τρεις ώρες. Στο μεταξύ ακολούθησε μία ακόμα σύσκεψη μέσω τηλεφώνου του συνταγματάρχη, του Υπουργού Άμυνας, του ίδιου του πρωθυπουργού και ενός ρώσου αξιωματούχου που φαίνεται πως από την αρχή βρισκόταν σε συνομιλίες με την κυβέρνηση για το συμβάν. Λίγο πριν την πάροδο των τριών ωρών οι άντρες επέστρεψαν και ο συνταγματάρχης έδωσε εντολή να μεταφέρουν βυτιοφόρα που είχαν φτάσει λίγο νωρίτερα βενζίνη περιμετρικά του κτιρίου ενώ την ίδια ώρα ένα πυροσβεστικό ελικόπτερο έριξε βενζίνη στο κέντρο του κτιρίου που ήταν ανοιχτό από ψηλά. Την ίδια ώρα η αστυνομία απομάκρυνε το πλήθος και όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε ειδικό μηχάνημα εκτόξευσε εκρηκτικά μέσα στο κτίριο όπου και σημειώθηκε ελεγχόμενη έκρηξη. Σε λίγα λεπτά όλο το κτίριο είχε τυλιχθεί στις φλόγες ενώ πυροσβέστες αγκυροβολημένοι κυρίως στο Μαυροβούνι ήταν σε επιφυλακή για τυχόν πυρκαγιά. Το Κέντρο καταστράφηκε ολοσχερώς και μόνο από ψηλά φαινόντουσαν τα σημάδια του.

Οι κάμερες και οι φωτογραφικές μηχανές δεν λειτούργησαν ποτέ και κανείς δεν είδε τι τράβηξαν. Οι διασωθέντες μοιράστηκαν σε όλα τα διαθέσιμα νοσοκομεία της περιοχής ενώ οι επιστήμονες ήταν μεν ζωντανοί ήταν όμως ανίκανοι να βοηθήσουν σε οποιαδήποτε έρευνα. Τους επόμενους μήνες με έξοδα της ρωσικης κυβέρνησης χτίστηκε λίγο έξω από το Στεφανοβίκειο ένα ψυχιατρείο όπου νοσηλεύτηκαν οι περίπου χίλιοι επιστήμονες και στρατιώτες που κρίθηκε απαραίτητο πως έπρεπε να νοσηλευτούν σε ίδρυμα. Το νέο ίδρυμα ονομάστηκε ‘Άρκαμ Άσυλο’. Όσο για τον Νίκο Νομικό, είχε βρει το θέμα του επόμενου βιβλίου του με τίτλο ‘η πόλη που δεν αναστήθηκε ποτέ’.


σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

MYΘΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ~ το αναγκαστικό κόλπο

Μια φορά σε έναν καιρό και όχι πολύ μακρινό από το σήμερα, στην περίοδο που ο κόσμος μάθαινε στη νέα τάξη πραγμάτων όπου η κρίση είχε τελειώσει ή τουλάχιστον έτσι παρουσίαζαν οι κυβερνόντες και οι δείκτες της στατιστικής. Μετά από περίπου είκοσι χρόνια βαθιάς ύφεσης και κατόπιν γενναίων πολιτικών αποφάσεων, οι χώρες έχουν σχεδόν ξεχρεώσει και η ανάπτυξη παρουσιάζει έναν εκνευριστικά σταθερό ρυθμό που όμως αφήνει ικανοποιημένους τους εμπλεκόμενους. Από επιχειρηματίες μέχρι χρηματιστηριακούς και από επενδυτές έως τους πολιτικούς.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αυτή η ανάκαμψη προέκυψε με μεγάλο κόστος. Πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν ή συγχωνεύτηκαν και πολλοί επιχειρηματίες έγιναν απλοί υπάλληλοι ή συνεταιρίστηκαν φτάνοντας σε πενιχρά εισοδήματα. Αρκετοί αναγκάστηκαν να δεχτούν την δέσμευση της περιουσίας τους και κατά την περιβόητη “ανακατανομή του πλούτου” πολλοί πολίτες της μεσαίας τάξης έχασαν την περιουσία τους και ακόμα περισσότεροι ευνοήθηκαν αποκτώντας ξένη περιουσία που δεν τους ανήκε. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να επενδύσουν στη νέα τους περιουσία και να αποδίδουν στο κράτος.

Ένας από τους ανθρώπους που ευνοήθηκαν είναι και ο Θανάσης. Η αλήθεια είναι βέβαια πως ο Θανάσης ήταν άριστος γνώστης της όλης νομοθεσίας και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν. Ο ίδιος είχε μια μεγάλη επιχείρηση την οποία μεταβίβασε στον αδερφό του με αποτέλεσμα εκείνος να εμφανίζεται ως ένας από τους μη-έχοντες και να αποκτήσει μία εξίσου μεγάλη περιουσία προς εκμετάλλευση. Συγκεκριμένα μία μεγάλη πολυκατοικία την οποία ο Θανάσης άρχισε να εκμεταλλεύεται σαν ξενοδοχείο. Ο αριθμός του προσωπικού που στελέχωνε την επιχείρηση και τα γρήγορα κέρδη που άρχισε να παρουσιάζει, κίνησε το ενδιαφέρον των αρχών. Πως ένας φτωχός άρχισε να εμφανίζει τόσα κέρδη ξαφνικά; Η απάντηση για τον Θανάση ήταν απλή αφού ο αδερφός του τον χρηματοδοτούσε. Αν όμως οι αρχές άρχιζαν να “ξεσκονίζουν” το παρελθόν του, σύντομα θα έβρισκαν κάτι. Κι αυτό το κάτι ήταν ολόκληρη η αλήθεια, ο Θανάσης θα έπρεπε να υποστεί βαριά τιμωρία, φυλάκιση, πρόστιμα και ποιος ξέρει τι άλλο.

Ο Θανάσης όμως είχε οικογένεια και δεν έπρεπε να διακινδυνέψει την επιβίωση της. Αποφάσισε να πείσει τη γυναίκα του να χωρίσουν, εξηγώντας της πως το έκανε για το καλό τους και αφού ολοκλήρωσε τα διαδικαστικά έφυγε για την Αλβανία. Εκεί, είχε κάποιες ‘άκρες’ από γνωστούς του από την Ελλάδα και σύντομα βρήκε τόπο κατοικίας αλλά και εργασιακό ενδιαφέρον. Η παρέα του δεν ήταν τελικά και τόσο αθώα και η προσφορά τους για άνετη διαβίωση ήταν η συμμετοχή του σε μερικές όχι και τόσο διαφανείς εργασίες.

Στην Αλβανία, υπάρχουν αρκετές σπείρες ναρκωτικών που διακινούν πολύ συχνά προς την Ελλάδα. Ο Θανάσης θα ήταν άχρηστος για τους αλβανούς στην Ελλάδα, όμως μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει την καταγωγή του εκεί. Έτσι οι ντόπιοι τον χρησιμοποίησαν ως διαπραγματευτικό μέσο για να πετύχουν καλύτερη τιμή στην αγορά ή πιο υψηλή στην πώληση. Ο Θανάσης αρχικά διστακτικά και ύστερα με μεγάλη επιτυχία, άρχισε να κάνει ακριβώς ότι οι… φίλοι του ζήτησαν, όμως σύντομα συνειδητοποίησε πως όσο οι μήνες περνούσαν, εκείνος βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην διαπλοκή και την παρανομία. Υπήρχαν βράδια που προσευχόταν στον Θεό και με δάκρυα στα μάτια, ζητούσε συγγνώμη για την κατάσταση του.

Μετά από καιρό, ο Θανάσης έλαβε μια ειδοποίηση από τον αδερφό του που τον ενημέρωσε για έναν νέο νόμο όπου πλέον κάθε παρανομία πλην των εγκληματικών θα μπορούσε να εξαγοραστεί κι έτσι ο Θανάσης άρχισε να σκέφτεται την επιστροφή του στην πατρίδα μετρώντας παράλληλα το κομπόδεμα του που για καιρό έφτιαχνε αγοράζοντας και πουλώντας ναρκωτικά στην Αλβανία. Όταν τα χρήματα ήταν αρκετά, ο Θανάσης πραγματικά εξέφρασε την επιθυμία του να φύγει, όμως οι προθέσεις του δεν ήταν καθόλου αποδεκτές από τους αλβανούς συνεργάτες του. “Αντιλαμβάνεσαι πως δεν σε επιλέξαμε τυχαία. Ξέρουμε ποιος είσαι, ποιους ξέρεις στην Ελλάδα, που μένει η οικογένεια σου. Ξέρουμε τα πάντα για σένα και αν διανοηθείς να διαφύγεις, όχι μόνο δεν θα τα καταφέρεις, αλλά θα εύχεσαι να σε είχαμε σκοτώσει”. Ο Θανάσης κατάλαβε πως δεν θα ήταν εύκολο, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί.

Στον ελεύθερο του χρόνο, ο Θανάσης πήγαινε βόλτα κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και άρχισε να μελετάει οτιδήποτε μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Δρομολόγια λεωφορείων, νταλίκες που εκτελούσαν μεταφορές, αλλαγές βάρδιας στην συνοριοφυλακή, ακόμα και τα σκυλιά της αστυνομίας που χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν οχήματα για ναρκωτικά. Ύστερα γύριζε σπίτι του και συνέχιζε την δουλειά του. Στο μεταξύ είχε αποφασίσει να ξεκόψει από κάθε επαφή με την οικογένεια του ακριβώς για να μην υπάρχει κανένα αρχείο ή καταγραφές συνομιλιών τους. Πόνταρε στο ότι ο αδερφός του θα προέβλεπε πιθανούς κινδύνους και θα προστάτευε την οικογένεια του.

Ο χρόνος περνούσε, όμως ο Θανάσης ήταν πολύ δύσκολο να ρισκάρει το βήμα στο οποίο θα διέσχιζε τα σύνορα γνωρίζοντας πως θα τον κυνηγάει όχι μόνο η ελληνική αστυνομία αλλά και η αλβανική μαφία. Τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο αναλογιζόμενος πως ήταν πολύ πιθανό να παρακολουθείται από τους αλβανούς διακινητές. Και είχε δίκιο. Περίπου. Σε μία από τις… βόλτες του στα σύνορα ένας μαυροφορεμένος τύπος τον σταμάτησε απότομα και του ψιθύρισε κοιτώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση: “Σελβάνοφ 131. Έλα μόνος χωρίς να σε ακολουθήσει κανείς και θα σε περιμένουμε για να σε βοηθήσουμε”. Ο τύπος έφυγε βιαστικά, όμως το απίστευτο ήταν ότι του μίλησε στα ελληνικά και από την προφορά κατάλαβε πως είναι έλληνας.

Ο Θανάσης πήγε στο σημείο περνώντας πρώτα από πολλά άλλα μέρη, κάνοντας τυχαία ψώνια και μπλέκοντας πρώτα απ’ το πλήθος κατέληξε στο σημείο συνάντησης. Εκεί πέρασε ένα μικρό αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια, σταμάτησε απότομα, η πόρτα άνοιξε και μετά από ένα γρήγορο νόημα του συνοδηγού, ο Θανάσης επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο το οποίο ανέπτυξε ταχύτητα προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από αρκετή ώρα οδήγησης, το αυτοκίνητο στάθμευσε σε ένα υπόγειο γκαράζ όπου οι τρεις συνολικά άντρες που ήταν στο αυτοκίνητο, αποβιβάστηκαν. Λίγα μέτρα πιο πέρα, αποκαλύφτηκε στον Θανάση μία τεράστια αποθήκη διαμορφωμένη για να στεγάζει μία ομάδα ανθρώπων που είχαν διακοσμήσει το μέρος με τεράστιες ελληνικές σημαίες και άλλα σύμβολα του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. “Θανάση θα αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι και δεν έχω λόγο να στο κρύψω αφού εμείς σε καλέσαμε. Είμαστε μία εθνικιστική οργάνωση που δρα σε όλο τον κόσμο, υπερασπίζοντας τα συμφέροντα της πατρίδας και των πατριωτών μας. Ξέρουμε πως προσπαθείς να επιστρέψεις στην πατρίδα, ξέρουμε και τι έκανες τόσο καιρό στην Αλβανία, αλλά μας ενδιαφέρει πολύ να επαναπατρίζεται ο κόσμος και αυτό θα σε βοηθήσουμε να κάνεις”. Ο Θανάσης έκατσε για ώρες στο μέρος. Αφού συνέφαγε και συζήτησε με τα μέλη της οργάνωσης, έφυγε με τρόπο που του επιδείξαν και γύρισε στην καθημερινότητά του.

Οι συναντήσεις του με τα μέλη της οργάνωσης ήταν αρκετές μα όχι συχνές. Ο ίδιος προσπάθησε να μην αλλάξει τίποτα από την καθημερινότητα του και μάλιστα βρισκόταν πολύ κοντά σε μια σπουδαία επιτυχία στην δουλειά του μετά από μία πολύ καλή συμφωνία αγοραπωλησίας ναρκωτικών. Δύο βράδια πριν την εν λόγω συναλλαγή, δύο τύποι φορώντας μαύρα και μάσκες μπήκαν στο διαμέρισμα του και αφού του έδωσαν ελάχιστο χρόνο να ντυθεί, τον εγκλώβισαν και τον φυγάδευσαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Χωρίς καν να μπορεί να δει μπροστά του, κατάλαβε πως τον είχαν μεταφέρει σε κάποιο όχημα. Μετά από αρκετή ώρα ταξιδιού, κατάφερε κινώντας το κεφάλι και τα χέρια του, να βρει μια χαραμάδα προς τα έξω από την οποία διαπίστωσε πως ήταν ακόμα νύχτα ενώ λίγο αργότερα το αμάξι σταμάτησε στα σύνορα. “Πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε. Στον φάκελο έχουμε βάλει την λίστα με τα ονόματα της συμμορίας που διασταυρώσαμε και αυτό είναι ένα πρόσθετο δώρο από εμάς πατριώτη” είπαν προφανώς στον έλληνα συνοριοφύλακα και με κοφτούς ήχους μπήκαν στο αυτοκίνητο και εκείνο ξεκίνησε και πάλι προφανώς προς την Ελλάδα. Η διαδρομή δεν θα ήταν μεγάλη.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε και οι δύο άντρες που επέβαιναν σε αυτό ελευθέρωσαν τον Θανάση. Εκείνος διαπίστωσε πως βρισκόταν σε μια τεράστια αγροτική έκταση στην οποία δε φαινόταν απολύτως τίποτα  εκτός του δρόμου. “Για λόγους προστασίας της οργάνωσης, δεν μπορούμε να σε αφήσουμε πιο κάτω, όμως είσαι ελεύθερος και είσαι στην πατρίδα”. Οι δυο τους άρχισαν να απομακρύνονται όταν πιο φωναχτά συνέχισε ο ένας: “Μην ξεχνάς πως είσαι καταζητούμενος στην Ελληνική Αστυνομία”. Ο Θανάσης ήταν μόνος και ξεκίνησε να περπατάει με νότια κατεύθυνση ευχόμενος πως κάποιο αυτοκίνητο θα περνούσε για να τον πάρει μέχρι το πλησιέστερο χωριό. Δεν ήταν και τόσο τυχερός.

Αφού συμπλήρωσε σχεδόν ένα ολόκληρο μερόνυχτο περπατώντας, κατέληξε σε ένα μικρό χωριουδάκι. Εκεί έμαθε για την πλησιέστερη συγκοινωνία την οποία και πήρε ταξιδεύοντας τελικά μέχρι το σπίτι του όπου αντάμωσε την γυναίκα και τα παιδιά του. Πέρασαν μαζί την ημέρα και τότε ο Θανάσης ενημέρωσε τη γυναίκα του πως έπρεπε να παραδοθεί, όπως και έγινε.

Οι αρχές είχαν βάσιμες υποψίες πως βρισκόταν στην Αλβανία κι έτσι τον ανέκριναν για ώρες. Εκείνος ομολόγησε πως λαθραία πέρασε τα σύνορα από και προς την Ελλάδα και πως εκεί εργαζόταν σαν μεσίτης έως ότου να μαζέψει λεφτά για την οικογένεια του και τα χρέη του. Αν και η κατάθεση του ήταν πειστική και είχε συνοχή, οι αρχές τον κράτησαν για δύο ημέρες στα κρατητήρια όπου του ζητούσαν περισσότερες πληροφορίες κάθε φορά. Στο μεταξύ ο Θανάσης είχε προσλάβει δικηγόρο για να κινήσει διαδικασίες καταβολής του χρέους που αναλογούσε στην ποινή του σύμφωνα με τον νόμο της εξαγοράς ποινής. Όλα ήταν θέμα χρόνου αφού ο Θανάσης είχε πλέον αρκετά χρήματα για την εξαγορά κι έτσι πλέον ήταν διαδικαστικό το θέμα.

Πράγματι, ο Θανάσης αφέθηκε ελεύθερος με κάποιους περιοριστικούς όρους και ήταν πλέον έτοιμος να σμίξει ξανά με την οικογένεια του με την οποία επίτηδες δεν είχε καμία επαφή αυτές τις μέρες. Στην αρχή πήγε στο σπίτι τους, όπου το βρήκε άδειο. Ύστερα απευθύνθηκε στον αδερφό του, όπου τον ενημέρωσε πως από τότε που επέστρεψε στην Ελλάδα, δεν επικοινώνησαν ξανά καθώς ήταν πλέον ήσυχος για την ασφάλεια τους. Κανείς δεν απαντούσε σε τηλέφωνα και κανένας γνωστός ή συγγενείς δεν είχε νέα τους το τελευταίο διάστημα. Δεν ήθελε μεγάλη φαντασία. Ο Θανάσης συνέδεσε το γεγονός με τις απειλές των αλβανών διακινητών που τον είχαν προειδοποιήσει πως ήξεραν την οικογένεια του.

Ποιες ήταν οι επιλογές του Θανάση; Να απευθυνθεί στην αστυνομία; Να επιστρέψει στην Αλβανία; Ήταν σίγουρος πως οι δικοί του βρισκόντουσαν στην Ελλάδα, οπότε τι θα εξυπηρετούσε η επιστροφή του εκεί; Ο Θανάσης είχε μείνει στο πλατύσκαλο του σπιτιού του όντας σε απόγνωση, όταν ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες πέρασε, σταμάτησε μπροστά στην καγκελόπορτα αφήνοντας ένα κουτί και έφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα. Ο Θανάσης άνοιξε το κουτί βρίσκοντας μέσα προσωπικά αντικείμενα της γυναίκας και της κόρης του και ένα γράμμα που έγραφε: ‘σε είχαμε προειδοποιήσει, όμως εσύ δεν μας πήρες στα σοβαρά. Τώρα θα σου δώσουμε μία πολύ απλή επιλογή. Ταξίδεψε στην Αλβανία. Μόλις περάσεις τα σύνορα, πάρε τη γυναίκα σου στο τηλέφωνο για βεβαιωθείς ότι είναι ελεύθεροι κι αν δεν είναι φώναξε στους έλληνες συνοριοφύλακες. Αν είναι ελεύθεροι και προσπαθήσεις να επιστρέψεις πίσω ένας ελεύθερος σκοπευτής θα σε σκοτώσει επί τόπου. Αν όλα πάνε καλά, θα σε δούμε πολύ σύντομα για να συνεχίσουμε την συνεργασία μας’. Ο Θανάσης σκέφτηκε και πάλι να απευθυνθεί στην αστυνομία, όμως αν ρίσκαρε με την ασφάλεια της οικογένειας του;

Αποφάσισε να ξεκινήσει το εγχείρημα έχοντας όμως στο νου του ένα εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που επιβεβαίωνε την ελευθερία της οικογένειας του. Χωρίς να χάσει χρόνο, έφυγε για τα σύνορα και μετά από ένα πολύωρο ταξίδι έμεινε για λίγο από την ελληνική πλευρά απολαμβάνοντας ένα τσιγάρο –ποιος ξέρει αν θα ήταν το τελευταίο του- και απολάμβανε τον ελληνικό ουρανό.

Στα σύνορα προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα και άρχισε να περνάει διστακτικά την διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας κρατώντας σφιχτά στο ιδρωμένο του χέρι το κινητό του τηλέφωνο. Υποδεχόμενος από τους αλβανούς συνοριοφύλακες υπέστη έναν πρόχειρο τυπικό έλεγχο περιμένοντας με ανυπομονησία τη στιγμή που θα μπορούσε να κάνει την κλήση στην γυναίκα του. Στο μεταξύ έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πάνω αναζητώντας ίσως τα ίχνη του ελεύθερου σκοπευτή. Όταν η εξέταση ολοκληρώθηκε, ένας από τους συνοριοφύλακες ερχόμενος από πίσω του, άρχισε να του φοράει χειροπέδες χωρίς πάντως να του αφαιρέσει το κινητό απ’ τα χέρια. Εκείνος προσπάθησε να αντιδράσει όμως εύκολα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο τύπος τον οδήγησε λίγα μέτρα πιο πέρα, εκεί όπου ένα αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο. Αφού του έλυσε τις χειροπέδες, του είπε κάτι στα αλβανικά δείχνοντας με τα μάτια το κινητό που κρατούσε στα χέρια του. Εκείνος αμέσως κάλεσε την γυναίκα του.
- “Θανάση; Που είσαι; Μας άφησαν έξω απ’ το σπίτι μας. Είμαστε όλοι καλά” έλεγε με φωνή που έτρεμε.
- “Αλλάξτε αμέσως τόπο διαμονής, τηλέφωνα, όλα. Όταν μπορώ θα σας βρω εγώ” απάντησε εκείνος αγχωμένος.
Ο συνοριοφύλακας τον οδήγησε σχεδόν καταναγκαστικά στο αυτοκίνητο το οποίο έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση.

Η γυναίκα του Θανάση υπάκουσε και το επόμενο διάστημα μετακόμισε σε άλλη πόλη, άλλαξε τηλέφωνα και άλλα προσωπικά στοιχεία και ξεκίνησε μια νέα ζωή με την κόρη της. Μετά από μερικούς μήνες όμως, ο Θανάσης εξακολουθούσε να παραμένει άφαντος κι έτσι η γυναίκα του προσέλαβε ιδιωτικό ερευνητή για να τον ψάξει στην Αλβανία. Η έρευνα συνεχιζόταν για όσο εκείνη πλήρωνε. Και πλήρωνε. Πλήρωνε για καιρό. Περίπου τρία χρόνια αργότερα όμως έτυχε να διαβάσει στην εφημερίδα πως έλληνας που ζούσε και εργαζόταν στην Αλβανία, σκοτώθηκε από άγνωστη αιτία. Κανένα άλλο στοιχείο δεν έγινε γνωστό και όμως εκείνη έδωσε εντολή στον ερευνητή να σταματήσει. Ποιες αλήθεια ήταν οι πιθανότητες να ήταν αυτός; Ήταν όμως η αφορμή που έψαχνε εδώ και καιρό για να θάψει το παρελθόν και να γυρίσει σελίδα.


σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

MYΘΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ~ αφανισμένη οικογένεια

Μια φορά σε έναν καιρό ένας καλοντυμένος τύπος imageπερπατούσε μόνος σε ένα σκοτεινό σοκάκι της νύχτας. Η λάμπα από τον στύλο πιο πάνω, άναβε ανά διαστήματα για να φωτίσει τον υγρό δρόμο που γυάλιζε από το νερό της βροχής. Ο τύπος μπήκε σε ένα φτηνιάρικο αλλά καλοδιατηρημένο αυτοκίνητο και ξεκίνησε με ταχύτητα βυθισμένος στις σκέψεις του. Το κόκκινο φως από το πρώτο φανάρι, αποκάλυψε μερικώς το πρόσωπο του. Ένα σκυθρωπό στρογγυλό πρόσωπο, δύο ημερών ξύρισμα και γκρίζα μαλλιά που απειλούνταν από το αραίωμα στις άκρες του κεφαλιού.

Ο άντρας έφτασε μπροστά σε μία πολυκατοικία και χτύπησε απαλά την πόρτα, η οποία άνοιξε αργά από μία γυναίκα πρόχειρα ντυμένη και αρκετά κουρασμένη στο πρόσωπο:
- “Κοιμήθηκε”; ρώτησε ψιθυριστά την γυναίκα.
- “Ναι. Πριν λίγο. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έρθεις κι έτσι προτίμησα να την βάλω να ξεκουραστεί. Έχει διαγώνισμα στην έκθεση αύριο και διάβαζε για ώρες στο δωμάτιο της” απάντησε εκείνη.
- “Να, σου έφερα τα λεφτά που χάλασες χθες στον γιατρό. Συγγνώμη για τα κέρματα, δεν βρήκα άλλα” της είπε δίνοντας της μια χούφτα από νομίσματα, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν ‘σιγά μην διάβαζε τόσες ώρες Έκθεση’!
- “Αύριο αν θέλεις μπορείς να έρθεις λίγο να κάτσουμε. Δεν έχω κάτι” του πρότεινε.
- “Ευχαριστώ. Θα έρθω. Α! Και μην ανησυχείς. Θα σκίσει αύριο στην Έκθεση” είπε και έφυγε.

Γύρισε στο γραφείο του, σηκώνοντας τα ρολά ασφαλείας και αφού τα έκλεισε και πάλι, ανέβηκε σε ένα πατάρι. Εκεί, είχε διαμορφώσει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο και έμενε τα τελευταία δύο χρόνια. Αφού χάζεψε για λίγες ώρες στο διαδίκτυο, κοιμήθηκε.

Την επόμενη μέρα, στη δουλειά δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σπίτι εκείνο. Η επιθυμία του ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά. Είχε ένα γραφείο όπου διεκπεραίωνε συναλλαγές κυρίως του Δημοσίου με συνήθως ηλικιωμένους πελάτες. Βλέπετε, όταν ξεκίνησε το επάγγελμα αυτό, πριν περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια ο βαθμός εξοικείωσης των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας με το διαδίκτυο, ήταν μηδαμινός. Έτσι κι αυτός δημιούργησε ένα γραφείο στο οποίο ο καθένας μπορούσε να κάτσει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον τύπου καφετέριας και να περιμένει μέχρις ότου η συναλλαγή του ολοκληρωνόταν. Σήμερα όμως, έχοντας ξεπεράσει το 2020 ο κόσμος μπορεί πολύ πιο εύκολα να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο για τις υποχρεώσεις του, οπότε η επιχείρηση έχει πέσει σε μεγάλη κάμψη.

Έτσι ή αλλιώς ο Γιάννης κατάφερε να φύγει από τη δουλειά και να πάει στο σπίτι. Ήταν το σπίτι του. Το δικό του σπίτι που αγόρασε με δάνειο μαζί με τη γυναίκα του όταν ήταν ακόμα νιόπαντροι και το οποίο ακόμα πληρώνει στην τράπεζα. Εκεί είχαν δημιουργήσει ότι πιο πολύτιμο μπορεί να δημιουργήσει ένα ζευγάρι. Την μικρή Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα όμως δεν είναι πια τόσο μικρή. Βρίσκεται στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και έχει μόλις γυρίσει στο σπίτι από το σχολείο. Εκεί την περιμένει ο πατέρας της που είχε ήδη φτάσει στο σπίτι και συνομιλούσε με την πρώην γυναίκα του. Όταν η Αλεξάνδρα μπήκε στο σπίτι, ο πατέρας της σηκώθηκε ενθουσιασμένος να την υποδεχτεί, όμως ο ενθουσιασμός σύντομα κόπηκε.
- “Γιατί ήρθες εδώ”; ρώτησε αναιδώς η Αλεξάνδρα και ενώ ο πατέρας της σάστισε αδυνατώντας να απαντήσει, ακούστηκε η μητέρα της.
- “Σου έχω πει πως δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς έτσι στον πατέρα σου. Ζήτησε αμέσως συγγνώμη”.
- “Καλά, αλλά άσε με δεν είμαι στα καλά μου” απάντησε απογοητευμένη.
- “Τι έχεις Αλεξάνδρα; Συνέβη κάτι στο σχολείο”; ρώτησε με σοβαρότητα ο πατέρας της.
- “Γράφαμε Έκθεση και η καθηγήτρια μου είπε πως είναι λάθος και κακογραμμένη” απάντησε συγκρατώντας τα δάκρυα της και έφυγε γρήγορα για το δωμάτιο της.
Ο πατέρας της, την ακολούθησε. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε ενώ καθώς την περνούσε, χιλιάδες εικόνες από τα πρώτα της βήματα, το άλλαγμα της πάνας και τις πρώτες της λέξεις, πέρασαν απ’ το μυαλό του. Το δωμάτιο τώρα ήταν διαφορετικό. Με γραφείο, βιβλιοθήκη, υπολογιστή και άλλα τέτοια.
- “Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει αγάπη μου, όμως στο σχολείο είχα μια παρόμοια εμπειρία. Ποτέ μάλιστα δεν είχα καλούς βαθμούς στην Έκθεση ως μαθητής. Δεν το έβαλα κάτω. Όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, θεωρούμουν ο καλύτερος στις Εκθέσεις, τις παρουσιάσεις και τις εργασίες. Όλοι με θαύμαζαν και φυσικά η μαμά σου. Και ύστερα έγραφα σε ένα σωρό εφημερίδες με επιτυχία! Η γνώμη μια καθηγήτριας δεν μπορεί να σταματήσει το όνειρο σου” προσπάθησε στοργικά να της εξηγήσει.
- “Αλήθεια μπαμπά; Και τότε γιατί έγινες ένας αποτυχημένος”; έσταξε δηλητήριο από το στόμα της. Ο πατέρας της, ένοιωσε έναν τεράστιο κόμπο στο λαιμό και λύγισε το κεφάλι του προς τα κάτω, σφίγγοντας τα μάτια για να μην δακρύσει, όμως εκείνη συνέχισε: “Ξέρεις μπαμπά τι μου είπε στ’ αλήθεια η καθηγήτρια; Ο τρόπος γραφής μου συνδυαστικά με το θέμα που ανέπτυξα υποδεικνύουν ξεκάθαρα την έλλειψη προτύπων στην ζωή μου. Ακούς μπαμπά; Έλλειψη προτύπων. Αυτή βέβαια δεν ξέρει πως ο πατέρας μου είναι ένας αποτυχημένος χωρισμένος τύπος. Το ξέρω εγώ όμως και το πνίγω μέσα μου” ξέσπασε τελικά φωνάζοντας.
Ο πατέρας της σηκώθηκε και χωρίς να την κοιτάξει, άγγιξε στοργικά το πόδι της και έφυγε. Φεύγοντας από το σπίτι, είδε την πρώην γυναίκα του να του φωνάζει με ενδιαφέρον: “Γιάννη, τι έπαθες; Τι σου είπε;”, εκείνος όμως θα ορκιζόταν πως δεν είχε λαλιά για να απαντήσει και απλά έγνεψε προς τα πάνω το κεφάλι υψώνοντας τον αντίχειρα σα να έλεγε ‘όλα καλά’.

Το επόμενο διάστημα πέρασε, ακριβώς όπως και το προηγούμενο. Ο Γιάννης έστελνε στην πρώην σύζυγό του χρήματα, όσο και όποτε μπορούσε, εκείνη του έδινε φαγητό όποτε μπορούσε για να μην τρώει συνέχεια απ’ έξω και όλοι μαζί βρισκόντουσαν σε κάποιες γιορτές ή αργίες σε ένα μάλλον τυπικό κλίμα όπου ο Γιάννης έτρωγε στο επίσημο γεύμα και ύστερα έφευγε για το… πατάρι του. Και κάπως έτσι κύλησαν μέρες, μήνες, χρόνια.

Μια μέρα ο Γιάννης δέχθηκε μία παράξενη επίσκεψη από έναν νεαρό. Ήταν πολύ καλοντυμένος και περιποιημένος, με ωραία χαρακτηριστικά: “Είστε ο κύριος Γιάννης”;
- “Μάλιστα. Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω”; ρώτησε ο Γιάννης που είχε την εντύπωση πως είχε να κάνει με κάποιον πελάτη.
- “Θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως. Αφορά την κόρη σας” απάντησε εκείνος πολύ σοβαρά. Ο Γιάννης του έδειξε την πόρτα προς το πατάρι και αφού ανέβηκαν, η συζήτηση συνεχίστηκε εκεί.
- “Δεν ξέρει κανείς πως ήρθα να σας βρω, όμως θεωρώ πως πρέπει να μάθετε. Η μητέρα της Αλεξάνδρας είναι άρρωστη. Πεθαίνει. Απ’ ότι κατάλαβα δεν έχει πολλές μέρες στη διάθεση της. Εκείνη το κρύβει, όμως η Αλεξάνδρα το ανακάλυψε και τώρα εκείνη δε θέλει να το πει πουθενά, όμως είναι ένα ράκος” εξηγούσε με ταραχή ο νέος.
- “Εσύ ποιος είσαι”; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τη ζαλάδα του.
- “Ονομάζομαι Νίκος κύριε. Βγαίνω με την κόρη σας εδώ και περίπου ένα χρόνο, όμως με ενδιαφέρει πολύ και ειδικά αυτές τις μέρες που είναι τόσο άσχημα. Ξέρω κάποια πράγματα για τις σχέσεις σας, αλλά θεωρώ πως σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, σας έχουν ανάγκη κι ας μην το παραδέχονται”.

Ο Γιάννης έτρεξε προς την πρώην γυναίκα του η οποία ήταν ήδη στο νοσοκομείο. Η Αλεξάνδρα δεν αντέδρασε στην παρουσία του, όμως το βλέμμα της φανέρωνε την αγωνία imageκαι τον φόβο της. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου, έδειχνε άχρωμη και συνεχώς ιδρωμένη. Όταν τον είδε, του έσφιξε το χέρι και πήρε δύναμη για να βγάλει μερικές λέξεις με δυσκολία από το στόμα της: “Θέλω να ξέρεις πως ποτέ δεν έπαψα να σε αγαπώ. Εσύ φταις που χωρίσαμε. Έγινες πολύ ευάλωτος στα προβλήματα με τη δουλειά σου και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χαλάς το περιβάλλον που μεγαλώναμε το παιδί μας. Όμως δεν υπήρξε κανείς άλλος στη ζωή μου και η αγάπη μου ήταν πάντοτε ίδια για σένα. Το ίδιο και με την Αλεξάνδρα. Αν είναι αυστηρή μαζί σου, είναι επειδή σε αγαπά πάρα πολύ και δεν αντέχει να σε βλέπει σε τόσο άσχημη κατάσταση. Θέλω να ξέρεις πως ακόμα σε έχει ανάγκη και τώρα σου ζητώ να πας να μείνεις στο σπίτι, να γίνεις ξανά το πρότυπο της”. Λίγο πριν ολοκληρώσει, η Αλεξάνδρα είχε μπει μέσα στο δωμάτιο της, την αγκάλιασε και αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, ξέσπασαν σε λυγμούς. Ήταν τότε που η νοσοκόμα αιφνίδια μπήκε μέσα ανακοινώνοντας μας πως πρέπει να την πάρει αμέσως στο χειρουργείο. Το φορείο κυλούσε με την ίδια να κλαίει χαμογελώντας. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπαν ζωντανή.

Ο Γιάννης ήξερε πως δεν θα έπρεπε να αφήσει το θρήνο να κυριεύσει τη ζωή του. Ένοιωθε πλέον υπεύθυνος όσο ποτέ για την Αλεξάνδρα και ήταν αποφασισμένος να την διεκδικήσει. Αρχικά, ανέλαβε όλες τις διαδικασίες της κηδείας. Η Αλεξάνδρα δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα. Εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκαν στον καναπέ και οι δυο, χωρίς να είναι προγραμματισμένη η διαμονή του Γιάννη στο σπίτι του μετά από τόσα χρόνια.

Το πρωί ήταν διαφορετικό και για τους δύο. Ο Γιάννης είχε ξυπνήσει σπίτι του και η Αλεξάνδρα ένοιωσε το σπίτι κρύο και κενό. Πίστευε πως κάποια πόρτα θα ανοίξει τώρα και θα βγει από εκεί η μητέρα της ή πως σε λίγο το μάτι της κουζίνας θα αγκαλιαζόταν με την κατσαρόλα που θα ετοίμαζε το μεσημεριανό. Όμως τίποτα από αυτά δε συνέβη. Και τώρα, δύο αμήχανοι άνθρωποι, άρχισαν πολύ δειλά, πολύ αργά να μιλούν για την κηδεία ή για άσχετα, όμως όταν αργότερα ο πάγος έσπασε, ο πατέρας της άρχισε να της διηγείται ιστορίες από τα κοινά φοιτητικά τους χρόνια ή άλλες μέσα από τις εμπειρίες τους ως ζευγάρι. Ο Γιάννης και η Αλεξάνδρα κατέληξαν να γελάνε μαζί για ένα μακρινό παρελθόν, όμως μέσα τους είχαν και οι δυο στο μυαλό τους τη νέα σελίδα στη ζωή τους, βασισμένη στις τελευταίες επιθυμίες της γυναίκας. Ο ένας ήξερε τι σκεφτόταν ο άλλος κι έτσι ο Γιάννης πήρε πρώτος την πρωτοβουλία να πει: “Άκου. Δε θέλω να με βάλεις στη ζωή σου επειδή η μητέρα σου το είπε. Αυτό που εννοούσε ήταν πως θέλει να μου δώσεις την ευκαιρία να κερδίσω μία θέση στη ζωή σου και αυτό σου ζητάω κι εγώ. Δεν θα μείνω σπίτι απόψε ή αύριο ή μεθαύριο. Άσε με να προσπαθήσω να κερδίσω ότι έχασα από τον σεβασμό σου και όταν μου το προτείνεις εσύ, τότε θα έρθω”.

Η Αλεξάνδρα εκτίμησε πολύ αυτήν την συζήτηση και σεβάστηκε αυτήν την συμφωνία η οποία άλλαξε τα δεδομένα στην καθημερινότητα των δύο. Το επόμενο διάστημα κύλησε κάπως έτσι. Ομαλά, τυπικά, αλλά ήρεμα. Όταν η Αλεξάνδρα τελείωσε τις σπουδές της στην δημοσιογραφία δέχθηκε μία πολύ καλή πρόταση για μία πολύ καλή δουλειά από έναν όμιλο που δραστηριοποιούνταν παράλληλα στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον έντυπο τύπο και το διαδίκτυο. Η πρόταση imageήθελε την Αλεξάνδρα να έχει συμμετοχή σε όλα τα μέσα και μάλιστα πολύ ενεργά ξεκινώντας με έναν άκρως ικανοποιητικό μισθό. Την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε την άρπαξε για τα καλά. Σύντομα μετακόμισε στην πρωτεύουσα και έγινε μία από τις πιο διάσημες δημοσιογράφους της χώρας. Ταξίδευε συχνά σε αποστολές στο εξωτερικό ως ανταποκρίτρια ενώ είχε ήδη δημιουργήσει ένα βαρύ δημοσιογραφικό βιογραφικό με δεκάδες συνεντεύξεις και επιτυχίες από σπουδαίους ανθρώπους ανά τον κόσμο.

Η Αλεξάνδρα ήταν ιδιαίτερα πολυάσχολη και λόγω της επιτυχίας της, λάμβανε καθημερινά πολλές προσκλήσεις σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις και άλλες δραστηριότητες. Σε μία από αυτές, της ζητήθηκε να παραβρεθεί στην παρουσίαση ενός βιβλίου ως κεντρική συνομιλήτρια. Επρόκειτο για ένα βιβλίο που είχε ήδη κάνει μεγάλες πωλήσεις στην πρώτη του έκδοση, όμως η Αλεξάνδρα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία κι έτσι απλά απάντησε αρνητικά στην πρόσκληση.

Λίγες μέρες μετά βρισκόταν στο αεροπλάνο για μία δημοσιογραφική αποστολή στο Λονδίνο. Μαζί της είχε imageπάρει ένα ξεχασμένο βιβλίο. Ήταν εκείνο στου οποίου την παρουσίαση αμέλησε να παραβρεθεί. Σκέφτηκε πως θα ήταν μια καλή ιδέα για να περάσει η ώρα ώσπου να φτάσει. Το βιβλίο υπέγραφε ένας άγνωστος συγγραφέας και ήδη από την αρχή του, παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο γραφής που ήταν γεμάτος περιγραφές, χρώματα και συναισθήματα. Μετά από μερικές σελίδες, η Αλεξάνδρα έδειχνε άχρωμη. Ζήτησε έναν χυμό από την αεροσυνοδό και της πήρε ώρα για να συνέλθει. Έκτοτε, διάβαζε με πάθος. Μετά από πολλές σελίδες και αρκετή ώρα, μία αεροσυνοδός την διέκοψε: “με συγχωρείτε. Έχουμε προσγειωθεί και πρέπει να αδειάσουμε το σκάφος. Όταν είστε έτοιμη μπορείτε να αποχωρήσετε”. Η Αλεξάνδρα είχε φτάσει χωρίς να καταλάβει τίποτα! Σύντομα το διάβασμα συνεχίστηκε στο τρένο και ύστερα στο ξενοδοχείο.

Τι διάβαζε; Την ιστορία της ζωής της! Διάβαζε με πολλές λεπτομέρειες και λίγη φαντασία την ζωή της από την πρώτη μέρα από μία άγνωστη οπτική κάποιου τρίτου προσώπου. Ήταν σίγουρη πως ήταν του πατέρα της. Ήξερε πως γράφει, δεν περίμενε όμως ποτέ πως θα έγραφε βιβλίο. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, ο πατέρας της περιγράφει πως μεσολάβησε ώστε τελειώνοντας της σπουδές της να βρει μία πολλά υποσχόμενη εργασία και πως και πάλι με δική του παρέμβαση, προωθήθηκε το βιογραφικό της σε μεγάλες εταιρείες ώστε να έχει την ευκαιρία να εργαστεί γρήγορα στα βαθιά και να αποδείξει τις ικανότητές της. Σε κάποιο σημείο μάλιστα έγραφε: ‘μπορεί να είχα να την δω πολλούς μήνες, ήξερα όμως πως έχει την φλόγα μέσα της. Πως ότι αναλάμβανε θα το έφερνε εις πέρας με μεγάλη επιτυχία. Ήξερα πως δεν θα εκτεθεί κανείς από αυτούς που ρίσκαραν για να την προωθήσουν, γι’ αυτό και έκανα ότι έκανα’. Φυσικά τα ονόματα των ηρώων και των επαγγελμάτων ήταν όλα διαφορετικά. Η φήμη της Αλεξάνδρας δεν κινδύνευε. Όχι όμως και το βιβλίο που στις τελευταίες σελίδες του δέχτηκε βροχή από δάκρυα που έπεφταν ακατάπαυστα από τα μάτια της Αλεξάνδρας που ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου ξεσπούσε σε λυγμούς για όλες τις φορές που αποκαλούσε αποτυχημένο τον πατέρα της, εκείνες που ποτέ δεν δέχτηκε να τον βάλει στη ζωή της, αλλά και στην χάρη της μητέρας της που ποτέ τελικά δεν σεβάστηκε.

Στην επιστροφή της στην Ελλάδα, γύρισε στη δουλειά. Αυτή τη φορά όμως είχε κάτι άλλο στο μυαλό της. Έφτιαξε ένα εκτενές αφιέρωμα στο βιβλίο του πατέρα της, το διαφήμισε με δικά της έξοδα και όταν το αφιέρωμα ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει, πήρε ένα αντίτυπο και ταξίδεψε ως το σπίτι του πατέρα της. Εκείνος, είχε κλείσει το γραφείο του και είχε αντικαταστήσει τις τζαμαρίες της βιτρίνας, από ξύλινες πόρτες. Χτύπησε την πόρτα κι εκείνος άνοιξε αντικρίζοντας την με αποστομωτική έκπληξη. “Πως μπόρεσα να το κάνω αυτό” κατάφερε να εκφράσει ξεσπώντας αμέσως σε λυγμούς στην αγκαλιά του. Δεν μίλησαν πολύ. Εκείνη παρατηρούσε το γραφείο που ήταν πλέον ένα πρόχειρο σπιτάκι με έναν υπολογιστή και γύρω του αμέτρητες σημειώσεις από σκέψεις για βιβλία. “Σου έφερα αυτό” είπε δείχνοντάς του το αφιέρωμα που θα κυκλοφορούσε σε λίγες μέρες και συνέχισε: “επίσης, έστω και πολύ αργά, σου κρατάω τα κλειδιά που η μαμά ήθελε να σου δώσω εδώ και χρόνια. Το σπίτι σου. Το σπίτι μας. Θέλω να μένεις εκεί”.

Οι δυο τους πέρασαν μερικές ώρες μαζί σε ένα μάλλον αμήχανο κλίμα, όμως η Αλεξάνδρα έπρεπε σύντομα να γυρίσει πίσω λόγω της δουλειάς. Ο Γιάννης πήγε πραγματικά στο σπίτι του και δάκρυσε ανακαλώντας μακρινές μνήμες με τη γυναίκα του και την Αλεξάνδρα ως μωρό ακόμα. Άνοιξε τον φορητό του υπολογιστή και ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο. Ένα νέο πόνημα που ήρθε αμέσως στην καρδιά του, μόλις αντίκρισε το σπίτι του. Έγραφε με μανία, με πάθος, ακατάπαυστα. Σχεδόν καταπονούσε το γερασμένο –πια- σώμα και πνεύμα του.

Η επόμενη συνάντηση του με την Αλεξάνδρα ήταν το imageεπόμενο Σαββατοκύριακο, όταν εκείνη κατάφερε να πάρει άδεια για να περάσουν περισσότερο χρόνο μαζί. Όταν όμως η Αλεξάνδρα μπήκε σπίτι, το μόνο που είδε, ήταν το ξεψυχισμένο κορμί του πατέρα της ακουμπισμένο πάνω στο πληκτρολόγιο. Ανακοπή αποφάνθηκαν οι γιατροί. Η Αλεξάνδρα γύρισε σπίτι, αποθήκευσε το έργο του πατέρα της. Ήταν ένα ολοκληρωμένο βιβλίο που έμελλε να γίνει πρώτο σε πωλήσεις και να μεταφραστεί σε εννιά γλώσσες. Σαν θέμα είχε μία εναλλακτική τροπή για την δική της διαλυμένη οικογένεια.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »